Όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια για την εξωτερική τους εμφάνιση εμφανίζονται να έχουν οι νέοι και τα παιδιά της εποχής μας, γεγονός που επιδεινώνεται από τις δυσκολίες στις σχέσεις με τους συνομηλίκους τους.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την έρευνα, που έγινε από την Καρολίνα Λίντε, του τμήματος Ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ, σε παιδιά ηλικίας 10 έως 14 ετών.
Η συγκεκριμένη μελέτη διαπίστωσε ότι η ικανοποίηση ενός παιδιού με το σώμα και την εμφάνισή του είναι μία από τις πιο σημαντικές προϋποθέσεις για να διαμορφώσει μια θετική εικόνα για τον εαυτό του γενικότερα.
Ωστόσο, φαίνεται ότι σήμερα τα περισσότερα παιδιά είναι ανικανοποίητα με την εμφάνισή τους και έτσι γενικότερα διαμορφώνουν μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους, η οποία μάλιστα διαρκεί για πολλά χρόνια μετά στη ζωή τους.
Σύμφωνα με την μελέτη, μεταξύ των 10 και 14 ετών, την κατ’ εξοχήν ηλικία υψηλού ρίσκου για να αποκτήσει ένα παιδί αρνητική εικόνα για το σώμα του, τα κορίτσια είναι συστηματικά πιο ανικανοποίητα σε σχέση με τα αγόρια για την εμφάνισή τους.
Το πρόβλημα είναι πιο έντονο για τα παιδιά, ιδίως τα κορίτσια, που είχαν το μεγαλύτερο βάρος στα δέκα τους χρόνια. Τα υπέρβαρα κορίτσια γίνονται, σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό, αντικείμενο πειραγμάτων από τα άλλα παιδιά, αλλά και από τους γονείς τους.
Επειδή οι αρνητικές αντιλήψεις απέναντι στους υπέρβαρους ανθρώπους διαμορφώνονται σε αυτή τη νεανική ηλικία, η έρευνα επισημαίνει την ανάγκη να καταπολεμηθούν αυτές οι προκαταλήψεις έγκαιρα.
Η μελέτη τονίζει ότι η αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους έχει σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις στα παιδιά και αυξάνει τον κίνδυνο, τα επόμενα χρόνια, να αναπτύξουν κατάθλιψη, βουλιμικές τάσεις, αντικοινωνικότητα, περιορισμένες ευκαιρίες στη ζωή κ.ά.
Επίσης, πολλά παιδιά κινδυνεύουν να εστιάζουν σε τέτοιο βαθμό στο πρόβλημα έλλειψης ικανοποίησης για τη σωματική εμφάνισή τους, που να μην έχουν όρεξη να σκεφτούν τίποτε άλλο.