Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 24/11
Στο κυριακάτικο χάζεμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έπεσα πάνω στο παρακάτω σχόλιο. Προσωπικά, θεωρώ ότι δεν έχει καμία σημασία το θέμα, ούτε καμία άλλη παράμετρος. Το εκλαμβάνω ως δήλωση στάσης ζωής. Δεν το κρίνω, όμως, ομολογώ ότι με σόκαρε. Την παραθέτω με δέος: «Προτιμώ να μου στερήσει κάποιος τα ατομικά μου δικαιώματα παρά να στερηθώ τη ζωή μου»
Δεν διστάζω να κρύψω ότι με τρόμαξε και μόνο στην ανάγνωση της συγκεκριμένης φράσης. Γιατί, δεν είναι ένα μότο από το «1984», που, αν το διαβάζαμε στα μικράτα μας, θα λέγαμε, πόσο φοβερά τα γράφει ο Όργουελ. Δυστυχώς, στις μέρες μας έχει καταντήσει μότο ζωής για ορισμένους. Και, όταν αυτό συμβαίνει 35 χρόνια μετά τη χρονολογία αναφοράς στο συγκεκριμένο έργο και 70 μετά την έκδοσή του, είναι ανατριχιαστικό και καθόλου ελπιδοφόρο.
Την ώρα που το Εθνικό Σύστημα Υγείας έχει καταρρεύσει, εξαιτίας των κάκιστων κυβερνητικών χειρισμών στο κομμάτι της πανδημίας, ο κόσμος, αντί να συσπειρωθεί και να διεκδικήσει τα αυτονόητα, αναλώνεται σε ένα νυχθημερόν ανούσιο πόλεμο μέσω διαδικτύου, εκτοξεύοντας κατάρες ένθεν κακείθεν και μοιράζοντας ευθύνες παντού, πλην εκείνων που φέρουν το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης. Η πανδημία χρησιμοποιείται ως πρόσχημα και άλλοθι για να περάσουν μέτρα που θα επηρεάζουν τη ζωή μας για δεκαετίες -και δεν μιλώ για αυτά που αφορούν στην εξάπλωση της πανδημίας – και το κοινό διχάζεται, βυθιζόμενο καθημερινά σε όλο και βαθύτερο τέλμα.
Στη Γαλλία, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους για να διαδηλώσει κατά του άρθρου σε νομοσχέδιο για τη λεγόμενη «καθολική ασφάλεια», που προωθεί η κυβέρνηση, το οποίο απαγορεύει την καταγραφή και αναμετάδοση εικόνων που αφορούν οποιαδήποτε επιχείρηση. Στην Ελλάδα, οι μισοί επιχειρηματολογούσαν υπέρ της αστυνομικής βίας, με πρόσχημα την προστασία από την εξάπλωση της πανδημίας. Και δεν αντιδρούν που η κυβέρνηση επέλεξε να αγοράσει παπάκια και να προσλάβει αστυνομικούς, από το να διαθέσει τα χρήματα στο Ε.Σ.Υ.
Να ανοίξω μια παρένθεση και να ξεκαθαρίσω το εξής: Είναι εγκληματικό, μετά από τόσους μήνες και σχεδόν 1.500 νεκρούς, να υπάρχουν ακόμα αρνητές του ιού και των μέτρων πρόληψης. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση τα έκανε θάλασσα από τον Μάιο και μετά, δεν αναιρεί τη δική μας υποχρέωση να φροντίσουμε για την προστασία μας και των γύρω μας. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο και δεν χωράει κανένα περιθώριο συζήτησης.
Όμως, εδώ μιλάμε για κάτι άλλο. Νομίζω ότι είναι κατανοητό ακόμα και σε όσους δεν επιθυμούν να το κατανοήσουν. Ο όρος «κοινωνικός αυτοματισμός» εισήχθη στη σύγχρονη ορολογία της πολιτικής επιστήμης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ, τα τελευταία χρόνια άρχισε να αποκτά ένα ιδιαίτερο, ξεχωριστό κεφάλαιο στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας. Πρόκειται για μια πρακτική που εφαρμόζεται κατά κόρον από κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, που σκοπό έχει τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης απέναντι στην ουσία κάθε προβλήματος που πρέπει να χτυπηθεί.
Αυτό, ουσιαστικά, που εισήγαγε στην πολιτική επιστήμη ο Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα» του, με τη φράση «διαίρει και βασίλευε». Τουτ’ έστιν, αν θες να διατηρήσεις με ασφάλεια την εξουσία σου, σπείρε τη διχόνοια ανάμεσα στους αντιπάλους σου. Αυτό εφαρμόζουν διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις, κάθε φορά που τα πράγματα ζόριζαν πολύ ή ήταν ο καιρός που έπρεπε να περάσουν ρυθμίσεις που αναμένεται να ξεσηκώσουν θύελλες και καταιγίδες. Παλιά στο… κουρμπέτι, η σημερινή κυβέρνηση έκανε την υγειονομική κρίση ευκαιρία, ώστε, τώρα που τα πράγματα έχουν ζορίσει πέρα από το όριο του διαχειρίσιμου, να μην κουνιέται φύλλο.
Σε αυτό το δεύτερο κύμα της πανδημίας, έχουν γίνει εγκλήματα που έχουν φέρει εκατοντάδες θανάτους, ασφυξία στις ΜΕΘ, καταρράκωση των δυνάμεων του προσωπικού, αγωνία και φόβο για την επόμενη μέρα και, κατά συνέπεια, εκνευρισμό, διχασμό, διάλυση της οικονομίας, αύξηση των ψυχικών παθήσεων και πολλά άλλα. Εργαλείο επικοινωνίας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «πυρηνικό όπλο» αν πέσει σε λάθος χέρια, έχουν αξιοποιηθεί, ώστε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να εστιάζεται σε όσα μας χωρίζουν και όχι σε όσα μας ενώνουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε μερικά χρόνια από τώρα, οι Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες θα έχουν μια πλούσια ερευνητική θεματολογία.