Γράφει ο Ευάγγελος Βογιατζής
Στη ροή της καθημερινότητας κάτι συμβαίνει κάθε τόσο και αναδεύονται τα θολά βαλτόνερα του ρατσισμού φέρνοντας στην επιφάνεια όλα τα είδη της δυσώδους χλωρίδας που ευδοκιμούν στο σκοτεινό του οικοσύστημα. Στην περίπτωση της δολοφονίας του δεκαοκτάχρονου Νίκου Σαμπάνη από τα πυρά των δικυκλιστών της ομάδας ΔΙΑΣ στο Πέραμα, στην αιματηρή κατάληξη της καταδίωξης από τους αστυνομικούς του κλεμμένου οχήματος, στο οποίο επέβαινε ο άτυχος νεαρός μαζί με άλλα δύο ανήλικα τσιγγανόπουλα, είδαμε για μια ακόμη φορά τους γνωστούς και μη εξαιρετέους μετρ της συγκάλυψης να επιτελούν αυτόματα και ανακλαστικά τον ρόλο τους για να βγάλουν λάδι τους εφτά ένστολους πιστολέρο, αυτουργούς ενός φονικού και του πολύ σοβαρού τραυματισμού του δεύτερου παιδιού με το τρίτο να διαφεύγει.
Έτσι οι πρώτες διαρροές από την αστυνομία έκαναν λόγο αρχικά για ανταλλαγή πυρών, για επτά τραυματίες αστυνομικούς, για τον 20χρονο νεκρό ως σεσημασμένο κακοποιό, για άγνοια των μοτοσικλετιστών της ΔΙΑΣ ως προς την πολιτισμική ταυτότητα των νεαρών κ.α. Πληροφορίες που αναπαρήχθησαν αυτούσιες από δημοσιογραφικά χείλη κατά τρόπο εξοργιστικά, αν και όχι μη αναμενόμενα δυστυχώς, αντιδεοντολογικό, οι οποίες όμως μετά από λίγες μόλις ώρες στο σύνολό τους διαψεύστηκαν. Η εξέλιξη αυτή ωστόσο δεν απέτρεψε τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη να επισκεφθεί τους κρατούμενους αστυνομικούς προκειμένου να τους συμπαρασταθεί ούτε να εκφράσει την ικανοποίησή του όταν εκείνοι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η ένστολη βαρβαρότητα των οργάνων της τάξης, τα οποία πιστά στον φύσει και θέσει ρόλο τους και ανταποκρινόμενα στην θεσμική τους «αποστολή» άσκησαν ξανά υπέρμετρη βία έναντι άοπλων ανήλικων Ρομά τούτη τη φορά ρίχνοντάς τους 38 σφαίρες, συνιστά μια διαχρονική και αδιάλειπτα επαναλαμβανόμενη πρακτική, άμεσα ορατή και με σαφές περίγραμμα από συστάσεως των σωμάτων ασφαλείας. Κανείς δεν περιμένει τίποτα καλύτερο από αυτά πέρα από την επίδειξη σκληρότητας στον αδύναμο και εν συνεχεία την αλλοίωση και διαστρέβλωση των πραγματικών δεδομένων ενός επεισοδίου για ευνόητους επικοινωνιακούς λόγους με την αγαστή συνδρομή πάντα φίλιων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Ωστόσο, οι πιο ύπουλοι εχθροί είναι αυτή η χαιρέκακη μοχθηρία που καταγράφεται σε τέτοιες περιπτώσεις από μισάνθρωπους «νοικοκυραίους», ανεγκέφαλους συμπολίτες μας που μηρυκάζουν φράσεις για τα θύματα της αστυνομικής βίας όπως «πήγαιναν γυρεύοντας», «καλά να πάθουν» κλπ αλλά και ο «ασυμπτωματικός» φασισμός της βουβής μάζας των αδιάφορων, της σιωπηλής πλειοψηφίας των «φιλήσυχων», που δεν θέλησαν εν προκειμένω να ενημερωθούν και να προβληματιστούν σχετικά με τις επί μέρους πτυχές του αιματηρού αυτού συμβάντος που στοίχισε τη ζωή σε έναν νέο άνθρωπο, πατέρα δύο παιδιών, και προκάλεσε τον σοβαρό τραυματισμό ενός ακόμη, μιας και για τους «άριους» αυτούς νοικοκυραίους τα παιδιά αυτά είναι δεύτερης κατηγορίας υπάρξεις καθότι «γύφτοι». Και βέβαια για τους καθωσπρέπει αυτούς συμπολίτες μας δεν είναι καθόλου περίεργο που οι αστυνομικοί άδειασαν τα όπλα τους στα τρία άοπλα τσιγγανόπουλα στο Πέραμα αλλά δεν έκαναν το παραμικρό για να εμποδίσουν τον ναζιστή μαχαιροβγάλτη Ρουπακιά να σφάξει τον Παύλο Φύσσα στο Κερατσίνι.
Χωρίς αμφιβολία περισσότερο κι απ’ την αστυνομική εγκληματικότητα έναντι ευάλωτων κοινωνικών ομάδων ο παράγοντας που καλλιεργεί το έδαφος για τον απροσχημάτιστο, ιδεολογικοποιημένο φασισμό των ασπόνδυλων κοντοκουρεμένων ναζιστών τραμπούκων που κατέληξαν εντέλει στη φυλακή είναι ο καμουφλαρισμένος πλην όμως δολοφονικός ρατσισμός του μεγάλου πλήθους των μικροαστών. Γι’ αυτό και ο αγώνας ενάντια στη φασιστική πανούκλα δεν τελείωσε με τον εγκλεισμό των ηγετικών στελεχών της εγχώριας ναζιστικής συμμορίας αλλά συνεχίζεται σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα.