Γράφει ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος: Δημοσιογράφος – Δημοσιολόγος
Η συγκλονιστική έκθεση που δημοσίευσε στις 22 Σεπτεμβρίου η Κομισιόν, αν και χαρακτηρίστηκε «σοκ», δεν προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση σε όσους γνωρίζουν το τι συμβαίνει στη χώρα μας, σε σχέση μ’ εκείνους που νομίζουν πως όλα ακολουθούν τις μοντέρνες ιδέες. Γιατί, αν και η Κομισιόν, μεταξύ των άλλων επισήμανε ότι οι Έλληνες 15άρηδες είναι αγράμματοι, αφού δεν διαθέτουν ούτε τις βασικές γνώσεις γραφής κι ανάγνωσης, καθώς το ποσοστό αυτό καταγράφηκε στο 27,3% των Ελλήνων μαθητών, κατά 6% περισσότερο απ’ ότι ήταν το 2009.
Μ’ αυτό το σκεπτικό, θα μπορούσαμε να γυρίσουμε δεκαεπτά αιώνες πίσω, στα χρόνια του «σκοταδισμού», όπως εμείς τώρα τα αποκαλούμε, για να δούμε το κατά πόσο η αρχαία ελληνική Παιδεία και Φιλοσοφία επηρέασε τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας στο να διαμορφώσουν ολόκληρα συστήματα παιδαγωγικής εναρμονισμένα στα διδάγματα του Χριστιανισμού.

να μεταφυτεύσει στο εσωτερικό του χριστιανικού κόσμου την πνευματική κληρονομιά
της αρχαίας Ελλάδας».
Κι αυτή η εποχή, δεν είναι άλλη από τις ημέρες που ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει το κέντρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο. Μια κίνηση που δεν έσωσε μονάχα το ρωμαϊκό κράτος, μεταφέροντάς το από τη Δύση στην Ανατολή, αλλά λύτρωσε και τη Δύση, παίρνοντας τον Θεό, που είχε πριν από 300 χρόνια «ανατείλει» στην Ανατολή, κι εγκαθιστώντας Τον, φανερά κι επίσημα, σ’ όλη την επικράτεια, σ’ Ανατολή και Δύση.
Έτσι, μια σπάνια τύχη έδωσε στον νεώτερο δυτικό κόσμο την ευκαιρία να βυθίσει τις ρίζες του στα πιο πλούσια και πολύτιμα εδάφη του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, το οποίο έδωσε τ’ αντικειμενικά μέτρα του ωραίου, του αγαθού και της αλήθειας, αλλά και το πρωταρχικό ελληνικό αίσθημα της Δικαιοσύνης, του Δικαίου. Το πνεύμα, που έκανε την Ιστορία να είναι Ιστορία, καθώς και όλους τους λαούς όλων των ηπείρων να μπουν στον παγκόσμιο χάρτη!
Και το 355 στην Αθήνα, βρέθηκαν να σπουδάζουν ελληνική Φιλοσοφία, πριν ακόμα δεχτούν τη χριστιανική βάπτιση, δύο νεαροί από την Καππαδοκία, ο μετέπειτα Μέγας Βασίλειος (330 – 379) και ο πιο αγνός και γλυκύς συγγραφέας της εποχής του, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329 – 390), παρέα με τον μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Ιουλιανό (330 – 363), τον ονομασθέντα «παραβάτη». Και σπούδασαν εκεί επί πέντε χρόνια, όπως λίγο αργότερα και ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγόριος ο Νύσσης (335 – 393), ενώ την ίδια εποχή σπουδάζει στην Αντιόχεια Ρητορική και Φιλοσοφία ο Ιωάννης (344 – 407), ο επικαλούμενος «Χρυσόστομος», λόγω της μεγάλης του ρητορικής δεινότητας.
Μόνο που και οι τέσσερις αυτοί Μεγάλοι Ιεράρχες, όσο κι αν ξεχώριζαν με την τυπικά άμεμπτη ελληνικότητά τους και δεν έκρυψαν ποτέ τον θαυμασμό τους για τον Όμηρο και τον Σωκράτη, δεν θέλησαν να επιτρέψουν στο πνεύμα τους ν’ αξιοποιήσει την ουσία του ελληνικού λογισμού. Ίσως η ανάγκη να μιλήσουν στους πιστούς για τον Θεό χωρίς τις «ανατάσεις» των αρχαίων φιλοσόφων περί «θείας δύναμης», ίσως και η υποχρέωση των δύο πρώτων, κυρίως, να κρατήσουν αποστάσεις από τον παλιό φίλο και συμμαθητή τους στην Αθήνα, Ιουλιανό, ο οποίος στράφηκε, ως υπέρμαχος της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, κατά του Χριστιανισμού, άφησαν μετέωρη την προσπάθεια των πρώιμων Πατέρων της Εκκλησίας.
Γιατί, μπορεί τα έργα τους να είναι τα άνθη βίου πρακτικού, συγγραφικά δημιουργήματα μεγάλων «ανθρώπων», αλλά δεν αγγίζουν τους κλασσικούς δημιουργούς, αν και παίρνουν απ’ αυτούς συχνά τα θέματά τους. Έτσι, μπορεί το πνεύμα τους να βρισκόταν, ουσιαστικά, στους αρχαίους συγγραφείς, τυπικά κρατούσαν, όμως, μεγάλες αποστάσεις… Τους χρησιμοποιούσαν ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών τους αντιλήψεων, αφού πίστευαν πως η Φιλοσοφία πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απέρριπταν τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα, προέτρεπαν στη χρήση τους ως «ένδυμα», όμως, της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Έτσι, δεν μπόρεσαν, άθελά τους ή αναγκασμένοι από την κοινωνική κατάσταση της εποχής τους, αν και εμβριθείς γνώστες, να οδηγήσουν στην ουσιαστική σύνδεση του Χριστιανισμού με την Ελλάδα, όπως έκανε 160 χρόνια πριν από αυτούς μια από τις σημαντικότερες μορφές των πρωτοχριστιανικών χρόνων, ο Ωριγένης Αδαμάντιος (185 – 251), τον οποίο θαύμαζαν τόσο ο Μέγας Βασίλειος όσο και ο αδελφός του Γρηγόριος ο Νύσσης. Γιατί με τον Ωριγένη σημειώθηκε η διασταύρωση του ελληνικού πνεύματος με τον Χριστιανισμό, καθώς προσπάθησε να καταγράψει την Επιστήμη από τη χριστιανική άποψη και να ανυψώσει τον Χριστιανισμό σε μια κοσμική θεωρία συμβατή με τον Ελληνισμό, ώστε πολύ εύστοχα να χαρακτηριστεί ως «ένας Χριστιανός πλατωνιστής με ψήγματα στωικής φιλοσοφίας».
Αλλά, για τη… στωική του στροφή, δεν «φταίει» μόνο ο Πλάτωνας, αφού μεγάλη επίδραση υφίσταται από τον δάσκαλό του, έναν άλλον από τους μεγαλύτερους πρώτους εκκλησιαστικούς Πατέρες, τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό (150- 213), ο οποίος, στην προσπάθειά του ν’ αντιμετωπίσει το κίνημα των «γνωστικών», οι ρίζες του οποίου βρισκόντουσαν στην αρχαία ελληνική παράδοση και ιδίως στις πλατωνικές απόψεις περί Θεού και κόσμου, επιχείρησε τη σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, με την επιλεκτική χρήση κειμένων της ελληνικής Ποίησης και Μυθολογίας.

Μάλιστα, στο αξιολογότερο έργο του «Στρωματείς» υποστήριξε πως η ορθή Φιλοσοφία, σε άρρηκτη ενότητα με τη χριστιανική πίστη, πρέπει να θεωρείται η Τρίτη Διαθήκη. Συνολικά, στο έργο του θεωρεί πως «αληθινός γνωστικός» είναι όποιος συνδυάζει την πίστη με τη φιλοσοφική κατανόηση, έτσι μόνο με την ορθή φιλοσοφία μπορεί ο πιστός να καταστεί αληθινός Χριστιανός γνωστικός. Γιατί, γι’ αυτόν, αληθινή πηγή γνώσεως πρέπει να θεωρείται η πίστη, χωρίς να παραγνωρίζεται η γνώση.
Μόνο που ο Κλήμης βάδισε περισσότερο στα χνάρια του Ιουστίνου του Μάρτυρα (100 – 165), κατά τον οποίο η πλήρης και αιώνια αλήθεια είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος του Θεού, αλλά η χάρη Του παραχώρησε σπέρμα της αλήθειας αυτής, τόσο στους προφήτες όσο και στους Έλληνες φιλοσόφους! Έτσι, για τον Ιουστίνο, οτιδήποτε διατυπώθηκε από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και δεν περιέχει αντιφάσεις, αλλά είναι αληθές, είναι χριστιανικό.
Ωστόσο, αν και αναγνωρίζει τη σπουδαία ηθική διδασκαλία των στωικών, απορρίπτει τις υλιστικές, μοιρολατρικές και πανθεϊστικές τους αντιλήψεις, αλλά, υιοθετώντας τις διδασκαλίες του Πλάτωνα για τον Θεό, τον χαρακτηρίζει «άρρητον, ανωνόμαστον, εν τοις επουρανίοις μένοντα», που δημιούργησε τον κόσμο από άμορφη ύλη. Έτσι, οι άνθρωποι θα καταστούν αθάνατοι, εφόσον με τα έργα τους αποδειχθούν αντάξιοι της δωρεάς του, που είναι ο κόσμος. Στην αθανασία, ισχυρίζεται, μετέχουν και η ψυχή και το σώμα, αφού μετά τον φυσικό θάνατο θα αναστηθούν και τα ανθρώπινα σώματα, απορρίπτοντας έτσι τη διδασκαλία του Πλάτωνα περί αθανασίας της ψυχής από τη φύση της και όχι από τον Θεό.
Πάντως, μια μεγάλη μερίδα σύγχρονων ερευνητών πιστεύει ότι, γενικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας επεδίωξαν σύζευξη και εναρμόνιση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Κι αν ξεχωρίσουμε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος θεωρείται περισσότερο φιλόσοφος παρά θεολόγος, καθώς κατάφερε να επεξηγήσει και φιλοσοφικά πολλές θεολογικές έννοιες, αφού «μπόρεσε καλύτερα απ’ όλους να μεταφυτεύσει στο εσωτερικό του χριστιανικού κόσμου την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας», επηρεασμένος σημαντικά από το έργο του Ωριγένη, ερευνώντας χωρία των Πατέρων της Εκκλησίας, ανακάλυψαν, για παράδειγμα, τον Μέγα Βασίλειο να προτρέπει τους νέους στην ελληνική Παιδεία, αλλά και τον Ιωάννη Χρυσόστομο να παραδέχεται τους φιλοσόφους και το έργο τους. Μπορεί, λοιπόν, να αρνείται το περιεχόμενο και τις ιδέες των Ελλήνων φιλοσόφων, όχι όμως και την ελληνική Παιδεία σε ό,τι έχει να κάνει με την εκμάθηση της τέχνης του λόγου, της ρητορικής, των επιστημών και τον παραδειγματισμό από γεγονότα και πρόσωπα ποιητικών και άλλων κειμένων της αρχαιότητας.
Μολονότι αυτές υπήρξαν, σε γενικές γραμμές, οι απόψεις των πρώτων Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας για την ελληνική Φιλοσοφία γενικά και την Παιδεία ειδικότερα, σ’ ένα σύντομο κείμενο του Ιωάννη Χρυσόστομου, γραμμένο στα τέλη της ζωής του, βλέπουμε την ανάπτυξη, με βάση κυρίως πλατωνική και στωική ηθικολογία, της ιδέας ότι «τον ενάρετο και ηθικό δεν μπορεί κανείς να τον βλάψει, διότι τις αδικίες τις αντιμετωπίζει γενναία και τις εκμεταλλεύεται για την τελείωση του.».
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον Μέγα Αθανάσιο (298 – 373), το έργο του οποίου, φαινομενικά, θεωρείται πέρα για πέρα ξένο προς την ελληνική Παιδεία, άσχετα αν, με το βιβλίο του «Ο βίος και ο θάνατος του Αγίου Αντωνίου», ήταν αυτός που επηρέασε πρώτος, τόσο δυνατά και πιο άμεσα, τη Δύση, προβάλλοντας την τυπική του ελληνομάθεια χτυπητά και υπερήφανα.
Ωστόσο, αν αυτό το έργο του Μεγάλου Αθανασίου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στους δυτικούς κι αν το 400 ο Ρουφίνιος άρχισε να μεταφράζει τα έργα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού στα Λατινικά, ο πρώτος Έλληνας που κήρυξε στη Δύση τον λόγο του Θεού στα… Ελληνικά ήταν ο μαθητής του Ιουστίνου του Μάρτυρα, Ειρηναίος (130 – 202) από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ο οποίος, μετά τη σύντομη διαμονή του στη Βιέννη, πήγε στο Λούγδουνο, τη σημερινή Λυών, δηλαδή, όπου εξελέγη επίσκοπός της, το 177, μόλις 144 χρόνια από την Ανάσταση του Χριστού, για να δημιουργήσει το ποίμνιό του στους Κέλτες της Γαλλίας.
Κεντρική φωτο: Οι τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες, Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344 – 407), Μέγας Βασίλειος (330 – 379) και Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329 – 390), υπέρμαχοι της διάδοσης της αρχαίας ελληνικής Παιδείας, σε συνδυασμό με τα πιστεύω του Χριστιανισμού.