Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 02/02
Δεν ξέρω αν έχετε καταλάβει τι συμβαίνει γύρω μας, αλλά τις τελευταίες εβδομάδες ζούμε πραγματικά ιστορικές στιγμές. Ο δρόμος που άνοιξε η Σοφία Μπεκατώρου με την αποκάλυψη της σεξουαλικής παρενόχλησης που υπέστη, αποτέλεσε «οξυγόνο» για πολλούς, γυναίκες και άνδρες, να ανοίξουν τα στόματα και να βγάλουν από μέσα τους πληγές που τους ταλαιπωρούσαν χρόνια. Ακολούθησε το τσουνάμι των καταγγελιών στον καλλιτεχνικό χώρο και, σταδιακά και στους υπόλοιπους. Ακόμα και στον δικό μας τον καθόλου αγγελικά πλασμένο χώρο της δημοσιογραφίας, ήδη κάποιοι έχουν αρχίσει να ιδρώνουν.
Ο καταγγελτικός τόνος ξέφυγε από το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης και εστιάστηκε σε πολλά σημεία στις απρεπείς και συχνά βάναυσες συμπεριφορές από προϊσταμένους, διευθυντές, συναδέλφους, εργοδότες, οποιονδήποτε έχει ή θεωρεί ότι μπορεί να έχει οποιουδήποτε είδους εξουσιαστικό λόγο απέναντι σε κάποιον αδύνατο. Η λεκτική, ψυχολογική, ηθική βία έχει απλώσει περισσότερα πλοκάμια από ό,τι η σωματική και σεξουαλική, αλλά αυτό λίγη σημασία έχει. Μπορεί να παίρνει άπειρες μορφές στην καθημερινότητα μας, αλλά το τέρας είναι το ίδιο.
Η βία έχει ριζώσει μέσα μας και δεν λέει να ξεριζωθεί με τίποτα. Αντίθετα, βυθίζει όλο και πιο βαθιά τα κλαδιά της στην κοινωνία και στο τέλος κινδυνεύουμε να πνιγούμε.
Και, όχι, η βία δεν είναι «της μόδας», όπως πολλοί δήθεν ενοχλημένοι ξιφουλκούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τάχα κουρασμένοι από την ανάγκη τόσων συνανθρώπων μας από όλους τους χώρους, να βγουν και να μιλήσουν δημόσια για όσα έχουν βιώσει. «Βγήκε η κάθε πικραμένη και λέει τον πόνο της», γράφει ο ένας. «Ώχου, μωρέ, τα ευαισθητούλια, τους έβαλαν τις φωνές και έμπηξαν τα κλάματα», ο είρωνας. «Κάντε μια βόλτα από τον ιδιωτικό τομέα να δείτε τι γίνεται», ο τρίτος που αποτυπώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο το τι συμβαίνει γύρω μας.
Το ότι στην κοινωνία υπάρχει η στρεβλή πεποίθηση ότι, αν σε εξευτελίσω, αν σε μειώσω, αν σου φωνάξω, αν σε κάνω να αισθανθείς κατώτερος ή, ακόμα χειρότερα, να νιώσεις σκουπίδι, αν σου ανεβάσω την πίεση ή αν σε στείλω σπίτι σου έτοιμο να βάλεις τα κλάματα από την ένταση που δεν μπορείς να διαχειριστείς και, βεβαίως, αν σου υπενθυμίζω με κάθε τρόπο ότι «αν δεν σου αρέσει, η πόρτα είναι εκεί», δεν σημαίνει ότι είναι κάτι που θα πρέπει να το δεχόμαστε ή να το θεωρούμε «κανονικότητα».
Οι εποχές είναι δύσκολες και απαιτούν συναίνεση, σεβασμό και συνεργασία. Πίεση στην καθημερινότητα υπάρχει, όπως υπάρχουν και απαιτήσεις, προκλήσεις, δυσκολίες. Όμως, αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν και με ανθρώπινο τρόπο. Με κατανόηση. Με πίστη στις ικανότητες όλων, ακόμα και των πιο άπειρων ή των λιγότερο ταλαντούχων. Κανένας δεν περισσεύει και κανένας δεν έρχεται εξ ορισμού ανίκανος να συμβάλει, όπως επίσης κανένας δεν έρχεται με γονιδιακή ανωτερότητα. Ένα μεγάλο κομμάτι της αποτυχίας της κοινωνίας, οφείλεται προφανώς και στις παραπάνω στρεβλές θεωρήσεις.
Μια κοινωνία που μιλάει με το «σεις και με το σας» θα ήταν, προφανώς ουτοπική, ενδεχομένως και βαρετή. Σαφέστατα, κανένας δεν ζητάει αυτό. Χρειάζεται πού και πού να ανάβουν και τα αίματα. Εκεί είναι που πρέπει οι διαχωριστικές γραμμές απέναντι στην διαφωνία και την επιβολή εξουσίας να είναι παχιές και απολύτως ξεκάθαρες. Και, σε κάθε περίπτωση, αδιαπραγμάτευτες.
Όταν ήμουν παιδί, ένα από τα πρώτα πράγματα που έμαθα ήταν το περίφημο «μην κάνεις στον άλλο αυτό που δεν θέλεις να σου κάνουν». Θέλω να πιστεύω ότι σε έναν υψηλό βαθμό το έχω πετύχει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Αποστολή μας είναι να διδάξουμε το ίδιο και στα παιδιά μας.
Και υποχρέωση μας είναι να μιλάμε κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε φαινόμενα βίας να συμβαίνουν γύρω μας. Να σηκώνουμε ανάστημα και να προστατεύουμε κάθε έναν που δεν μπορεί ή δεν έχει το θάρρος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Να βοηθήσουμε τους αδύναμους να πάψουν να φοβούνται.
Είπαμε, έχουμε να τα βάλουμε με ένα τέρας. Και μην ξεχνάμε ότι «μήτρα» αυτού του τέρατος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτή και μόνο η θύμηση θα πρέπει να μας κάνει να ντρεπόμαστε κάθε φορά που τολμάμε και μόνο να σκεφτόμαστε ότι η βία είναι «της μόδας».