Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
Πολλά στάδια πέρασε η χώρα μας για να καταλήξει στην απελευθέρωσή της από τον ζυγό των τετρακοσίων χρόνων, που τη βάραινε η Οθωμανική αυτοκρατορία. Πολλοί της υπόσχονταν βοήθεια και ιδιαίτερα η τότε Αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη B’ η Μεγάλη (1762-1796) που γρήγορα αθέτησε τη συμφωνία της. Και η Ελλάδα από χώρα σε χώρα πήγαινε και χτυπούσε τις πόρτες αυτοκρατόρων και λογίων ζητούσε βοήθεια ψωμοζητώντας, όπως μας λέει ο ποιητής μας Ανδρέας Κάλβος. Παντού επικρατούσε ο βαθμός του επείγοντος. «Σπεύσατε αδελφοί! Προφθάσετε, προλάβετε. Γλυτώσατέ μας. Έλεος εκλαμπρότατοι! Βοηθήστε μας..!»
Και υπήρχαν ανθρωπονησίδες σωτηρίας στη στεριά και τη θάλασσα, που δεν ανέχονταν την υποταγή στον τούρκικο ζυγό. Και επαναστάτησαν, σήκωσαν τη δική τους σημαία, το δικό τους μπαϊράκι, τη δική τους παντιέρα, εξεγέρθηκαν δυναμικά και βγήκαν στα βουνά, κραδαίνοντας γιαταγάνια και καριοφίλια που έκρυβαν στα σεντούκια, αναζητώντας την ελευθερία. Και χαρακτηρίζονταν οι ομάδες αυτές των «ατίθασων Ελλήνων» από το σχήμα και το χρώμα της σημαίας τους, της παντιέρας τους, που είχαν υψώσει. Άλλες ήταν τριγωνικές, άλλες ορθογώνιες, άλλες τετράγωνες κλπ. Και το χρώμα τους ήταν διαφορετικό. Κίτρινες, κόκκινες, λευκές, κυανίζουσες κλπ. Όλες όμως, μα όλες πλαισιώνονταν από τις εικόνες του σταυρού, της Παναγίας, του Αγίου Γεωργίου, και άλλων αγίων.
Με αυτές ως λάβαρο ήθελαν να δείξουν ότι ζητούσαν τη βοήθειά των αγίων που πίστευαν. Ο μεγάλος οπλαρχηγός του αγώνα του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το είπε: «όταν πήραμε τα όπλα για να ελευθερωθούμε, πρώτα είπαμε υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος». Υπήρχε ακόμη μια διαφοροποίηση στις παντιέρες τους – σημαίες που ύψωσαν. Των νησιών μας, της λεγόμενης Ασπροθάλασσας του Αιγαίου, ήταν χαρακτηριστικές. Οι Ψαριανοί, οι Υδραίοι, οι Σπετσιώτες κλπ. ιδιοκτήτες θαλάσσιων ιστιοφόρων Μιαούλης, Κανάρης κλπ. είχαν σημαίες περισσότερο προσεγμένες και δήλωναν την προέλευσή τους. Πάνω τους -ήταν κυανίζουσες- έφεραν σχήματα: άγκυρες, αλυσίδες, γλαρόπουλα, σταυρούς κλπ.
Της στεριάς πάλι οι σημαίες ήταν ποικίλων χρωμάτων: κίτρινες με το δικέφαλο, που δήλωναν Βυζαντινή αναγέννηση (Κροκ. Κλαδάς), άλλες κόκκινες με μαύρο σταυρό. Η πρώτη επίσημη σημαία υψώθηκε από τον Δημ. Υψηλάντη στο Ιάσιο (1821) και ήταν όμοια με την τρίχρωμη σημαία του Ρήγα: (μαύρο που δήλωνε θάνατο υπέρ πατρίδος, άσπρο που δήλωνε αθωότητα δικαίας αφορμής κατά της τυραννίας, κόκκινο που δήλωνε αυτεξουσιότητα του ελληνικού λαού). Άλλες σημαίες είχαν άσπρο με γαλάζιο σταυρό, που δήλωνε ουρανό και θάλασσα. Οι Μαυρομιχαλαίοι της Μάνης ύψωσαν λευκή σημαία με γαλάζιο σταυρό και με γράμματα στις τέσσερις γωνίες ΙΧΝΚ (Ιησούς Χριστός νικά). Ήταν η λεγόμενη κολοκοτρωνέικη σημαία. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα όπλα κάτω από το παραπέτασμα, προκάλυμμα της ωραίας Πύλης και αυτό έφερε σαν λάβαρο στον αγώνα. Ο Παπαφλέσσας έσχισε το κυανό ράσο του ενώ ο στρατιώτης Κεφάλας έβγαλε από τη φουστανέλλα του δυο «λαγγιόλια» και έρραψε πάνω στο λευκό ύφασμα το σχηματισμένο κυανό σταυρό από το ράσο.
Ο Ανδρέας Λόντος ύψωσε στο Αίγιο επαναστατική κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό, ενώ ο λόρδος Βύρωνας που φιλοξενήθηκε στο σπίτι του τον άκουσε να τραγουδάει τα άσματα υπέρ της ελευθερίας του Ρήγα Βελεστινλή. Ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης με τον Ιερό Λόχο, όταν πέρασε τον Προύθο, παραπόταμο του Δούναβη στη Ρουμανία, κρατούσε λευκή σημαία με γαλάζιο σταυρό. Οι Έλληνες στα διάφορα διαμερίσματα της υπόδουλης χώρας μας αγάπησαν και στόλισαν τη σημαία μας με διάφορες ντόπιες απεικονίσεις, πυρσούς, σπαθιά -σταυρωτά- και φοίνικες (μυθικά πουλιά) κ.ά. Ο Λάμπρος Κατσώνης, όταν είχε καταφύγει στο Πόρτο Κάγιο της Μάνης ύψωσε σημαία τρίχρωμη με οριζόντιες τρεις σειρές – κόκκινη, μαύρη, και κυανή, με καρδιές στη μέση κάθε μιας αντίθετου χρώματος, που δήλωναν με το κόκκινο απέραντη αγάπη προς την πατρίδα, με το μαύρο θυσία για την πατρίδα και με το κυανό ελεύθερο ουρανό με προοπτικές, ενώ κάτω είχε δύο σταυρωτά σύνεργα πολέμου για την πατρίδα και στη μέση τη λεζάντα «Λάμπρος πρίγκηψ της Μάνης ελευθερωτής της Ελλάδος», που προφανώς την κατασκεύασε, όταν ανεξαρτοποιήθηκε από την Αικατερίνη τη Μεγάλη. Γιατί εκείνη είχε συνάψει συνθήκη με την Τουρκία στο Ιάσιο (1792), πράγμα που εξόργισε τον Λάμπρο Κατσώνη, επειδή η κατάσταση στη χώρα μας δεν αναφερόταν στη συνθήκη. Αυτό εκείνος το θεώρησε προδοσία κατά της Ελλάδος.
Και ήταν τότε που αυτός απάντησε στο Ρώσσο στρατηγό Ταμάρα, που τον συμβούλευσε να πάψει τις εχθροπραξίες του ενάντια στους Τούρκους με υπερηφάνεια: «Εάν η αυτοκράτειρα συνομολόγησε ειρήνη, ο Κατσώνης δεν συνομολόγησε ακόμη τη δική του». Και αμέσως ο Κατσώνης δημοσιοποίησε τη διαμαρτυρία του για την εγκατάλειψη της Ελλάδος από τη Ρωσσία με τη λεγόμενη «Φανέρωση». Εκεί ο Κατσώνης παρουσιάζει όλη τη μεγαλοψυχία του και την αγάπη του προς την πατρίδα του. Έκτοτε ο Λάμπρος Κατσώνης χαιρετήθηκε ως λαμπρός ελευθερωτής της Ελλάδος με τον τίτλο του πρίγκηπα της Μάνης από τους Μανιάτες, τον οποίον τίτλο έλαβαν και άλλοι μετά από αυτόν. Αλλά η Μεγάλη Αικατερίνη ή «η Αθηνά της Αρκούδας», όπως την αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες, είχε ψυχρανθεί με τη στάση των Ελλήνων (Κατσώνης) πράγμα που κατανόησε και εκτίμησε στους Έλληνες ο διάδοχός της Παύλος ο Α’ (1796). Και αναγνώρισε στον Κατσώνη ένα σπουδαίο και μεγάλο ηγέτη.
Αλλά και στο Μαρούσι για πολλά χρόνια υπήρχε κατά τις εθνικές επετείους η λευκή σημαία με τον κυανό σταυρό στο κέντρο. Μια μαρτυρία έχουμε από το διάσημο Δανό συγγραφέα και μεγάλο παραμυθογράφο της παιδικής μας ηλικίας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που είδε τη σημαία αυτή ως περιηγητής ερχόμενος στο Μαρούσι. Γράφει: «Στις 6 Απριλίου (1841) είναι η γιορτή της απελευθέρωσης των Ελλήνων. Εκείνη την ημέρα άρχισε η επανάσταση. Φέτος ήμουν στην Αθήνα σ’ αυτή τη γιορτή. Η μέρα ήταν χαρά θεού. Κανένα σύννεφο στον ουρανό, κανένας κρύος άνεμος απ’ τα βουνά. Η στρατιωτική μουσική ηχούσε από την αυγή στους δρόμους. Έτρεχαν όμορφα Ελληνόπουλα, φορώντας άσπρες φουστανέλλες και κόκκινα γιλέκα.
Ύστερα από το γεύμα πήγαμε καβάλα με τους συμπατριώτες μου, τον καθηγητή Ross, τον Kappen, τους αδελφούς Hansen και άλλους φίλους προς τα βουνά για να δούμε το πανηγύρι σ’ ένα απ’ τα κοντινά χωριά, ακολουθώντας ένα στενό μονοπάτι προς το χωριό Μαρούσι. Τα φτωχά πήλινα καλύβια με τους ασβεστωμένους τοίχους και τους καρπερούς κήπους είναι πολύ χαριτωμένα. Όλοι οι κάτοικοι κάθονται στο δρόμο, που ήταν τόσο στενός, ώστε έπρεπε να μπουν μέσα στα σπίτια, για να περάσουν τα άλογά μας.
Μπροστά στην εκκλησία είχαν στήσει τη σημαία της λευτεριάς. Ήταν άσπρη με ένα γαλάζιο σταυρό».
Τέτοια σημαία χρησιμοποίησαν και οι Αθμονείς κατά τον εννιάχρονο απελευθερωτικό τους αγώνα στην πολιορκία της Ακρόπολης και σε άλλες πολεμικές τους επιχειρήσεις. Αυτόν τον τύπο σημαίας είχε και ο ελευθερωτής της Αττικής Γεώργιος Καραϊσκάκης. Και εμείς βλέπουμε τέτοια σημαία μόνο, όταν γιορτάζουμε τη μνήμη των αγωνιστών του 1821, που τελείται στις 25 Μαρτίου στην Παναγία του Μαρουσιού.
Η καθιέρωση της γαλανόλευκης σημαίας μας με χρώμα κυανό (γαλάζιο) και λευκό έγινε από την Α’ Εθνική Συνέλευση (Ιανουάριος 1822) στην Επίδαυρο.
Η σημαία ξηράς αποτελέστηκε από τετράγωνο κυανό (γαλάζιο) ύφασμα, που διαχωρίζεται σε τέσσερα τμήματα από λευκό σταυρό και η σημαία της θάλασσας από ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που αποτελείται από πέντε κυανές ταινίες ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται τέσσερις λευκές με τη σημασία των συλλαβών ε-λευ-θε-ρί-α – ή – θά-να-τος και αφήνουν στο επάνω μέρος γωνία εσωτερική κυανή, που διαχωρίζεται σε τέσσερα, από λευκό σταυρό. Με σειρές άλλων διαταγμάτων καθορίστηκαν διάφοροι τύποι σημαιών πάντα όμως γαλανόλευκων, που δηλώνουν την πίστη του λαού μας στο σταυρό που υψώνεται και στον ιστό, με το κυανό χρώμα τον ουρανό μας και τη θάλασσά μας και με το λευκό χρώμα την αγνότητα των προθέσεών μας στους αγώνες μας κατά της τυραννίας. Μερικές σημαίες μας αποτυπώνουν επίσης και την εικόνα του αγίου προστάτη στις στρατιωτικές και ενίοτε πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Ανάβρυτα, 2019 Μάρτιος