Γράφει ο Γεώργιος Γενετζάκης, φιλόλογος στο Χαλάνδρι
Με αφορμή την παρακάτω δήλωση της φωτισμένης καθηγήτριας Ιστορίας του ΕΚΠΑ, Μαρίας Ευθυμίου, σε συνέντευξή της στην τηλεοπτική εκπομπή «Στούντιο 4» στις 18 Ιουνίου: «8 στα 10 παιδιά ήταν ξυπόλυτα χειμώνα – καλοκαίρι στα παιδικά μου χρόνια και αυτό ήταν κανονικότητα. Σήμερα οι ντουλάπες μας στενάζουν από παπούτσια!», θα ήθελα να κάνω μία αναδρομή σε μερικές από τις αρνητικές συνθήκες του προηγούμενου αιώνα- ασύλληπτες για τους κάτω των 40 ετών- ως ευκαιρία στοχασμού και εξαγωγής συμπερασμάτων.
Σε πάρα πολλά χωριά της Ελλάδας μας πριν από 70-80 χρόνια οι μαθητές περπατούσαν αρκετά χιλιόμετρα καθημερινά, για να πάνε στο σχολείο. Οι περισσότεροι μάλιστα υποχρεώνονταν να φέρουν το χειμώνα από ένα κούτσουρο για τη λειτουργία της σόμπας στην αίθουσα διδασκαλίας. Τα ρούχα των παιδιών ήταν μπαλωμένα, όχι από μόδα αλλά από φτώχεια. Η θέρμανση στα σπίτια περιοριζόταν σε ένα δωμάτιο. Η τουαλέτα βρισκόταν κατά κανόνα εκτός του κυρίως σπιτιού. Πολλά χωριά στην πατρίδα μας δεν είχαν ρεύμα και ηλεκτροδοτήθηκαν στη δεκαετία του ‘60. Οι μετακινήσεις στο οδικό μας δίκτυο απαιτούσαν διπλάσιο έως και τριπλάσιο χρόνο από το σημερινό. Να θυμηθούμε επίσης το «Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων» (επίσημη διαβεβαίωση κρατικού φορέα ότι δεν είσαι αριστερός), χωρίς το οποίο δεν μπορούσε να εργαστεί κάποιος στο δημόσιο ή δεν εγγραφόταν στο Πανεπιστήμιο, δεν αποκτούσε άδεια οδήγησης και άλλα πολλά απίστευτα.
Οι παραπάνω πληροφορίες δε παρουσιάζονται, για να μειώσουν τη σοβαρότητα των σύγχρονων προβλημάτων που σίγουρα υπάρχουν και λογχίζουν την καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε τα βήματα προόδου που έχουν συντελεστεί στα διακόσια τρία χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αλλοίμονο, εάν σταματήσουμε την πρόοδο και αρκεστούμε στα όσα έχουμε πετύχει.
Εάν όμως ξεχνάμε τις δυσκολίες του παρελθόντος, δεν εκτιμάμε σωστά το παρόν. Σχηματίζουμε εσφαλμένη αντίληψη για την προέλευση των σημερινών ανέσεων, οι οποίες δεν είναι κάτι το αυτονόητο, αλλά προϊόν αγώνων και συστηματικών προσπαθειών των προηγούμενων γενεών. Οτιδήποτε θετικό δεν μας χαρίστηκε ως δώρο, αντίθετα επιτεύχθηκε με πολλές θυσίες, αγώνες, ψυχικό κόπο και πολλές απώλειες, κυρίως ανθρώπινων ζωών. Παράλληλα, αναλογιζόμενοι το παρελθόν διδασκόμαστε την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας και συγχρόνως γινόμαστε αισιόδοξοι για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων.
Γνωρίζοντας τις δυσκολίες του παρελθόντος, συνειδητοποιούμε την αξία της συνεργασίας, τη ματαιότητα τού να στεκόμαστε στις διαφορές μας, την αγριότητα του εμφυλίου πολέμου, την αναγκαιότητα της ανεκτικότητας, την αξία της ατομικής και συλλογικής δράσης. Συγκρίνοντας το παρελθόν με το παρόν, αντλούμε δύναμη για την αντιμετώπιση των συγχρόνων προβλημάτων και κυρίως δεν απογοητευόμαστε. Οι απαισιόδοξες για το μέλλον της Ελλάδας φράσεις που συχνά ακούγονται, π.χ. «στην Ελλάδα τίποτε δεν αλλάζει», ελέγχονται ως ανακριβείς και στερούνται αλήθειας, εάν κανείς υπολογίσει την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε πάρα πολλούς τομείς της ελληνικής κοινωνίας.
Έχουμε φτάσει ατυχώς στο σημείο να ιδεολογικοποιήσουμε τη γκρίνια και την απαισιοδοξία ως εθνικό σπορ, να εστιάζουμε το λόγο μας συστηματικά στα αρνητικά της κοινωνίας μας, αρνούμενοι να παραδεχτούμε τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα από την έναρξη της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους (1831). Στεκόμαστε συχνά στις ελλείψεις και δεν παραδεχόμαστε την αδιαμφισβήτητη – τεκμηριωμένη με αριθμητικά δεδομένα- συντελεσθείσα πρόοδο των δύο αιώνων της κοινωνίας μας. Προβάλλουμε συνήθως τα αρνητικά, βλέπουμε παντού και μόνο προβλήματα. Διακρινόμαστε από μία συνεχή κατήφεια για την κατάσταση της πατρίδας μας και χάνουμε την ελπίδα- στοιχείο που αποτυπώθηκε μαζί με άλλα στην τεράστια αποχή στις πρόσφατες Ευρωεκλογές.
Αναμφισβήτητα, η συγκροτημένη κριτική είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη βελτίωση της κοινωνίας, για την αντιμετώπιση των νέων προβλημάτων-άγνωστων σε μεγάλο βαθμό στις προηγούμενες γενιές. Όμως είμαστε υποχρεωμένοι να διδάξουμε στη νέα γενιά ότι ο τόπος μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω, όπως ακριβώς βελτιώνεται στα 193 χρόνια του ανεξάρτητου βίου μας. Δεν έχει χαθεί η ελπίδα. Η ιστορία διδάσκει τη δυνατότητα βελτίωσης.