Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλόλογων
Η ευσέβεια είναι η πρώτη
απ’ όλες τις αρετές
(Όμηρος)
Oποιαδήποτε ώρα σε οδηγήσουν τα βήματά σου στην όμορφη βυζαντινή εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μαρούσι, θα αισθανθείς μια ανεξήγητη εσώτερη ανάσα πίστης και ανάτασης ενός υπέρλαμπρου κάλλους μιας αναζωπύρωσης βούλησης πηγαίου συναισθήματος αποθέματος δύναμης. Ο ναός βρίσκεται στην πρότερή του ομορφιά μετά την αποκατάσταση των θαυμάσιων τοιχογραφιών – αγιογραφιών της ναζαρηνής του τεχνοτροπίας.
Αισθάνεσαι τόσο πλούσιος πνευματικά, αντιλαμβάνεσαι ότι ζεις μέσα σε μια ζωντανή απλότητα υποδοχής, ώστε η είσοδός σου στο ναό να σηματοδοτείται από μια δύναμη παρόρμησης να προσέξεις όλες τις λεπτομέρειες των εικονιζόμενων αγίων.
Στο θέαμα του ναού μαγεύεται ο προσκυνητής από το θέλγητρο της πνευματικότητας. Το δύο μεγάλα συναισθήματα της καρδιάς αναζωπυρώνονται και καθηλώνονται. Διακατέχεται από την προγονική παραδοσιακή αγάπη προς την ιδιαίτερη πατρίδα του και τη Θρησκεία. Κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί αυτά τα δύο τόσο, όσο εκείνος από τον οποίο έχουν λείψει. Και αυτά τα δύο άμεσα συνδέονται με την υπέρτατη αγάπη του.
Ο υπεραιωνόβιος ναός της Κοιμήσεως της Παναγίας συνδέθηκε με την απέραντη πίστη του μαρουσιώτικου λαού. Ζυμώθηκε άλλοτε με τις μικρές και άλλοτε μέτριες συνεισφορές των πιστών ορθοδόξων, που λαχταρούσαν να δουν την παλαιά τους μικρή εκκλησία της Παναγίας μέσα στα φυλλώματα των καλαμιών και των σκίνων να υψώνεται πανομοιότυπη με την παλαιά και με κωδωνοστάσιο – πυργίσκο της εκκλησίας βόρεια σε σχέδιο του αείμνηστου καθηγητή μου της Χριστιανικής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας Αναστασίου Ορλάνδου. Το κωδωνοστάσιο αυτό θα φορτωθεί τις τεράστιες καμπάνες παραγγελίες στο εξωτερικό και εκείνη την τεράστια με το βαρύ ήχο, που ακουγόταν όταν φυσούσε -Μωραΐτης μέχρι τη Μεντέλη- και που ο χαλκός της έσκασε στη μεγάλη χαρά της νίκης του 1940, όταν τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν την Κορυτσά. Και ο ήχος της καμπάνας εκείνης, ένας βαθύς ήχος αναστεναγμού ιδιαίτερα της Μεγάλης Παρασκευής, συγκλόνιζε με το βαθύφωνο άκουσμα. (Σημειώνω εδώ ότι η άνοδος στο καμπαναριό γίνεται με μαρμάρινη κλίμακα, που συνδέεται με το γυναικωνίτη της εκκλησίας ενώ από εκεί και πάνω μέχρι το καμπαναριό υπάρχει σιδερένια σκάλα για μεγαλύτερη ελαφρότητα και ασφάλεια του κτηρίου.
Η Ναζαρηνή Τέχνη εσωτερικά ακτινοβολεί με τη λαμπρότητα των εικονιζομένων αγίων. Η τοποθέτησή τους -αγιογράφηση- στο ναό έχει τη θέση τους, που δεν είναι τυχαία. Ο διάσημος καλλιτέχνης αγιογράφος Σπυρίδων Χατζηγιαννόπουλος (1832-1905) ακολούθησε πιστά την αγιολογική τοποθέτησή τους στην τέχνη.
Σημειώνω ακόμη πως η τέχνη αυτή η ναζαρηνή ονομάστηκε έτσι από τους Ναζαρηνούς ζωγράφους, που εκείνοι στις προσευχές τους ανέφεραν συχνά το όνομα του Ναζωραίου και στις εκδηλώσεις τους είχαν κοινοβιακή οργάνωση και ζούσαν στο ερειπωμένο από τον Ναπολέοντα (1810) μοναστήρι του Αγίου Ισιδώρου στην Αυστρία.
Η Ναζαρηνή είναι τεχνοτροπία (αγιογραφία) που σκηνογραφεί σε τρισδιάστατη μορφή (ύψος – βάθος – πλάτος) δραματικές εντάσεις στους αγώνες των αγαθών, που είναι πρόσωπα συμμετέχοντα στη ζωή, δεν είναι μακριά από αυτήν, με σκοπό να προκαλέσει συγκίνηση, χαρά, συμπάθεια, συμπόνια μέσα στο μεγαλείο της ζωής είτε αυτή ήταν ασκητισμός ή βίωση σε ανάκτορο ή ατένιζε σε ταπεινούς ορίζοντες. Κυριαρχεί έντονα το συναίσθημα. Η διαπίστωση αυτή πηγάζει από το έξοχο τέμπλο του ναού με την εφέστια εικόνα της Κοίμησης, της Παναγίας του Χριστού, του Αγίου Ιωάννου, τις αριστοτεχνικές εικόνες του δωδεκάορτου, τη δυνατή σε έμπνευση παρουσία και κίνηση του Αποστόλου Παύλου και των ακροατών του στον Άρειο Πάγο κ.ά. Προπάντων όμως δεσπόζει στο εικονοστάσι η παλαιοτάτη εικόνα Ρόδον το Αμάραντον.
Οι τοιχογραφίες προσπαθούν να μας διατυπώσουν το άρρητο και να το εικονίσουν, επιδιώκουν να μεταβάλουν την πίστη σε συναίσθημα. Δίνουν δύναμη και κουράγιο. Ο πιστός από θεατής βλέποντας τις εικόνες μεταβάλλεται σε ενεργό πρόσωπο δράσης. Οι ουράνιες μορφές στέκονται πάνω σε υλικά σύννεφα. Η κίνηση, η στάση στην πολυπρόσωπη σύνθεση της Κοίμησης στο τέμπλο, η σύναξη των Αποστόλων, η Γέννηση, η Βάπτιση, η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα κ.ά. θυμίζουν καθημερινές συναλλαγές και συνάξεις κοινών ανθρώπων που τους αγγίζουμε σήμερα. Η Ναζαρηνή Τέχνη οδηγεί στην εκκοσμίκευση. Η τρισδιάστατη μορφή της εξανθρωπίζει το Θεό, που γίνεται τόσο ορατός τόσο προσεγγίσιμος. Αλλά σταθείτε και προσέξτε τη στάση του Αγγέλου πάνω στον αριστερό κίονα του τέμπλου που στηρίζει τον τρούλο καθώς και το δεξιό επίσης που εικονίζεται η Παναγία. Προσέξτε, είναι σπάνια αγιογραφία, η Παναγία έχει αντιληφθεί και το δείχνει από την άψογη στάση της, ότι ενσαρκώνει το Θεό «ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» (Λουκάς 37-42).
Στο Μαρούσι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας έδρασε ο αγιογράφος ιερέας Δημήτριος (1622). Όμως αμέσως μετά την Τουρκοκρατία νέο δρόμο χάραξε ο αγιογράφος Κ. Φανέλλης (1791-1813), τον οποίον ακολούθησαν ο Λουδοβίκος Θείρσιος (1825-1909), ο Σπυρίδων Χατζηγιαννόπουλος (1832-1905) και ο Κωνσταντίνος Αρτέμιος (1878-1922). Ο Χατζηγιαννόπουλος βέβαια μαθήτευσε και εμπνεύστηκε και από την Αθωνική ζωγραφική.
Η Ναζαρηνή αγιογραφία κάλυψε τρεις γενεές ζωγράφων έως ότου ο Αγήνωρ Αστεριάδης, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Φώτης Κόντογλου και οι Μαρουσιώτες Δημήτριος Αντωνόπουλος και Κατερίνα Γεωργίου (Αλημαλά) ζωγράφισαν εύστοχα βυζαντινές αγιογραφίες επιστρέφοντας στον πλούτο της Κρηνίρροης παράδοσής μας. Και οι δυο Αμαρουσιώτες Δημήτρης Αντωνόπουλος-ατυχώς ταξίδευσε πολύ νέος, πολύκλαυτος για τα νησιά των Μακαρίων και στερηθήκαμε πολύ από το έργο του-, και η εξαίρετη ζωγράφος αγιογράφος Κατερίνα Γεωργίου που εργάζεται αθόρυβα προσφέρει το υπέροχο έργο της.
Πριν αρκετά χρόνια συνάντησα τον Δημήτριο Αντωνόπουλο στο πρωινό λεωφορείο Αθηνών – Μεγαλόπολης μέσα σε μια νύχτα καιρικού χιονιά στα Αγιοργίτικα Τριπόλεως, να πηγαίνει για αγιογράφηση ναού στην κωμόπολη -εγώ ταξίδευα για το Γυμνάσιο Ελληνικού Γορτυνίας- όπου είχα τοποθετηθεί γυμνασιάρχης και είχαμε τόσο δρόμο και χιόνι μπροστά μας. Την κ. Κατερίνα Γεωργίου της παλαιότερης και πρώτης οικογένειας του Αμαρουσίου τη συνάντησα σε περίτρανη παρουσία – έκθεση του έργου της στο Δημαρχείο Αμαρουσίου με ένα περίτεχνο και πολύ κατατοπιστικό προβάδισμα αγιογραφίας.
Το Μαρούσι στάθηκε και σ’ αυτόν τον τομέα πρωτοπόρο. Σ’ αυτό λατρεύτηκε -παλαιότερα στο Άθμονο- η Αμαρυσία Άρτεμις με λαμπρό βωμό, σ’ αυτό λατρεύεται σε μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό με ναζαρηνή τέχνη η Μαρουσιώτισσα Παναγία.
Το Άθμονο είναι επιτέλους ζωντανό. Ζει στους δοξαστικούς ύμνους της Παναγίας της Μαρουσιώτισσας «Αθμονέων η πόλις γεραρόν περιτείχισμα εύρε σε Πανάχραντε Κόρη».
Ζει μέσα στις καρδιές μας, όλων όσων θα έχουν την έμπραχτη ευκαιρία να αποθέσουν στη χάρη της τις ευχαριστίες τους με την παρουσία τους στη γιορτή της να αφήσουν ένα αναμμένο κερί στη χάρη Της και να προσκυνήσουν την πάνσεπτη εικόνα Της «Ρόδον το Αμάραντον».
Αλλά και οι ψυχές της Επιτροπείας του ιερού ναού του Γεωργίου Χαιμαντά (1886) θα αγάλλονται, όταν βλέπουν από τα ιερά σκηνώματα του ουρανού ότι το έξοχο αρχιτεκτόνημά τους – οι Μαρουσιώτες επεδίωκαν πάντα να βρίσκουν καλούς τεχνίτες πρωτοπόρους και με τη ναζαρηνή αγιογραφία-. Αυτή πραγματοποιήθηκε από το υστέρημά τους. Και τώρα λαμπρύνεται και πάλι μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1999 με την επίμονη συμβολή του φιλότεχνου εμπνευσμένου αιδεσιμολογιωτάτου ιερέα πατρός Χρήστου Μαρούδα και των αιδεσιμολογιωτάτων συλλειτουργών με βαθιά πίστη πατέρων. Τιμή και κλέος στους Αμαρουσιώτες, που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση του έργου «σε δόξα των αιώνων και του Θεού, τα ονόματα των οποίων «Κύριος οίδε» και ημείς μνημονεύομεν.