Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης, μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» και της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών.
Είναι αλήθεια πως το ζήτημα το οποίο καλείται να ασχοληθεί το συγκεκριμένο εντελώς συνοπτικό και γενικόλογο άρθρο γνώμης, αποτελεί ένα κοινό, το κοινότατο ίσως ταμπού. Η νεκροφιλία αποτελεί πράξη απεχθή για τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που μας περιζώνει και φυσικά θεωρείται ως μια έκνομη συμπεριφορά ηθικώς και πόσο μάλλον νομικώς, αλλά πρωτίστως για τον υποφαινόμενο ηθικώς. Τυπικά ορίζεται ως η (σαρκική) ασέλγεια απέναντι σε έναν νεκρό και η σκέψη της και μόνον, κάνει τους περισσότερους να αποστρέφουν την κεφαλή προς άλλο σημείο του ορίζοντα.
Συνθέτοντας τη νέα μου ποιητική εργασία, «ΣΚΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΟΣ», η οποία θέλησα να είναι ομόηχη ως τίτλος με τον εμβληματικότερο τίτλο που διάβασα ποτέ σε ποιητική συλλογή, την «ΗΧΩ ΣΤΟ ΧΑΟΣ» της Πολυδούρη, την οποία αφιερώνω αποκλειστικά στον «άρχοντα του τρόμου», Αμερικανό ποιητή και πεζογράφο Ένγκαρ Άλαν Πόε και ξαναδιαβάζοντάς τον τώρα σε μια μέση ηλικία (άραγε πώς χαρακτηρίζει κάποιος τη μέση ηλικία ως μέση ηλικία, μιας και δεν γνωρίζει κανείς το πότε θα πεθάνει;), συνειδητοποιώ πως το γενικότερο αίσθημα του τρόμου και της ενίοτε νεκροφιλικής διάθεσης, διαπνέει οχι μόνον τον Πόε αλλά και όλη την Βικτωριανή εποχή όπου εκείνος έζησε και έδρασε… Θαρρείς πως αυτό το διάστημα ο Πόε ξανάρθε από τον κόσμο των σκιών, μου κράτησε το χέρι και μου έδειξε ένα κομμάτι της εποχής του και εγώ ως αντίδωρο τού έγραψα αυτά τα δεκατρία νέα ποιήματα.
Post Mortem Photography
Στη μακρινή εκείνη εποχή συνηθιζόταν από όποιον μπορούσε να το πράξει οικονομικώς και ως διάθεση, μιας και η φωτογραφία αποτελούσε τότε μια νεότατη ακόμη τεχνολογία, το να φωτογραφίζονται οι νεκροί δίπλα στους συγγενείς τους ή και μόνοι και ορισμένες φορές με διάφορες τεχνικές να στηρίζονταν τα πτώματα με ειδικούς τρόπους ώστε να δείχνουν ζωντανοί. Πρακτικές όπου σήμερα θεωρούνται αποτρόπαιες και φρικώδεις, τότε ήταν κάτι εντελώς συνηθισμένο ή προκειμένου να μην είμαι αφοριστικός, αρκετά συνηθισμένο.
Φανταστείτε δε πως για πολλούς νεκρούς, αυτή η μοναδική φωτογραφία του πτώματός τους, υπήρξε και η μοναδική της ζωής τους η οποία όμως πάρθηκε… μετά θάνατον.
Σήμερα, κάποιος που διαβάζει αυτές τις γραμμές, θα τολμήσει να ρωτήσει: «Μα τι είναι όλα τούτα;» Κι όμως, εκείνη τη μακρινή εποχή, η φωτογραφία που σήμερα θεωρείται ένα τίποτα, ήταν ίσως η έξοδος από την ανυπαρξία, αν όχι για τον ίδιο τον νεκρό, πάντως σίγουρα για τους οικείους του ή καλύτερα η διατήρηση σε κάποιο βαθμό της ύπαρξής του, του γεγονότος πως κάποτε υπήρξε ανάμεσά μας / τους.
Δεν διαπνέει λοιπόν μόνον τη λογοτεχνία (κυρίως του εξωτερικού) αυτή η νεκροφιλική διάθεση, αλλά μια ολάκερη κοινωνία του τότε. Σήμερα δε, στον αιώνα του απόλυτου υλισμού όπου η φωτογραφία είναι κάτι που ο καθένας μπορεί να έχει στη διάθεσή του εξαιρετικά εύκολα, σε μια κοινωνία η οποία φοβάται τόσο το να ζήσει όσο και το να πεθάνει και που θεωρεί τη ζωή δεδομένη και τον θάνατο ως ένα μακρινό απώτατο αποτρόπαιο μέλλον, όλα τούτα τα τόσο στο παρελθόν της ανθρώπινης ιστορίας χρονικά, μας μοιάζουν αδιανόητα και εντελώς απαράδεκτα. Μας μοιάζουν αλλόκοσμα. Κι όμως αυτός ο κόσμος υπήρξε κάποια στιγμή, ακόμη και αν σήμερα μνημονεύεται από ελάχιστους, για λόγους ευνόητους.
Ορισμένα λοιπόν διαβάσματά μου, καθώς και η μελέτη μιας παλιότερης εποχής, με ώθησαν στο να αρχίσω να σκέπτομαι το γιατί. Να εντρυφήσω ακριβώς σε αυτό το γιατί. Το γιατί κάποιος να θέλει να φωτογραφηθεί με έναν νεκρό. Να θέλει να διαβάσει ή να παρακολουθήσει μια εκπομπή για φαντάσματα, νεκρούς, βρυκόλακες, το περίφημο «μετά», το επέκεινα της ύπαρξης, ή να παρακολουθήσει τις θεματολογικά σχετικές ταινίες. Τι είναι αυτό που ωθεί το εσώτερο εγώ μας προς μιαν τέτοια (αποκλίνουσα για τα σημερινά δεδομένα, αλλά δεδομένη σχεδόν κάποτε, και ποιός ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον) ατομική και κοινωνική συμπεριφορά;
Και η απάντηση κατά την προσωπική μου άποψη, την οποία πάντοτε πρωτίστως και ευθαρσώς καταθέτω, είναι πως το εσώτερο εγώ μας τρέφεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ένστικτο το οποίο ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα πλάσματα τα οποία έχουν συνείδηση του εαυτού και της ύπαρξής τους, με τη μόνη διαφορά πως στον άνθρωπο ανατροφοδοτείται διαρκώς, διότι ο άνθρωπος ως φύση, ως νοήμων φύση, γράφει, σκέπτεται και αναλύει τη ζωή σε βαθμό εξαιρετικά πολύπλοκο, διότι με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί αενάως και αιωνίως να την κατανοήσει, δίχως ποτέ του να το καταφέρνει επαρκώς.
Η φωτογράφιση με κάποιον προσφάτως εκλιπόντα νεκρό, η αναφορά στη νοσταλγία του τάφου που ίσως μοιάζει ενδόμυχα με τη νοσταλγία για την πηγή της ύπαρξής μας, το πουθενά που προυπήρχε του τώρα της ύπαρξης μας του «εγώ», τα διάφορα «φαντάσματά» μας, που δεν είναι άλλα από τα γεννήματα του υπετροφικού μας εγώ, δεν είναι άλλο τίποτε από μια διαφορετική (αποκλίνουσα θα την έλεγε κάποιος θιασώτης του πολιτικώς ορθού) έκφραση αυτού ακριβώς του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης.
Ο άνθρωπος τρέμει εμπρός στην ιδέα της ανυπαρξίας όταν πεθάνει. Φοβάται σφόδρα, ως φυγόπονος φύση, το επέκεινα, την αλλαγή της συνειδητότητας του, το «ξεβόλεμα» του θανάτου, το να καταστεί κάποια μέρα παρελθόν το οποίο δεν θα θυμάται πλέον κανείς. Ως εκ τούτου, προσπαθεί να διατηρήσει γύρω του την ψευδαίσθηση της ζωής ακόμη και ανθρώπων που πλέον δεν βρίσκονται πια στη ζωή.
Κάποτε μπορεί περισσότερο ανοικτά ως λόγου χάριν με το κοινωνικό φαινόμενο που προανέφερα την post mortem photography, «μεταθανάτιας φωτογραφίας» των μέσων του 19ου αιώνα και άλλοτε πιο κρυφά, πιο αδιόρατα, όπως όλες αυτές οι ιστορίες που σκαρώνουμε εμείς όσοι γράφουμε για όσους θέλουν να μας δουν, να μας ακούσουν και να μας διαβάσουν, όπως κάποτε γύρω από τη ζεστή γωνιά του τζακιού στο χωριό μια γιαγιά κι ένας παππούς συνήθιζαν να λένε ιστορίες. Γιατί τι διαφορετικό είμαστε όλοι εμείς οι γραφιάδες από ανθρώπους που λένε ιστορίες στους άλλους;
Αυτές οι ιστορίες λοιπόν στη λογοτεχνία, οι ιστορίες τρόμου, η νεκροφιλική, ερασιθάνατος προσέγγιση πέρα από το οτι χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς ώστε να διαφέρουν από τη νόρμα και το «φυσιολογικό», η καταθλιπτική διάθεση, η έντονη μελαγχολία, θεωρώ πως αποτελούν μαζί με το άλλο δίπολό τους, το ερωτικό στοιχείο, τις δύο βασικές πηγές έμπνευσης που αρέσουν στον δέκτη, αναγνώστη, θεατή, ακροατή.
Και είναι εδώ σε τούτο ακριβώς το σημείο όπου ο πομπός – συγγραφέας, ποιητής και ο δέκτης, οι δύο αυτές ψυχοσυνθέσεις αλληλοδιαπλέκονται, βρίσκουν τον κοινό τους παρνομαστή, κλείνουν αυτό το ψυχοσυνθετικό κύκλωμα στην εντέλεια.
Τελικά, μας αρέσει να αναφερόμαστε στους νεκρούς ως «εις το επέκεινα» οντότητες που μπορεί και να υπάρχουν, μόνον και μόνον για έναν σταθερό ως ο ήλιος που ανατέλλει κάθε πρωί λόγο. Γιατί διαμέσου αυτής της αναφοράς, συντηρούμε για όσο και όπως αυτό είναι δυνατόν, το εγώ μας, την ελπίδα οτι συνεχίζουμε να υπάρχουμε -είτε εμείς είτε οι αγαπημένοι μας- σε κάποιο άλλο κομμάτι του σύμπαντος, σε κάποιο άλλο μέρος το οποίο δεν μπορούν να συλλάβουν οι πεπερασμένες μας πέντε (προς το παρόν) αισθήσεις.
Για ακόμη μια φορά εμπλέκεται εδώ λοιπόν το δικό μας, το κατάδικό μας εγώ και μόνον μιας και θεωρούμε πως γύρω από την ύπαρξη μας σφυρηλατείται και υπάρχει όλο το σύμπαν. Ακόμη μια λάθος θεώρηση για το πώς λειτουργεί ο κόσμος, μια θεώρηση που μας βολεύει ως ψυχοσύνθεση πάντα.
Αρέσει τελικά σε όλους μας αυτό το παιχνίδι, όσο και αν προσποιούμεθα ότι το σιχαινόμεθα, ότι μας απωθεί. Αυτή η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση της ζωής και του θανάτου, εμπρός στα μάτια μας, τα αυτιά και την ψυχή μας. Και μας αρέσει διότι -ως προείπα- μας προσδίδει ψυχικά την ελπίδα, μιας και πιστεύουμε πως αν πιστέψουμε στη μετά θάνατον ύπαρξη, θα μπορούμε εφόσον ισχύει αυτό για τους άλλους, να θεωρήσουμε ότι ισχύει το ίδιο και για εμάς.
Και η ελπίδα (για να προβώ και σε ένα κάποιου είδους λογοπαίγνιο το οποίο ταιριάζει στην περίσταση), πεθαίνει πάντοτε τελευταία.
Αν πεθαίνει τελικά…