Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της καθημερινής Αμαρυσίας – Ηράκλειο – Νέα Ιωνία – Νέα Φιλαδέλφεια/Νέα Χαλκηδόνα της Τρίτης 19-10-21
Πριν από αρκετό καιρό, σε ένα οικογενειακό τραπέζι, με αφορμή μια ερώτηση του εννιάχρονου ανιψιού μου, ο πατέρας μου άρχισε να αναπολεί ιστορίες από τα δικά του μαθητικά χρόνια. Παιδί φτωχικής αγροτικής οικογένειας, προσφύγων από τη Μικρασία, αυτός και τα αδέρφια του περπατούσαν καθημερινά χιλιόμετρα από το μικρό χωριό τους στη Νέα Έφεσο Πιερίας για να φτάσουν στο σχολείο τους. Την ιστορία αυτή την έχω ακούσει άπειρες φορές. Μικρός ήμουν κι εγώ, όταν πολλά χρόνια πριν, σε μια από τις σπάνιες επισκέψεις μας στον τόπο όπου γεννήθηκε, μας έκανε μαζί με τον αδερφό μου ξενάγηση στα πέριξ του χωριού. Από τα πιο εντυπωσιακά που θυμάμαι να μας δείχνει ήταν το ποτάμι που περνούσε σχεδόν μέσα από το χωριό, το οποίο διέσχιζαν καθημερινά για να πάρουν το δρόμο για το σχολείο. Το χειμώνα, όμως, αυτό ήταν δύσκολο και πολλές φορές επικίνδυνο, αφού τα νερά του ποταμού φούσκωναν και το να τον διασχίσει κάποιος, πόσο μάλλον ένα παιδί, ήταν το λιγότερο απονενοημένο.
Αυτή η ιστορία, συνειρμικά μου ήρθε στο μυαλό την περασμένη Πέμπτη, όταν έβλεπα στο διαδίκτυο το βίντεο των μαθητών από το Λύκειο της Νέας Φιλαδέλφειας που έφτιαξαν μια αυτοσχέδια γέφυρα από θρανία, προκειμένου να σωθούν από τα νερά της κακοκαιρίας «Μπάλλος», που είχαν πλημμυρίσει το κοντέινερ που κάνουν μάθημα. Σκέφτηκα, προσπαθώντας να το δω και με λίγο χιούμορ, «να, αυτή είναι μια ιστορία που θα διηγούνται αυτά τα παιδιά κάποτε στα δικά τους εγγόνια».
Όμως, το χιούμορ κόπηκε σχεδόν αυτοστιγμεί. Ο πατέρας μου διέσχιζε τα ορμητικά νερά του ποταμού σε ένα χωριό της Πιερίας τη δεκαετία του ’50. Λίγο πολύ, ήταν συνθήκες που συμβάδιζαν με την κατάσταση της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το να κάνουν μαθητές μάθημα σε κοντέινερ και να κινδυνεύουν να πνιγούν μέσα σε αυτό εν έτει 2021, μόνο για χιούμορ δεν προσφέρεται. Όταν, μάλιστα, μιλάμε για ένα κοντέινερ που έχει τοποθετηθεί «προσωρινά» και αυτό το προσωρινό έχει ξεπεράσει τη δεκαετία, τότε μπορούμε χωρίς τύψεις να μιλάμε για δικαιολογημένο θυμό μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων που ξέσπασαν μετά το συμβάν.
Ουδείς μπορεί να τους κατηγορήσει, ουδείς μπορεί να θεωρήσει υπερβολική την αγανάκτηση. Και, βεβαίως, ουδείς μπορεί να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό του με φθηνές δικαιολογίες.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Κανένας Δήμος δεν έχει την δυνατότητα να χτίσει καινούριες σχολικές μονάδες, ούτε καν πρόσθετες πτέρυγες σε ήδη υπάρχουσες δομές. Την ευθύνη γι’ αυτό έχει αποκλειστικά η Κτ.Υπ. που αποφασίζει αν και πότε θα πραγματοποιηθούν τα συγκεκριμένα έργα. Ο Δήμος, ωστόσο, έχει – και οφείλει να την εξαντλήσει – τη δυνατότητα να πιέσει, να ζητήσει, στην ανάγκη πια και υπό το ειδικό βάρος των συγκλονιστικών εικόνων που είδαμε τις προηγούμενες μέρες, να απαιτήσει να προχωρήσουν έργα.
Έχοντας διανύσει σχεδόν το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, δεν νοείται να βλέπουμε τέτοιες εικόνες σε μια χώρα που θέλει να λέγεται «ευρωπαϊκή» και «πολιτισμένη». Και, βεβαίως, δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο σημείο να κινδυνεύσουν μαθητές και εκπαιδευτικοί στο ελάχιστο για να αναγκαστούν οι υπεύθυνοι να λάβουν μέτρα. Πιστεύω ότι αυτό είναι κατανοητό και ξεκάθαρο.
Αναρωτιέμαι, ποια ακριβώς θα είναι η αξιολόγηση της συγκεκριμένης σχολικής μονάδας και ποιος θα αναλάβει το βάρος της ευθύνης για την κατάστασή της; Επίσης, τόσες ημέρες δεν έχει γίνει το παραμικρό σχόλιο από την πλευρά του Υπουργείου σχετικά με το πώς προτίθεται να διορθώσει αυτήν την εξευτελιστική για τους μαθητές εικόνα. Αντίθετα, την ίδια ώρα και εν κρυπτώ, κατά την προσφιλή πρακτική της ηγεσίας του Υπουργείου, προωθούνται συντμήσεις τμημάτων σε σχολεία, προκειμένου να βγει όπως όπως η χρονιά, επειδή δεν φρόντισε να καλυφθούν τα χιλιάδες κενά εκπαιδευτικών, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων της όλες τις συνέπειες, προεξέχουσας αυτής της πανδημίας που – δεν ξέρω αν το έχει προσέξει κανείς – ακόμα δεν έχει εγκαταλείψει την καθημερινότητά μας. Και αυτό, όπως και όλα τα υπόλοιπα που συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα, εις βάρος των μαθητών, για το καλό των οποίων, υποτίθεται, σκιζόμαστε.
Εμείς τότε θα έχουμε εγκαταλείψει τον εξωπραγματικά μάταιο τούτο κόσμο, αλλά, ειλικρινά, αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, θα ήθελα να βρεθώ από μια μεριά σε ένα από τα μελλοντικά οικογενειακά τραπέζια, για να ακούσω από περιέργεια και μόνο, τι θα αφηγούνται αυτά τα παιδιά στα δικά τους εγγόνια.