Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 30/06
Τις πρώτες μέρες μετά την καραντίνα, είχα την ευκαιρία να θέσω μια σειρά από ερωτήματα στους τρεις δημάρχους των δήμων που καλύπτω ειδησεογραφικά για την Αμαρυσία, σχετικά με την επόμενη μέρα στις πόλεις. Βασικό ήταν το ερώτημα αναφορικά με το τι αναμένουν να συμβεί στις κοινωνικές δομές, με δεδομένο ότι τα χαμηλόμισθα νοικοκυριά υπέστησαν ένα ακόμα ισχυρό πλήγμα, που προστέθηκε σε μια δεκαετία πίεσης. Άπαντες απάντησαν με σκεπτικισμό ότι, όπως φαίνεται, οι δομές αναμένεται να δεχθούν πολλά περισσότερα αιτήματα ανθρώπων που θα ζητήσουν υποστήριξη. Και, βεβαίως, το ζήτημα δεν είναι η αποδεδειγμένη θέληση όλων να μπορούν να ανταποκριθούν, αλλά, κυρίως, ο τρόπος που αυτό θα συμβεί.
Έχω πολλούς λόγους να μην μπορώ να κοιμηθώ τα τελευταία βράδια. Εδώ και μέρες, όμως, υπάρχει κάτι που, πραγματικά, δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου. Από τότε, δηλαδή, που ένα κοριτσάκι στη Ρόδο λιποθύμησε από την πείνα, περιμένοντας να πάρει ένα καρβέλι ψωμί. Η είδηση δεν είναι ότι εν έτει 2020 ένα παιδί λιποθυμά από την πείνα. Γιατί, όσο κι αν προσπαθούμε να το ξεχάσουμε κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας, καθημερινά χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν στον πλανήτη από την πείνα και τις αρρώστιες. Και η μεγαλύτερη ομολογία της αποτυχίας μας ως κοινωνία είναι ότι το γεγονός αυτό το προσπερνάμε σαν να είναι κάτι φυσιολογικό. Στις ειδήσεις τα βλέπουμε την ώρα που τρώμε το μεσημεριανό μας. Μεσημεριανό έγραψα; Να, που δεν είναι αυτονόητο για κανέναν, ακόμα και σε αυτήν εδώ την τελευταία γωνιά του πολιτισμένου χάρτη.
Ένα παιδί, εν έτει 2020, σε ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα νησιά του πλανήτη, λιποθύμησε από την πείνα. Αλλά, γιατί αυτό να μας απασχολεί; Είναι δικό μας παιδί; Όχι. Ε, ας κόψει τον λαιμό της η μάνα του να βρει φαγητό. Σωστά; Σωστά. Μόνο που, κανείς δεν εστίασε στην πραγματική ανάγκη αυτής της μάνας. Και, όχι, δεν είναι η καλοδεχούμενη ελεημοσύνη των ανθρώπων. Ήταν η προσφορά εργασίας που της έγινε για να μπορέσει η ίδια να στηρίξει την οικογένειά της. Και αυτό ακριβώς ήταν το ζητούμενο. Στα δέκα χρόνια που εργάστηκα σε προγράμματα αστέγων, έχοντας βρεθεί κάποτε και ο ίδιος ένα βήμα πριν το φάσμα της αστεγίας, αν ρωτούσες καθέναν ξεχωριστά από αυτούς τους ανθρώπους «τι είναι αυτό που χρειάζεσαι;», κανένας δεν θα απαντούσε σπίτι, φαγητό, λεφτά ή ρούχα. «Δουλειά» θα ζητούσαν. Για να καλύψουν οι ίδιοι με αξιοπρέπεια τις ανάγκες τους.
Εδώ, λοιπόν, έρχεται ο ρόλος της Αυτοδιοίκησης, σε συνέχεια των όσων έχουμε γράψει ήδη τις προηγούμενες εβδομάδες για το πόσο δυνατή και ικανή να διεκδικήσει βγήκε από τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία. Είναι καιρός των έργων. Είναι ώρα να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και να απαιτήσει από την Κεντρική Εξουσία να κοιτάξει τα πραγματικά προβλήματα. Την ώρα που σπαταλούνται ασύστολα τεράστια ποσά δημοσίου χρήματος για συντριβάνια και ζαρντινιέρες, η Αυτοδιοίκηση πρέπει να βάλει πλάτη στην κοινωνία. Να απαιτήσει να ενισχυθεί η απασχόληση. Να ανοίξουν θέσεις εργασίας. Μπορεί. Και οφείλει να το κάνει. Οι πολίτες όσο μπορούν πάντα θα βοηθούν ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Γιατί αυτοί ξέρουν πόσο ασήκωτο βάρος φέρει η λέξη «αξιοπρέπεια». Αλλά δεν αρκούν αυτοί. Όσο υπάρχουν παιδιά που λιποθυμούν από την πείνα, δεν υπάρχει δικαιολογία. Μια μόνο λέξη συνοδεύει ολόκληρη την κοινωνία: Αποτύχαμε.