Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021 Ηράκλειο-Νέα Ιωνία-Νέα Φιλαδέλφεια/Νέα Χαλκηδόνα
Η Ιστορία, όχι ως επιστήμη, αλλά ως βιωματικό γεγονός είναι, όπως μου είχε πει κάποτε ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο ένας «ζωντανός οργανισμός». Το… οξυγόνο που του δίνει την δυνατότητα να παραμένει ζωντανός είναι η Μνήμη. Όταν αυτή πάψει να υπάρχει, τότε η Ιστορία «πεθαίνει», ήτοι κινδυνεύει να ξεχαστεί, πολύ δε περισσότερο, ωστόσο, κινδυνεύει να επαναληφθεί. Ειδικά, μάλιστα, οι πιο σκοτεινές σελίδες της, όχι μόνο δεν πρέπει να ξεχαστούν, αλλά να δίνουμε μάχη, ώστε τα διδάγματά τους να περάσουν και στις επόμενες γενιές ως μάθημα προς αποφυγή.
Η συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν πριν από μερικές ημέρες ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος κ. Γαβριήλ και οι δήμαρχοι των τριών Δήμων για την παρουσίαση του προγράμματος των εκδηλώσεων για το έτος Μικρασιατικού Ελληνισμού, δεν θα μπορούσε παρά να ενεργοποιήσει κάθε συγκινησιακό κύτταρο του Ελληνισμού, ανεξαρτήτως από πού αντλεί την καταγωγή του.
Την επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή, οφείλουμε ως κοινωνία να την τιμήσουμε με την δέουσα σοβαρότητα και να αποδώσουμε τιμή στην ιστορία, αναγνωρίζοντας – και σίγουρα όχι κρυβόμενοι πίσω από το δάκτυλό μας – και το μερίδιο της δικής μας ευθύνης για τα γεγονότα που οδήγησαν στην πιο μαύρη σελίδα της σύγχρονης Ιστορίας μας.
Πρωτίστως δε, να μην ξεχνάμε πως η προσφυγιά είναι ένα διαχρονικό έγκλημα, το οποίο, εμείς ειδικά που την έχουμε στο αίμα μας, δεν θα πρέπει να πάψουμε να πολεμάμε. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η οποία δημοσιεύτηκε στις 19 Ιουνίου 2019, καταδεικνύεται ότι σχεδόν 70,8 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο έχουν εκτοπιστεί με τη βία. Για να καταλάβουμε το μέγεθος των αριθμών, μιλάμε για πληθυσμό περίπου 5 εκατομμύρια περισσότερο από τον πληθυσμό του Ην. Βασιλείου σε σχέση με την τελευταία απογραφή. Πολύ μεγάλο μέγεθος για να κλείνουμε τα μάτια. Ειδικά σε αυτήν εδώ τη μικρή γωνιά του πλανήτη.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, μια μικρή, προσωπική εξομολόγηση. Ένα από τα βιβλία που έχουν σημαδέψει την οικογενειακή μου Ιστορία είναι «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1929. Την αναφέρω συχνά σε αναρτήσεις μου και στον προσωπικό μου λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι η ιστορία του Νικόλαου Καζάκογλου. Ήταν ο παππούς του πατέρα μου. Έφυγε κυνηγημένος το ’22 από τον Κιρκιντζέ, ένα μικρό χωριό της Μ. Ασίας, περίπου 8 χιλιόμετρα από την Έφεσο. Για μήνες κρυβόταν και για ένα διάστημα προσποιήθηκε τον Τούρκο για να γλιτώσει. Ο Χατζημεμέτης, ο αφέντης που τον είχε στη δούλεψή του, παρ’ όλο που μέσα του ήξερε πως ήταν Ρωμιός, δε μίλησε. Τον προστάτευσε, κράτησε το μυστικό του και τον βοήθησε να βρει τρόπο να περάσει απέναντι, να αναζητήσει επιζώντες από την οικογένειά του. Και όταν κατάφερε να γλιτώσει και να βρεθεί στη Χίο, από εκεί στον Πειραιά και, στη συνέχεια, μαζί με άλλους χωριανούς του που γλίτωσαν έφυγαν για την Μακεδονία, του έγραψε ένα γράμμα για να τον ευχαριστήσει για την καλοσύνη που του έδειξε. «Όσοι γνωρίζουν από κόσμο, ξέρουν ότι αυτά όλα είναι από τον Θεό» του έγραψε. Την ιστορία την άκουσε ο Στρατής Δούκας σε μια περιοδεία του στα χωριά των προσφύγων της Μακεδονίας. Ο Στρατής Δούκας εντυπωσιάστηκε, συγκινήθηκε, έβαλε τον Καζάκογλου να του αφηγηθεί την ιστορία του, την έγραψε και την εξέδωσε και όταν του την διάβασε, γράφει στο ιστορικό του σημείωμα, τον έκανε να δακρύσει γιατί τα έγραψε, όπως ακριβώς του τα είπε. Στα σχολικά μου χρόνια, ένα απόσπασμά του, ήταν στην διδακτέα ύλη των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόσο στην Πέμπτη Δημοτικού, όσο και στην Β’ Λυκείου. Δεν ξέρω αν είναι ακόμα, αλλά από τότε ήμουν πολύ περήφανος για τις οικογενειακές μου ρίζες.
Χρόνια προσπαθώ να πείσω τον πατέρα μου να πάμε στον Κιρκιντζέ και να δούμε πού έζησαν οι παππούδες μας. Οι απόγονοι των προσφύγων στο χωριό της Πιερίας, όπου βρήκαν καινούριες ρίζες και έφτιαξαν το μικρό χωριό που ονομάστηκε Νέα Έφεσος και σήμερα ανήκει στον Δήμο Δίου – Ολύμπου, έχουν κατά καιρούς επισκεφθεί τα χώματα των παππούδων τους. Σε μια εκδρομή, μάλιστα, έγιναν δεκτοί με πολλή ευγένεια από τους σύγχρονους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι όχι μόνο τους ξενάγησαν και τους φιλοξένησαν στα σπίτια των προγόνων τους, αλλά δέχθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη να ανοίξει ξανά η Εκκλησία του χωριού που είχε μείνει σφαλιστή όλα αυτά τα χρόνια και να λειτουργήσουν, τιμώντας τους πατεράδες και παππούδες τους που έφυγαν κυνηγημένοι. Ο χρόνος γιατρεύει πληγές, αλλά όχι όλες. Ο πατέρας, κουβαλώντας τις μνήμες από τις αφηγήσεις του δικού του πατέρα που ήταν μωρό στην αγκαλιά της γιαγιάς του, ακόμα αρνείται. Δεν το έζησε, αλλά νιώθει τον ξεριζωμό στο αίμα του, χωρίς να μιλάει ποτέ γι’ αυτόν ούτε και για χαμένες πατρίδες που κάποτε μακάρι να τις πάρουμε πίσω. Όμως, το κουβαλάει μέσα του. Γιατί κουβαλάει τις αφηγήσεις των παππούδων του.
Έχουν περάσει εκατό χρόνια από τότε. Δεν είναι παρά μια σταγόνα μόνο στην Ιστορία. Και δεν είναι πολύ καλό να ξεχνάς την Ιστορία σου. Είναι πολύ πιθανόν να την ξαναζήσεις…
Κανένας δεν έγινε πρόσφυγας από επιλογή. Μέρες και εποχές που είναι, καλό είναι να μην το βγάζουμε ποτέ από το μυαλό μας.