Άρθρο του Αλέξανδρου Π. Μαλλιά -Πρέσβης επί τιμή
Εις μάτην προσπαθούν. Εμφανίζονται μεν ως κήρυκες του ορθού λόγου, δυσκολεύουν όμως πολύ, πάρα πολύ μάλιστα, το έργο της κυβέρνησης. Ορισμένοι δε εξ αυτών είναι προσηλωμένοι μόνιμα σε ένα δογματικό αρνητισμό στις θέσεις που διαχρονικά διατυπώνει και την πολιτική που ασκεί το Υπουργείο Εξωτερικών.
Οι εκπρόσωποι της σχολής αυτής θεωρούν ότι η Ελλάδα, ειδικότερα δε οι δήθεν μαξιμαλιστές «εθνικιστές» υπουργοί, πολιτικοί και αδιάλλακτοι διπλωμάτες της και η δήθεν «ακινησία και διστακτικότητά» μας, είναι η ρίζα του κακού για τα προβλήματά μας με την Τουρκία. Ευτυχής, ήσυχος και αμέριμνος θα ήμουν αν αυτή ήταν η πραγματικότητα. Αναγνωρίζω σε συγκεκριμένους επί δεκαετίες εκφραστές της τη συνέπεια, τη σταθερότητα και την προσήλωση στις θέσεις τους. Καταγράφω εν τούτοις την παρρησία και επιμονή στις θέσεις τους έστω και αν ριζικά διαφωνώ. Αντίθετα με άλλους, οι οποίοι μεταβάλλουν ευκολότερα τις δημόσια διατυπωμένες θέσεις και προτάσεις τους και προσαρμόζονται αναλόγως των εκλογικών αποτελεσμάτων και των πολιτικών συγκυριών.
Αν δεν υπήρχε κίνδυνος δημιουργίας σοβαρών εις βάρος μας τετελεσμένων, θα πρότεινα να δίναμε την ευκαιρία να διαπραγματευθούν με την Τουρκία εκείνοι οι οποίοι ψέγουν συστηματικά -φανατικά και φοβικά θα έλεγα- την ελληνική στάση. Θεωρούν ότι η Ελλάδα είναι μια αδύναμη χώρα. Ποιο, άραγε, είναι το προσδοκώμενο για την Ελλάδα πολιτικό και διπλωματικό όφελος από μια διαδικασία στην αφετηρία της οποίας οι Έλληνες διαπραγματευτές εκτιμούν ότι το δίκιο είναι με την άλλη πλευρά; Μας αδικούν όλους, και την εκάστοτε κυβέρνηση νομίζω, όταν θεωρούν την στάση και την διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος μαξιμαλιστική .Θεωρώντας προφανώς ταυτόχρονα την Τουρκία συμβιβαστική, διαλλακτική και μετριοπαθή.
Λάθη τακτικής και εσφαλμένες καλή τη πίστη εκτιμήσεις έχουμε αναμφίβολα κάνει. Όχι όμως στον βαθμό που να δικαιολογούν ως μόνη και αποκλειστική λύση την επιλογή της ελληνική πολιτικο-διπλωματικής αυτοκτονίας. Στην πραγματικότητα, η ανάλυση που ορισμένοι προβάλλουν είναι η ακόλουθη: Έχουμε χάσει πολλές ευκαιρίες να λύσουμε τα προβλήματα και τις διαφορές μας με την Τουρκία. Ή θα τα λύσουμε τώρα με συμβιβασμό ή θα αναγκασθούμε αύριο να κάνουμε παραχωρήσεις μετά από πολεμική σύγκρουση ή για να την αποφύγουμε. Αυτή άλλωστε την στάση κράτησαν και καθ’ όλη την διάρκεια του 2020 παρά την άνευ προηγουμένου επιθετική συνάμα δε και προσβλητική για την Ελλάδα, τον λαό της και την πολιτική της ηγεσία. Δηλαδή, το σκεπτικό τους είναι: ας κάνουμε τώρα κάποιες παραχωρήσεις, υποχωρώντας από τις θέσεις και γραμμές μας (κόκκινες, κίτρινες, πράσινες ή μπλε δεν έχει σημασία) ενώπιον της υποθετικής και αβέβαιης προοπτικής ότι ίσως αναγκαστούμε εκόντες άκοντες να κάνουμε πίσω αύριο.
Είναι, λοιπόν, τόσο απελπισμένοι από τη δήθεν δική μας αδυναμία και τόσο βέβαιοι για την επικράτηση των άλλων; Καμιά διπλωματική μάχη δεν δίνεται αν δεν πιστεύεις στο δίκιο των θέσεών σου και στην εμβέλεια των επιχειρημάτων σου. Η σχολή αυτή είναι επώνυμη. Την αποκαλώ σχολή της «πολιτικής της μιας λύσης και της μιας επιλογής», διότι θέλει να μας πείσει ότι έχουμε μόνο μια επιλογή σε σχέση με την Τουρκία.
Αλήθεια, ποιο δόγμα εξωτερικής πολιτικής και ποιο εγχειρίδιο διαπραγμάτευσης διδάσκουν ότι είναι φρόνιμο να αναζητούμε ως βέλτιστη λύση μεταξύ δύο μερών εκείνη η οποία μοιάζει σαν να έχει εκ των προτέρων επιβληθεί ή εν πάση περιπτώσει προκριθεί; Προσέρχεσαι σε διαπραγμάτευση όταν δεν έχεις πέραν της μιας καλές επιλογές και εναλλακτικές λύσεις και όταν δεν πιστεύεις ότι είσαι εξίσου ισχυρός παίκτης; Φοβίες, ανασφάλεια και ενοχοποίηση της Ελλάδος, των πολιτικών της, των στρατιωτικών και των διπλωματών της και, ταυτόχρονα, αίσθηση αδυναμίας και υποχωρητικής διάθεσης που, θέλω να πιστεύω, καλλιεργούνται άστοχα, δεν είναι θετικά σημεία. Είναι ανησυχητικά συμπτώματα. Όπως, ακόμη, πλέον επικίνδυνα είναι τα άκριτα συνθήματα και οι επικίνδυνες ιαχές περί πολέμου. Επίσης, η συχνή αποτίμηση της ισορροπίας/ανισορροπίας δυνάμεων αποκλειστικά στη βάση της στρατιωτικής ισχύος και των εξοπλισμών.
Ο συμβιβασμός και η προσπάθεια εξεύρεσης κοινού τόπου είναι ο κανόνας στις διεθνείς σχέσεις. Στη βάση όμως του Διεθνούς Δικαίου, όχι με βάση την απειλή του πολέμου και τις καθημερινές επιθετικές ενέργειες και αναθεωρητικές διεκδικήσεις.
Έχουμε όμως αναρωτηθεί τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά του Αιγαίου; Αλήθεια, ποιά είναι τα μηνύματα που εκπέμπει η Τουρκία και η σημερινή αυταρχική της ηγεσία; Ποιες είναι οι αντίστοιχες σχολές σήμερα στην Τουρκία; Δεν υπάρχουν πολλές. Στην πραγματικότητα, είναι μόνο μια. Η ίδια εδώ και 47 χρόνια. Είναι αποκλειστικά η μια και μοναδική σχολή της Άγκυρας που, εδώ και τόσες δεκαετίες διεκδικεί, απειλεί και απαιτεί από την Ελλάδα κυριολεκτικά «γη και ύδωρ».
Είναι η σχολή που, από το 1975, συνεχώς επισείει την απειλή πολέμου (casus belli) κατά της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως κυβέρνησης και κυβερνήτη. Βεβαίως, υπήρξαν περιπτώσεις πολιτικών και υπουργών Εξωτερικών της Τουρκίας που έδειξαν θετική διάθεση αντιμετώπισης των προβλημάτων μέσω διαλόγου. Ήσαν η εξαίρεση. Στο ρητορικό ερώτημα αν σήμερα υπάρχει άλλη σχολή στην Άγκυρα, η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική. Δεν υπάρχει άλλη. Όταν η Τουρκία καλεί την Ελλάδα σε πολιτικό συμβιβασμό -εκτός του πλαισίου που θέτει το Διεθνές Δίκαιο και η παραπομπή του ζητήματος της οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της Α.Ο.Ζ. στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης- εννοεί να συμβιβαστούμε εμείς με τις δικές της θέσεις.
Είναι κρίμα που στην προσπάθειά της -στρατηγική επιλογή και όχι απλή τακτική- κάποιοι δυσκολεύουν με τις θέσεις τους την εθνική μας πολιτική όπως την προωθεί η κυβέρνηση.