Έρευνα – Κείμενο: Γιώργος Πάλλης: Eπίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Kάθε τόπος έχει τις μικρές του ιστορίες, αυτές που είναι καταδικασμένες να χαθούν καθώς εναλλάσσονται οι γενιές των κατοίκων του. Ένα φράγμα απέναντι στη λήθη συνιστούν διάφορα δημοσιεύματα από τον Tύπο των δύο περασμένων αιώνων και ιδίως από τα τοπικά έντυπα. Εκεί κρύβονται μικροί «θησαυροί», που μας αποκαλύπτουν τους μικρόκοσμους άλλων εποχών, τη ζωή για παράδειγμα μέσα στα όρια μιας συνοικίας. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση ενός κειμένου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Kηφισιά» το 1927 (αρ. φύλλου 86/23-1-1927) και αφορά στη συνοικία «Αλώνια» του Αμαρουσίου, το όνομα της οποίας διατηρείται μέχρι σήμερα στην πλατεία επί της λεωφόρου Πεντέλης, λίγο αφότου στρίψει κανείς από τη λεωφόρο Κηφισιάς με κατεύθυνση τα Μελίσσια. Όπως το λέει και η ονομασία, τα Αλώνια ήταν παλαιότερα ο τόπος όπου οι Μαρουσιώτες αλώνιζαν την ετήσια συγκομιδή των σιτηρών τους. Μια ωραία περιγραφή της διαδικασίας, όπως γινόταν το 1888, χρωστούμε στην Καλλιρόη Παρρέν και έχουμε αναδημοσιεύσει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ (βλ. αρ. φύλλου 2382, 16-1-2016).
Με τίτλο «Το χωριό του χωριού μας», το άρθρο αυτό περιγράφει εικόνες από τη ζωή στα Αλώνια, που βρίσκονταν τότε εκτός του πυρήνα του οικισμού του Αμαρουσίου. Επρόκειτο για μια νέα σχετικά συνοικία, αρκετά φτωχική και με πολλά προβλήματα. Συγγραφέας του κειμένου ήταν ο δάσκαλος Γεώργιος Παντελόπουλος, γιός του Θεόδωρου Παντελόπουλου και της Πηγής Καπνόριζα, σύμφωνα με τις μαρουσιώτικες γενεαλογίες του Τάκη Πολιτόπουλου. Ο Παντελόπουλος, γέννημα – θρέμμα «Αλωνίτης», ήταν 29 ετών όταν δημοσιεύθηκε το άρθρο, το οποίο βασίζεται εν πολλοίς στα παιδικά του βιώματα στα Αλώνια και αποπνέει έντονη νοσταλγία.
Το κείμενο του Παντελόπουλου μεταφέρεται στη συνέχεια αυτούσιο, στη γλώσσα με την οποία δημοσιεύτηκε, με μικρές επεμβάσεις στη στίξη. Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τη χρήση λέξεων που έχουν εκλείψει από την καθομιλουμένη, όπως π.χ. τα ονόματα των παιδικών παιχνιδιών, τα σύνεργα του σπιτιού κ.ά. Η διαίρεση σε ενότητες με επικεφαλίδες είναι του υπογραφόμενου.
Δείτε: Σκηνές από την πανώλη του 1789 στο Μαρούσι
Τα Αλώνια και τα σπίτια τους
«Υπάρχει εκεί κάτω… στο χωριό μας λίγο απόμερα κατά την ανατολική μεριά, το χωριό του χωριού μας. Η ιστορία του αρχίζει πολύ πιο μπροστά από τις αναμνήσεις τις δικές μου, κ’ είναι μία ιστορία που μου γλυκαίνει, σα μου θαμπώρχεται στη θύμηση, τις ώρες της νοσταλγίας μου. Μα μου ’ναι πολύ δύσκολο να την κυνηγήσω προς τις πηγές της γιατί σα χέλι μού ξεφεύγει μέσα από τα μισοπαραμορφωμένα σαν παραμύθια, απίθανα για σας, πιθανώτατα για μένα επεισόδια που μικρός δεν χόρταινα να ακούω και να ξανακούω, μ’ ανοιχτό το στόμα σα χαζός, οσάκις τόσος δα σταχτομπουντάκος στριμογνόμουνα στο τζάκι της μαμής της Καρακαντούς, προ πάντων κάτι μέρες χειμωνιάτικες που δεν κάναμε σχολείο. Ναι… υπάρχουνε κει κάτου κάτι μισογκρεμισμένα καλυβόσπιτα με αυτοσχέδια αρχιτεκτονική, με την πατριαρχική φόρμα που υπαγορεύει η απαράβατη συγκατοίκηση και συμβίωση μέχρι δεύτερη και τρίτη -ξέρω ’γώ- γενεά και που χωρίζει τη συνοικία σε ακανόνιστα τετράγωνα ή μακρυνάρια, «…έϊκα…».
Έτσι ξεχωρίζεις τα Μυκησμανέϊκα, τα Παλλέϊκα, τα Καπνοριζέϊκα, τα Συκαμιωτέϊκα, τα Χρυσουλέϊκα, τα Κιουσέϊκα, τα Ντουτουτέϊκα, τα Ραγκοσέϊκα, και τόσα άλλα… πού να τα θυμάμαι. Όλα με τη στερεότυπη σειρά -σπίτι, πατητήρι, φούρνος, αχούρι, μαντρί- παρατεταγμένα κατά μέτωπο, και στην αυλή μιά ή δυό μουριές… Ένα μονάχα είναι ανώγιο κάτω στα Χρυσουλέϊκα. Τ’ άλλα όλα χαμοκέλες απάτωτες και με σκεπή τρασπαράν απ’ όπου πρώτα πρώτα μπαίνει το φως ημέρας. Μερικά μ’ ένα παραθυράκι χωρίς τζαμλίκια και τζάμια, τα πιο πολλά με κανένα. Μονάχο τους στολίδι το λίγο ασβέστι που πασαλίβει την όψη τους κάθε Χριστού, πολύ σπάνια καμμιά γλάστρα βασιλικό (το καλοκαίρι) ή ματζουράνα ή αρμπαρόριζα, και το απαραίτητο πεζούλι.
Ένας κλειστός, αυτόνομος κόσμος
Οι μαύροι όγκοι των κυπαρισώνε που περιφράζουνε την Αγία Σωτήρα είνε οι μαύροι φύλακες στα σύνορά μας, έτσι που στέκουνε στη μέση στο διάστημα που μας χωρίζει από τους… Μαρουσιώτες. Στ’ αλήθεια μπορούμε να πούμε πως είμαστε οι «πέραν του τάφου άνθρωποι» εμείς οι Αλωνίτες. Μα ότι κι αν είνε, μια φορά είμαστε ξεχωριστό χωριό του χωριού μας με δικόνε μας πάρεδρο (το Γιάννη το Συκαμιώτη) με παπά (το Γιώργο του Λεώνη), με δικαιοσύνη (την αντιπροσωπεύει ο παππούς μου ο Καρακαντάς) με δημοσία ασφάλεια (την αντιπροσωπεύει ο Αλημπερντάς) χωρίς να λείπει ούτε η υπηρεσία της καθαριότητος (Ράγκοσης) ούτε η δημόσια φιλαρμονική (ο πατέρας μου) για τις επίσημες τελετές…
Δρόμος αμαξητός που περνάει βορεινά απ’ το χωριό -εννοώ τ’ Αλώνια- ενώνει το Μαρούσι με την Μεντέλη και με την ευκαιρία αυτή μπορούμε κάπου κάπου να νταραβεριζόμαστε με τους Μαρουσιώτες αλλοιώς θα μας ήταν ευκολώτερο να νταραβεριζόμαστε με τους Χαλαντραίους. Υπάρχουνε ’κει κάτω και λάκες χορταριασμένες ολοτρύγυρα απ’ το χωριό, που ύστερα από κάθε βροχή πάνω στην αφράτη τους μαλακωσά ακονίζαμε τα αθλητικά μας ονειρέματα στο απήδημα, στο τρέξιμο και στο μπάλαιμα…
Υπάρχουνε και κάποιες στρογέρες στεγνές και πατημένες όπου κάθε απόγιωμα «τόκ’ αμάδα» ή «ελευτερία» και τ’ αλώνια για την «αμπάριζα» κι’ αλλού εδώ κι’ εκεί οι λάκκοι που παίζαμε το «γκούτσι» κι ακόμη κάτι άλλες λάκες που βοσκάγαμε τα μανάρια, παιδιά μαζί και κορίτσα, και παίζαμε τους «πατεράδες και τις μανάδες», μερικές μάλιστα φορές παραλίγο στ’ αλήθεια…
Μου φαίνεται πως τώρα θα ιδώ τις πατημασιές μου πάνω στα Αναβρυτά, στη χαρουπιά από κάτου, που επήδαγα στις τρεις σε μια κατηφοριά -απέφευγα πάντα το ίσωμα- και φούσκωνα σα γάλος από περηφάνεια, μοναχός μου, γιατί πάγαινα δέκα κάνι έντεκα λουρίδες – μέτραγα πάντα με τη λουρίδα που ζωνόμουνα ή με ποδάρια. Υπάρχει ακόμη μια γνώριμη πολύ συμπαθητική σιλουέτα με πουκαμίσα, πανοβράκι, σκάλτσες, τσαρούχια, σιγούνια με κατσούλα ή καπότα… Και μια παράξενη μουσική απ’ ονόματα παρατσούκλια που γιομίζει κάργα τ’ αυτιά μου: Ροζάνος, Λεώνης, Μυκησμάνης, Στουρνάρης, Καρακαντάς, Τσιγγάρας, Μέλιος, Ράγκοσης, Βολαράς, Τσικυμηνής, Πλιάκος, Γιαννέλης, Ντουντούκης… Κι ακόμη υπάρχει ένα τσεμπέρι και μια ρόκα κι’ ένας αργαλειός, κι’ ένας τοίχος με διαπόδι, και πανέρια με καλαμένια μασούρια, και μια ανέμη και χίλια δυό τέτοια.
Και μέσα στο βάθος της εικόνας, κάτι μέρες λάμπουνε χρονιάρικες που η ξυπόλυτη αλανιαρία (τί λέω!…αριστοκρατία!) γυρίζουμε από σπίτι σε σπίτι… «Χρόνια πολλά θεία νάντονε χαίρεσαι!» και δόστου η γαβάθα με τα στραγάλια τραβάει το διάολό της από τα αρπαχτικά φουχτιάσματα της παρέας. Ύστερα έρχεται το κέρασμα και η στερεότυπη ευκή ένα ξερό «’σειγεία» και πίνεται το κρασί γρήγορα γλήγορα τόσο που νομίζεις πως όταν ακούγεται η τελευταία συλλαβή, το ποτήρι έχει αδειάσει κιόλας… Ακαριαία αναχώρησι -πέστε τήνε άταχτη φυγή για να είσαστε μέσα- υπό τα γαυγίσματα του αλυσσοδεμένου στη γωνιά «Νταβέλη». Και όλα αυτά, που λέτε, ξετυλίγονται το πολύ πολύ στο κατώφλι, ποτέ παρα μέσα, και με σκυμμένο το κεφάλι και με κοίταγμα ανάμεσα απ’ τα φρύδια – αυτό το λέγαμε ντροπή τότε, τώρα δεν ξέρω πως το λέτε…
Διαβάστε: Το Μαρούσι του 1888 και η κοινωνία του
Οι ιεροτελεστίες της οικογενειακής εστίας
Μα ποτέ δε λείπει, απ’ την εικόνα πάντα, ένα μεγάλο τζάκι με πλούσια φωτιά καλοθρεμμένη από μεγάλα «κουτσούκια» ή από πουρναρίσα κούτσουρα και κοντά στρωμένη παχειά ψάθα κι’ απάνω αντρομήδες ή κουβέρτες (βελιέτζες) της νεροτριβιάς και μακρουλά καλογιομισμένα τ’ αργαλιού προσκέφαλα κι’ απάνω σ’ αυτά γύρω γύρω σταυροπόδι με βγαλμένα τσαρούχια και τα χέρια πλεγμένα ανάμεσα στα σκέλια, οι γερόντοι που κάποια ώμορφη ιστορία πάντα διηγούν, ενώ το τρεμουλιαστό βραχνό βέλασμα της προβατίνας πέρα στη αγκωνή που αγλείφει με τη γλώσσα το φρεσκογεννημένο μαναράκι της, βαστάει το μισάσο…
Κι όξω, που λέτε, ρίχνει, ρίχνει ακατάπαυστα κι’ ασπρίζουνε όλα τα πάντα κι’ αρχίζει να σκοτεινιάζη… Και παρουσιάζεται τότε -στην εικόνα πάντα- ένας στρόγγυλος ή τετράγκωνος σοφράς, κ’ ένα καρβέλι κατεβάζεται απ’ το ράφι, κι’ ο παπούς με το μαυρομάνικο μαχαίρι το σταυρώνει, και καθώς το κόβει σε μεγάλες φέτες μοσκομυρίζει όλη η καμάρα, και κενώνεται η μυρωδάτη φασουλάδα με την τσουχτερή κόκκινη πιπεριά, και μια αφράτη κοπέλα -Τασώ, Σοφιά, Λευτεριά, Ελιένη, Μαργιώ, ξερωγώ – ρίχνει στη τάσα (κύπελα) ένα σπιθηρωτό κοκκινέλι.
Ο σοφράς σηκώνεται και κάνουνε όλοι το σταυρό τους, «δόξα σοι ο Θεός». Ο γέρος ξαναπιάνει την αγκωνή και την τσιμπίδα· η γρηά ξαναπιάνει τη ρόκα, τα κορίτσα στην αράδα μοιράζουνε τη δουλειά για το νυχτέρι τους… Τώρα όλοι σε προσοχή: ο παπούς διαβάζει την αυριανή ημερήσια διαταγή του. «Ο Κώτσος θα πάη στο μύλο, ο Γιάννης στο λιοτρίβι, ο Νάσος για θαλιές…». Και ξαναρχίζει το παραμύθι… Κι’ απάνω που ο παπούς είχε βάλει το λύκο -κούτσουρο με μελιγκάνα – μέσα στο τσουβάλι και πήρε ένα ξύλο και τον έφερνε βόλτα, κατά την οδηγία της πονηρής τσίλα – Μαγιάς, αποκοιμιέται ο σταχτομπουντάκος μας που λέτε…
Ώ μισογκρεμισμένα καλυβόσπιτα, ώ ασπρισμένες χαμοκέλες και μαύροι όγκοι των κυπαρισώνε και χορταριασμένες λάκες και στρογέρες στεγνές και πατημένες και λάκες των πρώτων ερωτικών ξυπνημάτων και ελπιδοφόρα πηδήματα και αγαπημένες σιλουέττες και γλυκειά αρμονία παρατσουκλιών και λαμπερές χρονιάρικες μέρες και ονειρεμένε σοφρά και γλυκό παραμύθι του παπού και μισοκοιμισμένε σταχτομπουντάκο. Γιατί τώρα που δεν υπάρχετε πιά ο νους μου πιο πολύ γυρίζει σε σας;».
Δείτε: Εγκλήματα στο Μαρούσι τη δεκαετία του 1920