Γράφει ο Γιώργος Πάλλης: Eπίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ
Tο παρελθόν αντιμετωπίζεται πάντα με μια διάθεση εξωραϊσμού: η χρονική απόσταση, η νοσταλγία για τα περασμένα, η μνήμη που προτιμά να θυμάται τα καλά και να αμβλύνει τα δυσάρεστα, δημιουργούν μια εξιδανικευμένη εικόνα. Εντούτοις, σε πολλά πράγματα, το παρελθόν δεν υστερεί από την εποχή μας, και ένα από αυτά είναι η εγκληματικότητα. Η μικρή κοινωνία του Αμαρουσίου συνταρασσόταν από καιρού εις καιρόν από εγκληματικές πράξεις, τις οποίες σήμερα μαθαίνουμε από τις εφημερίδες της εποχής. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ζωής του τόπου, που μας παρέχει μια πιο αντικειμενική εικόνα γι’ αυτόν.
Στο κείμενο που ακολουθεί, παρουσιάζονται τέσσερις εγκληματικές πράξεις που σημειώθηκαν τη δεκαετία του 1920. Δεν είναι οι μόνες, αλλά είναι ενδεικτικές των συνθηκών και των ηθών της εποχής, καθώς και της αντιμετώπισης των γεγονότων τέτοιου είδους. Τα ονόματα των πρωταγωνιστών παραλείπονται, καθώς ανήκουν σε οικογένειες των οποίων απόγονοι εξακολουθούν και ζουν σήμερα στο Μαρούσι.
Δείτε: Eπεισόδια για το νερό στο Μαρούσι του 1889
Λιποτάκτης, δραπέτης, δολοφόνος και αυτόχειρας
Τις ιδιότητες αυτές συγκέντρωσε στο πρόσωπό του ένας Μαρουσιώτης, ο οποίος πρωταγωνίστησε σε διπλό έγκλημα το 1921, προκαλώντας τον αποτροπιασμό των αθηναϊκών εφημερίδων και της κοινής γνώμης. Το έγκλημα διαπράχθηκε ενώ εξελισσόταν η μικρασιατική εκστρατεία, από το μέτωπο της οποίας ο εικοσιεπτάχρονος νέος είχε λιποτακτήσει. Γι’ αυτόν τον λόγο είχε μάλιστα φυλακιστεί, αλλά είχε καταφέρει να αποδράσει -ήταν επομένως και καταζητούμενος ως δραπέτης.
«ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ ΦΟΝΕΥΕΙ ΤΗΝ ΕΡΩΜΕΝΗΝ ΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ», τιτλοφορείται χαρακτηριστικά η σχετική είδηση στην εφημερίδα «Σκριπ» της 16ης Ιουλίου 1921. Το συμβάν έλαβε χώρα στο ξενοδοχείο Αχίλλειον στην Αθήνα, επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. «Ο εξ Αμαρουσίου 27ετής Χ.Π., κηπουρός, ενώ εκοιμάτο μετά της ερωμένης του, ηγέρθη και λαβών το περίστροφόν του, επυροβόλησεν δις κατ’ αυτής, ευρισκομένης υπτίας επί της κλίνης, τραυματίσας αυτήν σοβαρώς εις το στήθος, και είτα ηυτοκτόνησε, βληθείς δις δια του αυτού περιστρόφου εις την κεφαλήν. Ο θάνατος του αυτόχειρος επήλθεν μετ’ ολίγον εις την Πολυκλινικήν, όπου μετεφέρθη. Η τραυματισθείσα ερωμένη του, ονόματι Α.Δ., εν κακή καταστάσει μετεφέρθη εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον».
Πώς οδηγήθηκε ο Χ.Π. όμως σε αυτές τις πράξεις; Ήταν ξημερώματα, όταν έφτασε στο ξενοδοχείο ένας χωροφύλακας και άρχισε να ελέγχει ένα προς ένα τα δωμάτιά του για τυχόν ύποπτα πρόσωπα. Όταν χτύπησε την πόρτα του ζευγαριού, δηλώνοντας την ταυτότητά του, αντί άλλης απάντησης ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί. «Η θύρα του δωματίου ηνοίχθη βία μετ’ ολίγον και οι εισελθόντες ευρέθησαν προ φρικτού θεάματος. Η νεαρά γυνή έκειτο επί της κλίνης αιμόφυρτος και αναίσθητος, ενώ ο εραστής της κατέκειτο επί του δαπέδου με την κεφαλήν διερρηγμένην».
Η σύντροφος του αυτόχειρα μπόρεσε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, να δώσει κατάθεση στην αστυνομία, στην οποία ανέφερε ότι ο Π. προχώρησε σε αυτές τις πράξεις από τον φόβο του μη συλληφθεί και οδηγηθεί πίσω στο Μέτωπο. «Θύμα δε του φόβου τούτου, συνέλαβε την ιδέαν της αυτοκτονίας, πριν δε τερματίσει τον βίον του, εκ ζηλοτυπίας μη περιέλθη αύτη εις αλλοτρίας αγκάλας, έστρεψεν πρώτον το φονικόν όπλον κατά της ερωμένης του».
Δείτε: Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος στο Μαρούσι τον Δεκαπενταύγουστο του 1894
Ο φόνος του μαραθωνοδρόμου
Το Μαρούσι ανέδειξε τον πρώτο ολυμπιονίκη του μαραθωνίου δρόμου, υπήρξε όμως και το θέατρο του φόνου ενός ελπιδοφόρου αθλητή του ίδιου αγωνίσματος το 1924. Το έγκλημα συνέβη στα βοσκοτόπια τότε της Μαγκουφάνας, στη σημερινή Πεύκη και ανακοινώθηκε από τον τύπο ως «φόνος ποιμένος». Το θύμα ήταν ο 23χρονος μικρασιάτης Ιωάννης Τσακάλης, μαραθωνοδρόμος, ο οποίος -κατά τα δημοσιεύματα- είχε προκριθεί για να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες. Θύτες, οι Μαρουσιώτες Σ.Π. και Π.Π., πατέρας και γιός – ο πατέρας, που είχε ηλικία 60 ετών, φερόταν να είχε διαπράξει άλλους τρεις φόνους στο παρελθόν και χαρακτηριζόταν ως «ρωμαλεώτατος».
Σύμφωνα με το «Έθνος» της 19ης Ιουνίου 1924, οι θύτες και η οικογένεια του θύματος είχαν διαφορές σχετικά με βοσκοτόπια και δέκα μέρες πριν το συμβάν, ο γιός Π. είχε ξυλοκοπήσει τον πατέρα του Τσακάλη. Ο τελευταίος, που έφερε βαρέως το γεγονός αυτό, αποπειράθηκε λίγο μετά να πυροβολήσει τον γιο Π., ανεπιτυχώς, και τα ξημερώματα της μοιραίας ημέρας συνάντησε τους δύο Μαρουσιώτες και τους επιτέθηκε. «Ο Τσακάλης διά μαχαίρας επετέθη κατά του πατρός Π. και τον έπληξεν εις τον αριστερόν μαστόν, ενώ συγχρόνως, αμυνόμενος κατά του επιτεθέντος εναντίον του υιού Π., τον ετραυμάτισεν ελαφρώς εις την παλάμην. Ο πατήρ Π. αν και τραυματίας εξήγαγεν περίστροφον και επυροβόλησεν επανειλημμένως κατά του Τσακάλη. Μία των σφαιρών εύρεν τούτον εις την ινιακήν χώραν και τον ετραυμάτισεν θανασίμως, διαπεράσασα την βάσιν του κρανίου και εξελθούσα διά του λαιμού. Ο Τσακάλης, νέος αρκετά εύρωστος, ηδυνήθη να προχωρήση μερικά βήματα μετά τον θανάσιμον τραυματισμόν του, αλλά δεν εβράδυνε να υποκύψη, εκπνεύσας χωρίς να προφέρη λέξιν».
Ο αστυνομικός σταθμάρχης Αμαρουσίου συνέλαβε τους δύο δράστες, από τους οποίους ο πατέρας μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό για νοσηλεία. Μόνος αυτόπτης μάρτυρας ήταν ένας μικρός βοηθός των δραστών. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στα χέρια του Τσακάλη δεν βρέθηκε μαχαίρι.
Η αφήγηση αυτή αμφισβητήθηκε και ανατράπηκε κατά την πολυήμερη δίκη που ακολούθησε ένα χρόνο μετά. Οι πατέρας και γιός Π. κατηγορήθηκαν ότι επιτέθηκαν στο θύμα και στη συνέχεια αυτοτραυματίστηκαν για να αποδείξουν ότι δέχτηκαν επίθεση. Οι ίδιοι στις απολογίες τους υποστήριξαν ότι ο Τσακάλης ήταν αυτός που επιτέθηκε στον πατέρα, ο οποίος κάλεσε σε βοήθεια τον γιό του και ο τελευταίος σκότωσε τον μαραθωνοδρόμο.
Δείτε: Το Μαρούσι του 1888 και η κοινωνία του
Πυροβολισμοί στην πλατεία Κασταλίας
Ήταν Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 1926, όταν στις 8:30 το βράδυ έφτασε στην πλατεία Κασταλίας ένα αυτοκίνητο με

οπλισμένο επιβάτη, προκαλώντας ένα επεισόδιο που στοίχισε τη ζωή ενός άτυχου περαστικού. Όπως γράφει η εφημερίδα «Kηφισσιά» δύο μέρες αργότερα, «Ο Νικ. Καραγιάννης, γνωστός ταραχοποιός, … εν μέθη διατελών, και έχων ως φαίνεται προηγούμενα μετά χωροφυλάκων οίτινες τον είχον μηνύσει την προηγουμένην επί εξυβρίσει της Αρχής, ήρχισεν πυροβολών εις τον αέρα προ του καταστήματος Σούρπη διά να προκαλέση προφανώς τους χωροφύλακας. Ο σκοπός χωροφύλαξ της Πλατείας διέταξε τότε τον σωφέρ να σταθή διά να προβή εις την σύλληψιν του Καραγιάννη».
Το αυτοκίνητο δεν σταμάτησε, καθώς ο Καραγιάννης έστρεψε το όπλο κατά του οδηγού για να προχωρήσει. Ο χωροφύλακας άρχισε τότε να πυροβολεί κατά του αυτοκινήτου και το ίδιο έκανε και ένας συνάδελφός του που εν τω μεταξύ εμφανίστηκε στην πλατεία. Ο Καραγιάννης ανταπάντησε ρίχνοντας μέσα από το αυτοκίνητο. Η πλατεία και τα γύρω καταστήματα ήταν γεμάτα κόσμο.
«Εκ των αλλεπαλλήλων πυροβολισμών επηκολούθησε πανικός μεταξύ των ευρισκομένων εις την πλατείαν», συνεχίζει η εφημερίδα «Kηφισσιά», «οίτινες εισήρχοντο εις τα πέριξ καταστήματα, μία δε των σφαιρών εύρεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν αμέριμνον διαβάτην τον Γ. Διαμαντήν, κάτοικον Αμαρουσίου κτίστην και πτωχόν οικογενειάρχην πατέρα 4 τέκνων, και τον αφήκε άπνουν έξωθεν του καφενείου Αλημαλά. Ο Καραγιάννης επωφεληθείς της συγχίσεως ήτις επηκολούθησεν εξηφανίσθη προς τους αγρούς, παρεδόθη δε την επομένην ως πληροφορούμεθα αυθορμήτως, εις τον Εισαγγελέα».
Η ανταλλαγή πυροβολισμών στον κεντρικότερο δρόμο του Αμαρουσίου, μπροστά στην πλατεία, σε εποχή και ώρα που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος, ήταν επόμενο να έχει αυτή την τραγική κατάληξη, με έναν αθώο περαστικό να πέφτει ακαριαία νεκρός από σφαίρα. Ποιος όμως είχε ρίξει τη μοιραία εκείνη σφαίρα, ο Καραγιάννης ή οι χωροφύλακες; Οι απόψεις διίσταντο. Ο χωροφύλακας πρωταγωνιστής του επεισοδίου συνελήφθη από οργισμένους αυτόπτες μάρτυρες που διαμαρτύρονταν για την ανευθυνότητά του να ανοίξει πυρ εν μέσω τόσου κόσμου. Ο Αστυνόμος Αμαρουσίου Φραγκοδημητράκης ήταν απών και χρειάστηκε να έρθει επιτόπου ο Αστυνόμος Κηφισιάς για να αποκατασταθεί η τάξη.
Όσο για τον άτυχο Διαμαντή, «μετεφέρθη εις το φαρμακείον του κ. Τριανταφύλλη όπου καταφθάσας ο ιατρός κ. Γεωργαντάς επιστοποίησε τον θάνατον και διέταξε την μεταφοράν του εις το νεκροτομείον όπου εξήχθη η σφαίρα».
Δείτε: 2010: Ένα έτος γεμάτο ευρήματα όλων των εποχών στο Μαρούσι
Η αυτοκτονία του αγροφύλακα της Κοινότητας
Οι αυτοκτονίες δεν ήταν καθόλου σπάνιες στο παρελθόν -αντιθέτως, αν ανατρέξει κανείς στον τύπο της εποχής, θα διαπιστώσει ότι αποτελούσαν καθημερινό σχεδόν συμβάν. Ένα τέτοιο απονενοημένο διάβημα περιγράφεται με συντομία στην τελευταία σελίδα της «Kηφισσιάς» στις 28 Νοεμβρίου του 1926: «Ηυτοκτόνησε προχθές εν Αμαρουσίω, βληθείς διά κυνηγετικού όπλου εις την κεφαλήν ο αγροφύλαξ της Κοινότητος Δ.Θ.Π. Ο αυτόχειρ έπασχε εκ νευρασθενείας ήτο δε και αλκοολικός. Εγκατέλειψεν σύζυγον και 4 ορφανά και ήτο πτωχότατος. Οι φιλάνθρωποι έχουν τον λόγον».
Η επίκληση στη φιλανθρωπία ήταν όμως λανθασμένη: στο επόμενο φύλλο της η εφημερίδα έσπευσε να διευκρινίσει την οικονομική κατάσταση του αυτόχειρα. «Συμπληρούντες εν ακριβεία τα της τελευταίας αυτοκτονίας εν Αμαρουσίω του ατυχούς Π. σημειούμεν, ότι ούτος ανήκεν εις έγκριτον και ευημερούσαν οικογένειαν (και ούτως αποκλείονται οι οικονομικοί λόγοι), έπασχεν από πολλού εκ νευρασθενείας οξείας και παραληρήματος μανιακού, κατά την επίσημον πιστοποίησιν των αρμοδίων ιατρών».
Ο Δ.Π. διέπραξε την αυτοχειρία με το κυνηγετικό του όπλο. Ήταν το πιο πρόχειρο μέσον για εγκληματική δράση, καθώς όλοι οι Μαρουσιώτες διέθεταν τουλάχιστον από ένα.
Αυτοκτονίες έχουν καταγραφεί πάντως και σε πηγάδια της περιοχής.
Δείτε: 1857: Κεραυνός σκοτώνει τον γεωργό Σταύρο Τσουκλείδη
Η Αμαρυσία είναι παντού! Ακολουθήστε μας στα social media για να μαθαίνετε ότι συμβαίνει στα Βόρεια Προάστια! #Follow για να βλέπετε όλες τις εξελίξεις!
Twitter: https://twitter.com/
Instagram: https://www.instagram.com/
Facebook: https://www.facebook.com/