Μια άγνωστη αφήγηση του James Skene – Έρευνα- κείμενο: Γιώργος Πάλλης
Ο,τι γνωρίζουμε ως τώρα για το Μαρούσι κατά την Ελληνική Επανάσταση -τη συμμετοχή των χωρικών του και τις καταστροφές που υπέστη- βασίζεται σε λίγες και έμμεσες πληροφορίες. Καθώς εδώ δεν σημειώθηκε καμία μεγάλη μάχη ή άλλο γεγονός μείζονος σημασίας, ο οικισμός αναφέρεται περιστασιακά μόνον σε κείμενα αγωνιστών της εποχής, σε σύντομες αφηγήσεις που πέρασαν από γενιά σε γενιά και στα έγγραφα πιστοποιητικά της δράσης μερικών ντόπιων πολεμιστών, τα οποία εντόπισε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους ο Τάκης Πολιτόπουλος. Λείπουν όμως οι άμεσες μαρτυρίες, τα αυθεντικά βιώματα των Μαρουσιωτών από τα χρόνια της Επανάστασης.
Την έλλειψη αυτή έρχεται να μετριάσει ένα ξεχασμένο τεκμήριο που εντοπίσαμε πρόσφατα: πρόκειται για το εκτενές άρθρο με τίτλο “A visit to a village of Attica” (Επίσκεψη σε ένα χωριό της Αττικής) που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1838 στο Blackwood Edinburgh Magazine, ένα ευρείας κυκλοφορίας μηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν τότε στη Σκωτία. Στο κείμενο αυτό, μέρος μιας σειράς άρθρων με τίτλο “Sketches of Modern Greece”, ο ανώνυμος συντάκτης αφιερώνει μερικές σελίδες στο Μαρούσι, όπου περιγράφει την κατάστασή του πριν και μετά την Επανάσταση και τα δεινά που υπέστη κατά την εξέλιξή της.
Ως συντάκτης του κειμένου αναγνωρίζεται ο James Skene of Rubislaw, ένας ευγενής από τη Σκωτία και ερασιτέχνης ζωγράφος, ο οποίος φιλοτέχνησε δεκάδες υδατογραφίες τοπίων και μνημείων της Ελλάδας. Μεταξύ του 1838 και του 1844 έζησε στο Μαρούσι με την οικογένειά του και απεικόνισε μάλιστα τοπία της υπαίθρου του. Στην ιδιοκτησία του βρισκόταν μέρος του σημερινού κτήματος Συγγρού. Ο Skene συνδέθηκε επίσης οικογενειακά με τον Σουηδό διπλωμάτη Karl von Heidenstam που διατηρούσε κατοικία στην περιοχή του σημερινού Αμαλιείου Ορφανοτροφείου.
Από το πολύτιμο αυτό τεκμήριο, παρουσιάζουμε σήμερα ένα απόσπασμα που αναφέρεται στη δραματική ιστορία μιας μαρουσιώτικης οικογένειας στη διάρκεια της Επανάστασης, δίχως δυστυχώς να αναφέρεται το επώνυμό της. Ο Skene φαίνεται ότι κατέγραψε την αφήγηση μιας ντόπιας γυναίκας -της μόνης επιζήσασας από την οικογένεια-, την οποία είχε προσλάβει στην υπηρεσία του, καθώς αναφέρει ότι «αφού επέζησε από τις εφιαλτικές δυστυχίες που γνώρισε, ζει στον κήπο ενός Άγγλου γαιοκτήμονα στο Μαρούσι, τον οποίο φροντίζει».
Το τίμημα της ελευθερίας
Σύμφωνα με τον Skene, στις παραμονές της εξέγερσης το Μαρούσι παρουσίαζε μια σχετικά ανθηρή εικόνα, με χίλιους περίπου κατοίκους, πλούσιες καλλιέργειες αμπελώνων και ελαιόδεντρων, αιρετούς δημογέροντες και απρόσκοπτη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των χριστιανών. Αυτή η εικόνα ανατράπηκε με τον πόλεμο της ανεξαρτησίας: «Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, το χωριό του Μαρουσιού έχασε τα δύο τρίτα του πληθυσμού του και πολλά από τα σπίτια του κάηκαν. Tα αμπέλια καταστράφηκαν από την έλλειψη καλλιέργειας, καθώς ήταν αδύνατο για τους χωρικούς να καλύψουν τις αγροτικές εργασίες στα σύντομα διαλείμματα ηρεμίας, και ένα μεγάλο μέρος από τα ελαιόδεντρα πυρπολήθηκαν από τους Τούρκους. Τα κάθε είδους ζωντανά εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά, καταδιωγμένα από τα στρατεύματα…».
Η συμμετοχή των ντόπιων στην Επανάσταση ήταν, όπως γνωρίζουμε, πάνδημη και αυτό επιβεβαιώνει και ο Skene: «Σχεδόν όλοι οι Μαρουσιώτες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλα, είτε υπηρετούσαν στην Αθήνα, πότε πολιορκώντας και πότε πολιορκούμενοι, είτε ακολουθούσαν τους καπετάνιους τους σε άλλες περιοχές, όπου μαινόταν ο εξοντωτικός πόλεμος».
Πίσω στο χωριό, ο άμαχος πληθυσμός παρέμενε ανυπεράσπιστος και κάθε τόσο αναζητούσε καταφύγιο στην Πεντέλη: «Την ίδια στιγμή, οι γέροι, οι γυναίκες και τα παιδιά αναγκάζονταν συχνά να καταφύγουν στα δάση και τα απόκρημνα βουνά για να σωθούν από τη βαναυσότητα των τουρκικών αποσπασμάτων που προέβαιναν σε λεηλασίες».
Η αρχή της περιπέτειας
Ο Skene δημοσίευσε την περιπέτεια της μαρουσιώτικης οικογένειας, ως ένα παράδειγμα από τις πολλές αντίστοιχες ιστορίες που εκτυλίχθηκαν σε κάθε τόπο της επαναστατημένης Ελλάδας. Το κύριο μέρος της διαδραματίστηκε στο 1823, στη διάρκεια μιας τουρκικής επιδρομής που ανάγκασε τους Μαρουσιώτες να αναζητήσουν καταφύγιο στη Σπηλιά της Πεντέλης. Το τελευταίο επεισόδιο διαδραματίστηκε τρία χρόνια μετά, στο ίδιο το Μαρούσι. Η αφήγηση αρχίζει με την περιγραφή της πρωταγωνίστριας:
«Ήταν η γυναίκα ενός καλλιεργητή, και μητέρα τριών αγοριών, το μικρότερο από τα οποία ήταν ακόμα μωρό το 1823, χρόνο κατά τον οποίο εκείνη δεν είχε συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας της και λογιζόταν ως μια από τις πιο δυνατές γυναίκες στο Μαρούσι. H ευλογιά θέριζε τότε το χωριό, και ο άντρας της και οι δύο μεγαλύτεροι γιοί της ήταν σοβαρά άρρωστοι για μερικές μέρες. Η ίδια είχε γλιτώσει τη μόλυνση και είχε καταφέρει να μη μεταδοθεί και στο μικρότερο παιδί της, όταν ένα πρωί ξύπνησε πριν από το ξημέρωμα, από ασυνήθιστο θόρυβο και ταραχή στο χωριό. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της, το οποίο βρισκόταν -και βρίσκεται- μέσα σε έναν κήπο σε μικρή απόσταση από τα άλλα αγροτόσπιτα, και είδε κάμποσους χωρικούς να τρέχουν κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί προς το βουνό. Ένας από αυτούς, που πρόσεξε το φως που έβγαινε από την ανοιχτή πόρτα, της φώναξε να βιαστεί, γιατί φτάνουν οι Τούρκοι.
Αποσβολωμένη στο άκουσμα αυτής της τρομακτικής είδησης και φοβούμενη ότι δεν θα πρόφταινε να γλιτώσει από τη γνωστή αγριότητά τους, η άτυχη γυναίκα έδειξε σπάνια ετοιμότητα και δύναμη αρκετή ώστε να σηκώσει τον ετοιμοθάνατο άντρα της και να τον δέσει επάνω στο ξύλινο σαμάρι του γαϊδουριού που έβοσκε αμέριμνο δίπλα στην πόρτα. Στη συνέχεια έβαλε τα δύο άρρωστα αγόρια στα γόνατα του πατέρα τους, o οποίος προσπάθησε, εξαντλημένος, να τα κρατήσει. Kαι μόλις άρπαξε το μικρότερο παιδί της στα χέρια της κι οπλίστηκε με ένα μακρύ ραβδί, πίεσε με λακτίσματα και φωνές το γαϊδούρι να προχωρήσει με τον πιο γρήγορο βηματισμό. Ωστόσο, είχε χαθεί πολύς χρόνος και οι άλλοι φυγάδες προπορεύονταν ήδη μακριά. Τουλάχιστον δεν υπήρχαν ακόμη σημάδια καταδίωξης, καθώς οι αρπακτικοί Τούρκοι ασχολούνταν με τη λεηλασία των παρατημένων σπιτιών».
Η καταδίωξη
«H δύστυχη οικογένεια συνέχισε να προχωρά για περισσότερο από μισή ώρα, ελπίζοντας να φτάσει στη Σπηλιά της Πεντέλης, όταν άρχισε να χαράζει και η γυναίκα, τρέμοντας, διέκρινε μια ομάδα από καβαλάρηδες να καλπάζουν πίσω τους. Τώρα υπήρχαν ελάχιστες ελπίδες διαφυγής· ο ετοιμοθάνατος άντρας ξύπνησε από τον στεναγμό της απελπισίας που ακολούθησε τη διαπίστωση της συζύγου του, η οποία παραπατούσε και ζαλιζόταν από την κούραση. Το βάρος του παιδιού στα χέρια της και οι συνεχείς προσπάθειες να προχωρήσουν πιο γρήγορα, είχαν εξαντλήσει τις δυνάμεις της φτωχής γυναίκας. Όταν ο άντρας της σήκωσε με δυσκολία το κεφάλι του και παρατήρησε τα αδύναμα και ασταθή βήματά της, νιώθοντας ότι ο ίδιος δεν έχει πια πολλή ζωή, ζήτησε από την απελπισμένη σύζυγό του να τον αφήσει και να πάρει τη θέση του στο γαϊδούρι. Η μόνη της απάντηση σ’ αυτή την πρόταση ήταν μια κοφτή άρνηση, κι αυτή σχεδόν πνίγηκε στις φωνές των Τούρκων που πλησίαζαν.
Το κεφάλι του άρρωστου άντρα έγειρε πίσω μ’ έναν βαρύ στεναγμό και μόλις η αναστατωμένη γυναίκα έστρεψε το έντρομο βλέμμα της από τους φοβερούς διώκτες τους, κεραυνοβολήθηκε από την αλλαγή στην έκφραση της όψης του και, κοιτάζοντάς τον από πιο κοντά, κατάλαβε ότι είναι πλέον μια χήρα. Όμως δεν υπήρχε χρόνος για θρήνο, καθώς οι ζωές των τριών αγοριών της εξακολουθούσαν να κρέμονται από τις προσπάθειές της.
Αφού συνέχισε για κάμποση ώρα να λακτίζει το γαϊδούρι, το οποίο άρχισε να χαλαρώνει από το βάρος του ασυνήθιστου φορτίου του, ο αυξανόμενος θόρυβος από τα άλογα που κάλπαζαν την έπεισε ότι οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί τον κύριο κορμό των Ελλήνων, που βρίσκονταν περίπου μισό μίλι πιο μπροστά, και διπλασίασαν τον ζήλο της καταδίωξής τους. Η δύστυχη γυναίκα μάζεψε όση δύναμη της απέμενε για να δώσει ένα ακόμα απελπισμένο λάκτισμα στο κουρασμένο γαϊδούρι. Το ζώο πετάχτηκε μπροστά, αλλά το τίναγμα έριξε ένα από τα άρρωστα παιδιά από τη θέση του, αφού το χέρι που τα κρατούσε ως τώρα ήταν πλέον άκαμπτο και κρύο.
Τότε ήρθε στη δύστυχη γυναίκα η ιδέα ότι αν αφήσει το γαϊδούρι στους Τούρκους, θα ανακόψει την καταδίωξή τους, καθώς θα προσπαθούσαν να το πιάσουν, και τα κοντινά ερείπια μιας χριστιανικής εκκλησίας ήταν αποφασιστικά για το σχέδιό της. Οδήγησε το γαϊδούρι στο εσωτερικό της και, αφού απέθεσε προσεκτικά το σώμα του άντρα της μπροστά στην γκρεμισμένη αγία τράπεζα, έκανε βιαστικά τον σταυρό της και γύρισε στο μονοπάτι. Εκεί άφησε το γαϊδούρι και αφού άρπαξε τα παιδιά της, συνέχισε κουβαλώντας τα στα χέρια για μερικές εκατοντάδες γιάρδες. Αλλά ακόμα κι αυτό το στρατήγημα φάνηκε έτοιμο να αποτύχει, καθώς όταν κοίταξε πίσω είδε ότι το πιστό ζώο έτρεχε στο κατόπι της, ζωηρό κι όλο ευχαρίστηση, μιας κι είχε απαλλαγεί από το τριπλό του φορτίο. Η φτωχή μητέρα έκλαιγε τώρα γεμάτη αγωνία, ώσπου ρίζωσε μέσα της από μόνη της η πεποίθηση ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει το ένα από τα παιδιά της για να μπορέσει να σώσει τα άλλα δύο.
Με μια φυσική παρόρμηση ξεχώρισε αμέσως το νεότερο παιδί, το οποίο σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να υποφέρει καλύτερα το κρύο και την πείνα, παρά τα άλλα δύο που ήταν ήδη άρρωστα. To έσφιξε μια φορά στο στήθος της, και με τη δύναμη που γεννιέται από την απελπισία, έριξε το παιδί, που κοιμόταν ήρεμα, μέσα σε έναν χαμηλό αλλά λεπτό θάμνο, τη στιγμή που ήταν κρυμμένη από το βλέμμα των τρομερών εχθρών. Και μαζεύοντας ό,τι απέμενε από τη δύναμη και το κουράγιο της, συνέχισε την πορεία της με ανανεωμένο σθένος, κρατώντας ένα από τα αγόρια της σε κάθε χέρι».
Στη σπηλιά της Πεντέλης
«Αφού εξάντλησε τις έσχατες δυνάμεις της για ακόμα μισή ώρα, έφτασε στη σπηλιά με ασφάλεια. Εκεί βρήκε τους άλλους φυγάδες κρυμμένους ήδη στις πιο βαθιές εσοχές, να τρέμουν από το φόβο της ανακάλυψης, γνωρίζοντας καλά ότι δεν υπήρχε ελπίδα να πάψει η καταδίωξη: οι καβαλάρηδες είχαν αποστολή να συλλάβουν μερικούς από τους χωρικούς, τους οποίους θα βασάνιζαν μέχρι να αποκαλύψουν πού είχαν κρύψει τα χρήματά τους. Οι Έλληνες γνώριζαν καλά την επιμονή των Τούρκων, και πως θα τους ωφελούσε ελάχιστα να βεβαιώσουν αυτό που ήταν αλήθεια, ότι oι συχνές λεηλασίες των Τούρκων τους είχαν αφήσει σε απόλυτη ανέχεια.
Όλη την ημέρα ακούγονταν στο βουνό πυροβολισμοί, κι οι φωνές κι οι κατάρες των εξοργισμένων ντελήδων σκορπούσαν τρόμο στις καρδιές των κρυμμένων χωρικών, που γνώριζαν ότι στη μανιώδη καταδίωξή τους, τους παρακινούσε η βεβαιότητα ότι κάποιοι θα αποκεφαλίζονταν αν γύριζαν στο Μαρούσι χωρίς να έχουν πιάσει αιχμαλώτους.
Αργά τη νύχτα, όταν φάνηκε ότι οι Τούρκοι είχαν φύγει από το βουνό, η απογυμνωμένη μητέρα και χήρα, παρόλο που έσβηνε από την κούραση, την πείνα και τον φόβο, aποτόλμησε να βγει από τη σπηλιά για να αναζητήσει το άλλο παιδί, το οποίο είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως είχε θυσιαστεί για τη σωτηρία των αδελφών του. Ήταν μάλλον απίθανο ότι το παιδί δεν θα είχε κλάψει και επομένως προσελκύσει την προσοχή των Τούρκων, που αναμφίβολα θα το έσφαζαν χωρίς έλεος. Ακόμα όμως κι αν είχε ξεφύγει της προσοχής τους, υπήρχαν πολλοί λύκοι στα γύρω υψώματα, για να του αφήσουν την ευκαιρία να επιζήσει από αυτή την εφιαλτική ημέρα.
Η μητέρα συνέχισε ωστόσο να σέρνεται στην κατεύθυνση του σημείου όπου το είχε ρίξει μέσα στον θάμνο. Όμως περπάτησε για δυο ώρες στο έρημο βουνό, χωρίς να αναγνωρίσει τη θέση. Φώναξε, αφουγκράστηκε τον τόπο, αλλά μάταια. Mερικές φορές ένα αμυδρό κλάμα την έκανε να ξαναρχίσει και να τρέξει, αλλά σύντομα το πέταγμα μιας κουκουβάγιας ή ενός γερακιού τη γέμιζε απογοήτευση».
Ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο
«Κοντά στα μεσάνυχτα κάθισε κάτω σε κάτι πεσμένες πέτρες αδύναμη να προχωρήσει περισσότερο, και αναστέναξε μέσα στη δυστυχία της καρδιάς της. Ένα κοφτό γρύλισμα την ξάφνιασε, και κοιτάζοντας γύρω διέκρινε μέσα στο απαλό φως της σελήνης την ισχνή φιγούρα και τα αγριωπά μάτια ενός σκύλου ή λύκου -δεν μπορούσε να ξεχωρίσει- , που του είχε διακόψει κάποιο ανίερο γεύμα. Τότε της ήρθε η σκέψη ότι το άγριο ζώο θα είχε κατασπαράξει το μωρό της και, αποφασισμένη να μάθει τα χειρότερα, σηκώθηκε και προχώρησε περιμένοντας να βρει τα κατακρεουργημένα απομεινάρια του παιδιού της ανάμεσα στα τρομερά του σαγόνια.
Δεν είχε προχωρήσει πολλά βήματα, όταν σκόνταψε και έπεσε επάνω σε μια μάζα μαλακή και δίχως αντιστάσεις, απλωμένη πάνω στο έδαφος: μετά το πρώτο ξάφνιασμα αναγνώρισε το ερειπωμένο εκκλησάκι όπου είχε αποθέσει το πρωί το σώμα του άντρα της, επάνω στο οποίο είχε πέσει. Σηκώθηκε επάνω κι έτρεξε, καθώς θυμόταν ότι το σημείο δεν ήταν μακριά από εκεί που είχε αφήσει το παιδί της. Η βιασύνη της αύξανε στη σκέψη του λύκου ή άγριου σκυλιού που ολοφάνερα κατέτρωγε το νεκρό σώμα. Έφτασε στον θάμνο και βρήκε το παιδί της να κοιμάται ήσυχα εκεί που το είχε αφήσει. Ήταν παγωμένο, αλλά η αναπνοή του, που ήταν κανονική, βεβαίωνε πως ήταν ζωντανό.
Η μητέρα γύρισε όλο χαρά στη σπηλιά, αλλά η ευτυχία της γρήγορα έσβησε, μιας και διαπίστωσε ότι το κάλυμμα με το οποίο είχε σκεπάσει τα δύο άρρωστα αγόρια της είχε κλαπεί από κάποιον από τους συγχωριανούς της και ότι ήταν και τα δύο νεκρά, πιθανότατα από το κρύο, που θα απέβη μοιραίο μέσα στην ασθένειά τους».
Η τελευταία πράξη
«Αφού έμειναν δέκα μέρες στη σπηλιά, οι Μαρουσιώτες, πιεσμένοι από την πείνα και τις στερήσεις, κατέβηκαν στο χωριό, το οποίο είχε αδειάσει από τους Τούρκους. Η χήρα με το μοναδικό παιδί που της απέμεινε επέστρεψε στο αγροτόσπιτό της και έζησε εκεί ήσυχα για δύο χρόνια.
Ωστόσο οι δοκιμασίες της δεν τελείωσαν: το 1825, άφησε τον γιό της να κοιμάται στην αγροικία και έχοντας κλειδώσει την πόρτα έφυγε για να μαζέψει μουρόφυλλα για τα κουκούλια της, σε κάποια απόσταση από το χωριό. Έλειψε περίπου τρεις ώρες και επιστρέφοντας συνάντησε μια ομάδα από έφιππους Τούρκους που είχαν περάσει μέσα από το Μαρούσι. Κρύφτηκε πίσω από μερικά δέντρα στην άκρη του δρόμου, ελπίζοντας ότι θα περνούσαν χωρίς να την δουν.
Μπορεί να γίνει αντιληπτή η φρίκη της μητέρας όταν, καθώς προχώρησαν, αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά του γιού της στο κεφάλι ενός παιδιού που ήταν καρφωμένο σε ένα ραβδί, επάνω από την ημισέληνο, που έφερε ο επικεφαλής του αποσπάσματος. Οι Τούρκοι είχαν λεηλατήσει το Μαρούσι και επειδή δεν βρήκαν τίποτα στο σπίτι της, είχαν σκοτώσει το παιδί της. Η δύστυχη γυναίκα διέφυγε χωρίς να την αντιληφθούν και επιστρέφοντας στο χωριό βρήκε το ακέφαλο σώμα του γιού της στο κατώφλι του σπιτιού της».
Οι περιπέτειες των Μαρουσιωτών είχαν όμως και συνέχεια. Όπως προσθέτει ο Skene, το χωριό ερημώθηκε πλήρως όταν οι Τούρκοι του Κιουταχή στρατοπέδευσαν στην Κηφισιά – κάτι που πρέπει να συνέβη το 1826. Καθώς τα καταφύγια της Πεντέλης δεν ήταν πια ασφαλή, οι κάτοικοί του μετανάστευσαν προσωρινά στη Σαλαμίνα και την Αίγινα, όπου έζησαν για μερικά χρόνια σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Μέσα από αυτές τις στάχτες και τις τραγωδίες, αναγεννήθηκε το Μαρούσι των νεώτερων χρόνων, συγκεντρώνοντας τους επιζήσαντες από τους παλαιούς του κατοίκους και αρκετούς νέους. Η προσεχής επέτειος των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, επιβάλλει να επανεξετάσουμε και να ανασυντάξουμε τη μικρή ιστορία και τη γενναία, για τα μέτρα του, συμβολή του τόπου μας σε αυτήν, αξιοποιώντας ξεχασμένες μαρτυρίες, όπως αυτήν του James Skene.