Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Πολύ αλλιώτικα τα φετινά Χριστούγεννα. Χάθηκε η αγιότητα που μας φέρνουν στις δυσκολίες του χρόνου και απλά μας προσπέρασαν.
Όμως, πίσω από τα Χριστούγεννα ακολουθεί το έλκηθρο του Άι-Βασίλη. Κι εκείνος καθισμένος αναπαυτικά στη μεγαλοπρεπή θέση του κοιτάζει περίεργα τριγύρω και αναρωτιέται γιατί είναι λίγος ο κόσμος που ήρθε να τον καλωσορίσει, και γιατί τον υποδέχονται σιωπηλά, χωρίς ενθουσιασμό και ζητωκραυγές. Και γιατί τα παιδιά, που άλλες φορές με ασυγκράτητο ενθουσιασμό έτρεχαν πίσω από το έλκηθρο, τώρα βλέπουν τον Άι-Βασίλη να φτάνει σ’ ένα λευκό σύννεφο ησυχίας, χωρίς ν’ ακούσουν τον χαρακτηριστικό χαρούμενο χαιρετισμό του: «Χο… Χο… Χο». Και οι τάρανδοι που σέρνουν το έλκηθρο, φαίνονται πολύ κουρασμένοι. Δεν καλπάζουν ξεφυσώντας τη ζεστή ανάσα τους. Κινούνται αργά και φοβισμένα, λες και προαισθάνονται ότι δεν θα φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους.
Ο Άι-Βασίλης τυλιγμένος στην κόκκινη κάπα του, την κλείνει σφιχτά μέχρι τον λαιμό. Φαίνεται ότι κρυώνει. Το πρόσωπό του είναι χλωμό και παράξενο και η κάτασπρη γενειάδα του φτερουγίζει σαν τα λευκά φτερά κάποιου πουλιού, στον δυνατό αγέρα. Τώρα τα κόκκινα μάγουλά του είναι χλωμά και άχρωμα, ενώ τα καλοσυνάτα του μάτια μένουν ανέκφραστα και μισόκλειστα. Πυκνές νιφάδες χιονιού σχηματίζουν λευκά μικρά βουναλάκια επάνω στον ευρύχωρο κόκκινο σκούφο του, στις χοντρές μπότες και στα παγωμένα του χέρια, που σιγά-σιγά χαλαρώνουν και αφήνουν τα χαλινάρια με τα οποία οδηγούσε το έλκηθρο. Μένει σ’ αυτή τη θέση ακίνητος. Φαίνεται σα να κοιμάται. Έχει γείρει το κεφάλι μπροστά, επάνω στο στήθος και η τρανταχτή φωνή του έχει σωπάσει, ενώ οι πουπουλένιες νιφάδες εξακολουθούν αδιάφορες τον υπέροχο χορό τους.
Έχει περάσει αρκετή ώρα στο ταξίδι και ένας τάρανδος στρέφοντας για λίγο το κεφάλι του προς τα πίσω με περιέργεια βλέπει ότι τον Άι-Βασίλη τον έχει τυλίξει το παγωμένο χιόνι και τα κοκαλιασμένα χέρια, χαλαρά και κρεμασμένα κάτω, δεν οδηγούν πλέον το έλκηθρο. Μουρμουρίζει στους άλλους αυτά τα δυσάρεστα που βλέπει, και με προσοχή όλοι μαζί οδηγούν το έλκηθρο στην άκρη του λασπωμένου δρόμου. Με το σταμάτημα, τραντάχτηκε λίγο στη θέση του ο Άγιος και το χοντρό σώμα του με τα βαριά ρούχα έγειρε μπροστά, ενώ το χιόνι συνέχιζε χωρίς διακοπή να πέφτει πυκνό επάνω του, λες και προσπαθούσε τρυφερά να συνεφέρει τον άρρωστο Άι-Βασίλη.
Μόλις τα παιδιά είδαν το έλκηθρο να σταματά στο χωριό τους, έτρεξαν όλα μαζί και το περικύκλωσαν χειροκροτώντας, φωνάζοντας με ενθουσιασμό και τραγουδώντας τα τραγούδια της Πρωτοχρονιάς. Πίστεψαν ότι ο Άγιος της Αγάπης τούς είχε φέρει και φέτος τα δώρα τους και με ανοιχτά τα χέρια στον αέρα, περίμεναν να πιάσουν τα παιχνίδια, τα βιβλία και τα όμορφα ρούχα που του είχαν παραγγείλει· και εκείνος πιστός όπως κάθε χρόνο στην υπόσχεσή του, τα είχε φέρει όλα. Μαζί με τα παιδιά, έτρεξαν και οι γονείς τους και με χαρούμενη έκπληξη πλησίασαν το χιονισμένο έλκηθρο και τους κουρασμένους τάρανδους που στέκονταν ακίνητοι στη θέση τους… μέχρι που ακούστηκε μια δυνατή φωνή από τον συγκεντρωμένο κόσμο να λέει: «Ο Άι-Βασίλης είναι άρρωστος. Δεν κοιμάται. Καίγεται από τον πυρετό και έχει λιποθυμήσει… Ας τρέξουμε να φέρουμε έναν γιατρό».
Σε λίγη ώρα το ασθενοφόρο σταμάτησε δίπλα στο έλκηθρο και γιατροί και νοσοκόμοι σήκωσαν με προσοχή τον άρρωστο και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο. Του έδωσαν τις πρώτες βοήθειες, κι εκείνος συνήλθε, άνοιξε τα μάτια του και το πρώτο πράγμα που είπε με αγωνία, ήταν:
«Πού βρίσκομαι; Θέλω να φύγω. Τα παιδιά περιμένουν τα δώρα τους. Δεν πρέπει να καθυστερήσω…»
Οι γιατροί τού εξήγησαν ότι είναι πολύ άρρωστος, και πρέπει να μείνει στο κρεβάτι και να κάνει πολλές εξετάσεις, γιατί πολλοί ιοί καινούριοι, άγνωστοι και επικίνδυνοι, έχουν ξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο και θερίζουν ανθρώπινες ζωές. Ο Άι-Βασίλης όμως φάνηκε ότι ήταν πολύ καλά ενημερωμένος για τον θανατηφόρο κορωνοϊό και γι αυτό βιάστηκε να απαντήσει:
«Κατάλαβα, μη φοβόσαστε… Εγώ δεν έχω κορωνοϊό. Έχω κάνει και τις τρεις δόσεις του εμβολίου και δεν κινδυνεύω να κολλήσω. Άλλωστε θα ξεκινούσα ένα τόσο δύσκολο ταξίδι για να μοιράσω τα δώρα στα παιδιά, και από την μακρινή Καισαρεία να γυρίσω όλον τον κόσμο, αν δεν ήμουν σίγουρος ότι είμαι απολύτως καλά;»
Σταμάτησε για λίγο, πήρε μια βαθιά αναπνοή και μετά συνέχισε με σπασμένη φωνή:
«Πού είναι οι τάρανδοί μου; Πού είναι το έλκηθρο με τα δώρα των παιδιών;» είπε, και δύο δάκρυα κύλησαν γρήγορα από τα μάτια του και χάθηκαν στα πυκνά άσπρα του γένια. Όλοι τον καθησύχασαν να μη στεναχωριέται και να ηρεμήσει, γιατί όλα ήταν πολύ καλά και εκείνος υγιής και ασφαλής. Όμως έπρεπε να γίνει εντελώς καλά, και να δυναμώσει για να συνεχίσει το δύσκολο ταξίδι του.
Ο Άγιος της Αγάπης δέχτηκε υπομονετικά στο νοσοκομείο τις ιατρικές φροντίδες και τις τρυφερές περιποιήσεις των γιατρών και των νοσοκόμων και άκουσε τις συμβουλές και τις οδηγίες τους. Όμως η ερώτηση που έκανε καθημερινά ήταν η ίδια:
«Είμαι καλά. Πότε θα φύγω; Πρέπει να φύγω για να προλάβω τις ημερομηνίες. Έχει απομείνει λίγος καιρός μέχρι την Πρωτοχρονιά κι εγώ έχω να γυρίσω όλον τον κόσμο για να δώσω χαρά σε όλους, μικρούς και μεγάλους…»
■ ■ ■
Πέρασε 15 ημέρες στο νοσοκομείο ο Άι-Βασίλης μέχρι να γίνει τελείως καλά. Τώρα συχνά ακουγόταν στους διαδρόμους χαρούμενη η δυνατή φωνή του: «Χο… Χο… Χο», σημάδι κι αυτό ότι είχε ξαναβρεί τις δυνάμεις και το κέφι του, και τώρα ήταν έτοιμος να συνεχίσει το δύσκολο ταξίδι του στον κόσμο. Στο μεγάλο πλάτωμα, πίσω από το νοσοκομείο, τον περίμεναν οι αγαπημένοι του τάρανδοι και το όμορφο έλκηθρο, φορτωμένο με πολλές χρωματιστές σακούλες γεμάτες με τα δώρα που έφερνε στα παιδιά, που κάθε νύχτα ονειρεύονταν τον ερχομό του και τον περίμεναν με λαχτάρα κι ελπίδα