Φοβήθηκα πως θα σοκάριζα μέρος των αναγνωστών αν κατέγραφα την εικόνα που ο Ν. Καραγιαννίδης έδωσε, περιγράφοντας πολύ παραστατικά τα όσα είπε η σύντροφός του, αλλά και τις δικές του σκέψεις έπειτα απ’ τα όσα άκουσε απ’ την εφήμερη, ερωτική του συνεύρεση. Γράφει λοιπόν πως την άκουγε σιωπηλός και συνεχίζει με την περιγραφή της εικόνας. Δυο άτομα, ένας άνδρας και μια γυναίκα, μόνοι στο χώρο, με συμπάθεια, αλλά και με εκτίμηση το ένα για το άλλο. Θα σταθώ στην εκτίμηση, που δείχνει πως όταν δυο όντα συναντιώνται ερωτικά, έστω και περιστασιακά οφείλουν τον προσήκοντα σεβασμό του ενός προς τον άλλον. Επανέρχομαι στον σοφό καθηγητή Κριαρά.
Ο καθηγητής στα 104 χρόνια του λέει: «εργάζομαι ακόμα αλλά με δυσκολία. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε τραγικές μορφές. Το ότι έχουμε συνείδηση δεν είναι στοιχείο ουσιαστικής ευτυχίας. Ο άνθρωπος ζει πιο ευτυχισμένος όταν δεν έχει συνείδηση της τραγικότητάς της ζωής του. Εγώ δυστυχώς έχω αυτήν την επίγνωση. Επιθυμία μου είναι να μη ζήσω πλέον. Είναι βάρος πια η ζωή μου». Και όμως φίλοι μου, ζει 104 χρόνια και εξακολουθεί να αισθάνεται τον έρωτα. Πρέπει να είναι συγκλονιστικά τα βιώματά του.
Όλο αυτό το κείμενο είναι για μένα η αποθέωση της ζωής, που την προσφέρει στον άνθρωπο η δημιουργία. Είναι η αποθέωση του έρωτα, που μετουσιώνει την ύλη και δίνει ζωή στα νέα όντα που φέρνει στον κόσμο.
Έχει νυχτώσει για τα καλά κι εγώ βρίσκομαι στην κορφή του βουνού να βλέπω μακριά, έχοντας χάσει τελείως την αίσθηση της πραγματικότητας. Εξακολουθούσα να ζω στην εποχή που οι θεοί του Ολύμπου, δημιούργησαν τον πνευματικό κόσμο, εξυμνώντας όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, δίνοντάς τους ανθρώπινες μορφές. Χόρτασαν τα μάτια μου βλέποντας τις πάγκαλες θεές, την Αθηνά, τη Δήμητρα, την Αφροδίτη, σχεδόν ολόκληρο το δωδεκάθεο το έβλεπα να περνάει μέσα απ’ τα μάτια μου. Στάθηκα στις πανέμορφες Καρυάτιδες, ξεστράτισα τελείως και είδα τον Απόλλωνα να προσπαθεί να φωτίσει τη νύχτα. Μια νύχτα ασέληνη, τρομακτική. Και στο βάθος είδα την άπτερο Νίκη.
Μια περίεργη αναταραχή μέσα στο σπίτι, με ξανάφερε στην πραγματικότητα.
Το όνειρο είχε φύγει και στο κουτί από όπου έβγαιναν οι κραυγές φάνηκαν οι τεράστιες φλόγες που κατέκαψαν όλα τα δάση της Αττικής. Αντίκρισα την κόλαση και ευχήθηκα μέσα μου να μπορούσα να αποδράσω σε μια άλλη εποχή, την εποχή που ηΙερή Πατρίδα μας μεγαλουργούσε. Δυστυχώς προκαλέσαμε με τις ύβρεις μας τους θεούς και η Νέμεση έκαμε την οδυνηρή παρουσία της. Για άλλη μια φορά είδαμε τα δάση μας και το οικοσύστημά τους να γίνεται στάχτη. Αυτή τη φορά δεν έχω το κουράγιο να γράψω περισσότερα γι’ αυτήν την τραγωδία. Το υποσυνείδητό μου αρνήθηκε να πιστέψει πως πρέπει να σταματήσει το όνειρο, που με έβγαλε έστω και για λίγο απ’ την αγκαλιά του θανάτου που ζω τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς αυτό το τρίτο μερόνυχτο της παραμονής μου σ’ αυτήν την μαγευτική περιοχή ήταν απ’ τα πιο οδυνηρά της ζωής μου.
Φίλοι μου, η μοίρα της Ιερής Πατρίδας μας είναι πάντα η άπτερος Νίκη. Μια Νίκη χωρίς φτερά, ανίκανη να πετάξει πάνω απ’ την πάλαι ποτέ ένδοξη γη των θεών και των ηρώων. Η φωνή της κουκουβάγιας που είχα χρόνια να ακούσω, μου θύμισε πως ακόμα είμαι πάνω στο βουνό και πως δεν πρέπει να σταματήσω να ονειρεύομαι και να ελπίζαω πως οι θεοί του Ολύμπου δεν θα επιτρέψουν την καταστροφή του οίκου τους, την καταστροφή της κοινής πατρίδας των θεών και των ανθρώπων.
Χαριτίνη Ρασιά