Φοβάμαι πως είναι πολύ αργά!…Ήταν το 1982, όταν πρωτάκουσα κάποιον πατέρα να αναγγέλλει με όλην την έπαρση που μπορεί να διακατέχει ενός κοκόρου τον εγκέφαλο, πως… «η γκόμενα θα πάει σε πάρτι». Η «γκόμενα» ήταν η πεντάχρονη κόρη του, και ήταν παρούσα στην εκφρασμένη θέση του μπαμπά, ως προς τον ρόλο τον οποίο πρέπει να παίξει επάξια εφ εξής, βάσει των προσδοκιών του…
Έχασα πάσαν ιδέαν για τον τύπο κι από κει και πέρα, καθώς περνούσαν τα χρόνια, έχανα σιγά-σιγά και το σκαλπ μου, από τέτοιου είδους απελευθερωμένες μοντερνοσύνες, των πατεράδων, των μανάδων, του παπουδογιαγιάδων, αλλά και του εκπαιδευτικού-μορφωτικού συστήματος, το οποίο προετοίμαζε την κοινωνία των καταναλωτών νεοραγιάδων, που εξελίσσονταν συν τω χρόνω σε δουλοπάροικους της «τριτοκοσμικής» ως προς την αισθητική και τον πολιτισμό Ελληναράδας.
Και φτάσαμε έτσι, μέσα στην έπαρση περί των «δικαιωμάτων» μας, στην υπερμοντέρνα αντιμετώπιση πασών των Αξιών -οι οποίες αφορούσαν κάποτε στον άνδρα και στη γυναίκα, και καθόριζαν τις σημαντικότατες και αξιοσέβαστες ιδιαιτερότητες άρρενος και θήλεος- στο «σωτήριον έτος» 2009. Το έτος, όπου τον πατέρα του ο πεντάχρονος τον αποκαλεί «μα….κα» ως φυσικό επακόλουθο, και η οκτάχρονη εγγονή στολίζει τον παππού της πάνω στο τσακίρ κέφι του θυμού της: «Είσαι ηλίθιος και μα….κας», ως φυσική συνέπεια, ένεκα η πρόοδος!
Εάν εξετάσουμε αυτήν την περίοδο της… προόδου από τη σκοπιά της προσδοκίας για τον… άνω θρώσκοντα άνθρωπο, ήταν καθοδική για τον Έλληνα και πέρασε μέσα από πολιτικές της «πλέριας (υποτιθέμενης) ισότητας» και της μαθητικής συνδικαλοσύνης, όταν η μάνα ξεχύθηκε στα ξενυχτάδικα για να γιορτάζει την «Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας» πάνω στα τραπέζια του… αγώνα για το πιο λάγνο τσιφτετέλι, και η μαθητιώσα νεολαία, ενδεδυμένη πλέον και πλουμισμένη με τα σκουλαρίκια της οργής και τις έγχρωμες όρθιες κώμες, να κλείνει -πλην των άλλων πρωτοποριών- τα σχολικά πάρτι των 12άχρονων και 13άχρονων γυμνασιόπαιδων στα νυκτερινά κέντρα, μετά τις 12 το βράδυ!!!
Με τούτες και με κείνες τις απελευθερωσύνες οι οποίες διείσδυσαν στην ελληνική οικογένεια, στα σχολεία και στα σπίτια μας με τα «πρότυπα» τα οποία προβάλλει κυρίως η ιδιωτική τηλεόραση, η πτώση του ανθρώπου σε ακόμα χαμηλότερα πνευματικά επίπεδα σήκωσε τέτοιο «κουρνιαχτό» του οποίου τους ρύπους εισπνέουμε όλοι, ενώ ο στίχος του ποιητή «πήραμε τη ζωή μας λάθος», ελάχιστους αγγίζει ως φιλοσοφία ή ως συνειδητή εξομολόγηση.
Επομένως για την συντριπτική πλειοψηφία των εκσυγχρονισμένων, όλα βαίνουν… καλώς. Ως εκ τούτου, ζητήματα «παλιομοδίτικα» που έχουν άμεση σύνδεση με την αυθεντική Ελληνίδα Παιδεία, η οποία με τα σύγχρονα μέσα και εργαλεία που διατίθενται προς επικοινωνία, θα μπορούσε να εξυψώσει και να εξελίξει τις «Μάζες» σε κοινωνίες Πολιτών, όλο και περισσότερο απομακρύνονταν από τον ανοιχτό ορίζοντα. Εκεί, όπου φωλιάζουν το όραμα και τα όνειρα, τα οποία αφορούν σε έναν σοφότερο – κατά το δυνατόν- άνθρωπο και άρα, σε καλύτερες κοινωνίες.
Οι εικόνες γύρω μας, οι συμπεριφορές των ανθρώπων, οι ενέργειές τους που δεν έχουν ίχνος λογικής και μη μου πείτε πως υπάρχει κάτι τέτοιο όταν για παράδειγμα ενώ οι παλιατζήδες περνάνε τουλάχιστον τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα από τις γειτονιές μας, εν τούτοις… φορτώνει ο άλλος στο αυτοκίνητο την άχρηστη συσκευή της ηλεκτρικής του κουζίνας και την πάει και την πετάει μέσα στο… δάσος!!! Ο άλλος πάλι, γεμίζει την πλαστική λεκάνη (φωτογραφία) με γυψοασβεστοειδή και την φέρνει δίπλα στον κάδο των απορριμμάτων για να περάσει εκεί το υπόλοιπο της… ζωής της, αφού κανένας άνθρωπος της καθαριότητας του Δήμου Νηλέως π.χ. δεν πρόκειται να ασχοληθεί με το γεμάτο μπάζα αντικείμενο, το εκτός κάδου. Πόσο μυαλό άραγε χρειαζόταν, για να γεμίσει μια λακκούβα με τούτο το υλικό και να πεταχτεί το δοχείο στον κάδο. Πόσο;!…
Με τα μυαλά λοιπόν πανέ και το I.Q. ραδικιού -το οποίο απαντάται σε όλη την νεοελληνική κοινωνική πυραμίδα από πάνω μέχρι κάτω- πολύ φοβάμαι πως απ’ αυτόν, τον έτσι διαμορφωμένο ανθρώπινο εγκέφαλο, τίποτα καλό δεν πρόκειται να προκύψει πλέον. Ίσως γι αυτό, να συμβαίνουν κατά καιρούς στην ιστορία της ανθρωπότητας, συνταρακτικά γεγονότα τα οποία αλλάζουν και τον… ρουν…
ΤοποΓράφει η Θέμις