Επίσης, η ταύτιση της Τράπεζας με το κράτος και τις κυβερνητικές πολιτικές στο πλαίσιο βεβαίως των ευρωπαϊκών θεσμών, της προσδίδει κρατικές και πολιτικές ιδιότητες και γι’ αυτό στην Τράπεζα της Ελλάδος ταιριάζει και ο τίτλος που έχει δώσει ο Δημήτρης Παπούλιας για τις Δημόσιες Επιχειρήσεις (ΔΕΚΟ): Πολιτική Επιχείρηση. Είναι ευνόητο ότι στις πολιτικές επιχειρήσεις είναι δύσκολη η εφαρμογή αρχών και κριτηρίων του ανταγωνισμού και της αγοράς.
Στην Τράπεζα της Ελλάδος κατόπιν ειδικής σύμβασης με το ελληνικό κράτος έχει παραχωρηθεί προς διαχείριση για συγκεκριμένη χρονική περίοδο που ανανεώνεται, κρατική περιουσία συνολικής αξίας περίπου 27 δισ. ευρώ σε χρήμα / χρεόγραφα και χρυσό. Υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία με κάποιο ίδρυμα ή δικηγόρο (καταπιστευματοδόχος), που αναλαμβάνει τη διαχείριση περιουσίας έναντι αμοιβής. Είναι ευνόητο ότι η περιουσία και τα προερχόμενα εξ αυτής κέρδη ανήκουν στον εντολέα και όχι στον εντολοδόχο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το καταστατικό της λειτουργεί ως αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ενεργώντας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και έχει ως πρωταρχικό σκοπό -στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος- τη διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών.
Το εργασιακό καθεστώς της Τράπεζας της Ελλάδος
Η πρόσληψη του υπαλλήλου στην Τράπεζα της Ελλάδος τον θέτει αυτόματα εκτός του «προλεταριάτου», εφόσον η εφάπαξ σύναψη της σύμβασης εργασίας καταλύει οριστικά τους μηχανισμούς της οικονομικής βίας και οδηγεί τον υπάλληλο σε οριστική έξοδο από την καπιταλιστική αγορά εργασίας. Αυτός δεν υπόκειται πλέον στην αβεβαιότητα των νόμων της αγοράς, δεν αναλαμβάνει κινδύνους, δεν υφίσταται τις οικονομικές και ψυχοκοινωνικές συνέπειες της αγοραίας ανασφάλειας.
Επίσης, ο υπάλληλος κάθε βαθμίδας της Τράπεζας έχει αποκτήσει ένα δικαίωμα οικειοποίησης ενός προσδιορισμένου ποσού μέσω μιας προδιαγεγραμμένης σε μεγάλο βαθμό μισθολογικής και βαθμολογικής ανέλιξης και μιας εξασφαλισμένης συνταξιοδότησης. Το ποσό αυτό αντλείται από τους κρατικούς οικονομικούς πόρους και παίρνει τη μορφή προσόδου, η οποία οφείλεται στον υπάλληλο, άσχετα από οποιεσδήποτε ικανότητές του και άσχετα από την αποτελεσματικότητά του στην εκτέλεση συγκεκριμένου έργου. Πρόκειται δηλαδή για μια θεσμικά εγγυημένη «εξασφάλιση» εισοδήματος που παίρνει απλώς τη μορφή μισθού, που στην πραγματικότητα λειτουργεί έξω από την αγορά.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νομικού και εργασιακού καθεστώτος της Τράπεζας συνδέονται επίσης διαλεκτικά με την ασαφή κοινωνική συνείδηση των υπαλλήλων της και την προσωποκεντρική οργάνωσή της. Σ’ αυτή την οργάνωση απουσιάζουν οι παγιωμένες συλλογικά σεβαστές απρόσωπες διαδικασίες και αντί αυτών κυριαρχούν οι προσωπικές διασυνδέσεις, τα προσωπικά σχέδια και οι προσωπικές πρωτοβουλίες. Οι υπάλληλοι σε μια τέτοια οργάνωση δεν έχουν την αφηρημένη ιδιότητα του εργαζόμενου, του προϊστάμενου, του υφιστάμενου, αλλά είναι πρόσωπα που συνδέονται μεταξύ τους με συναισθηματικούς δεσμούς. Οι θεσμοποιημένες διαδικασίες και οι απρόσωποι κανόνες λειτουργούν περισσότερο ως προσχήματα, παρά ως κατευθύνσεις εργασιακής συμπεριφοράς.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο «συναδελφικής» αλληλεγγύης που διαποτίζει όλες τις συνιστώσες της Τράπεζας, είναι φυσικό να παρατηρείται μια έντονη αντίδραση απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια αξιολόγησης, που στηρίζεται σε απρόσωπα αντικειμενικά κριτήρια και παρακάμπτει τους ισχυρούς προσωπικούς δεσμούς των υπαλλήλων. Τελικά, μέσα σ’ ένα τέτοιο σύστημα οι εργαζόμενοι κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν, ή μάλλον δεν παράγουν έργο ανάλογο των κόπων τους.
Οργανωτική δομή και λειτουργία της Τράπεζας της Ελλάδος
● Η Τράπεζα της Ελλάδος ως αυτο-ερμηνευόμενο σύστημα
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νομικού και εργασιακού καθεστώτος της Τράπεζας έχουν συντελέσει στη διαμόρφωση ενός κοινωνικού μορφώματος, ανάλογου με αυτό που περιγράφεται με όρους διεθνούς δικαίου ως «Willens – Nation», δηλαδή μιας συγκροτημένης συλλογικής οντότητας που η βασική της αντικειμενική πραγματικότητα, έγκειται στην φλογερή υποκειμενική επιθυμία όλων των μελών της, να υπερασπίσουν σθεναρά τα συμφέροντά τους.