Η εκδήλωση ενδιαφέροντος συνεργασίας της κινέζικης εταιρείας μεταξιού με αντίστοιχες επενδύσεις στο Μαρούσι, επανέφερε στη μνήμη μας νοσταλγικές ώρες σε μιαν αφύπνιση παρελθοντικών δρώμενων.
Ήμουν μαθητής τότε στην Έκτη Δημοτικού –εκεί που ήταν το Ειρηνοδικείο, πίσω από το παλαιό Δημαρχείο Αμαρουσίου. Τα σχολεία της λεωφόρου Κηφισιάς είχαν μεταβληθεί σε γερμανοϊταλικά νοσοκομεία κατοχής– και η κ. Τιτίκα, η δασκάλα μας, για να κάνει πιο παραστατικό το μάθημα –άλλωστε το έκανε συχνά– θα μας δίδασκε από τα ασπόνδυλα, στη Ζωολογία τη συνομοταξία των αρθρόποδων, που περιελάμβανε και το μεταξοσκώληκα, μας παρουσίασε μια φωτογραφία με μεταξοσκώληκες. Παράλληλα άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα χάρτινο κουτάκι, το άνοιξε και μας έδειξε μέσα σ’αυτό αρκετούς σπόρους, λέγοντάς μας πως οι μεταξοσκώληκες της φωτογραφίας βγήκαν από αυτούς τους σπόρους. Πέρασε από τα θρανία μας και μας τους έδειξε. Έμοιαζαν σα σπόροι από σύκα, κάπως μεγαλύτεροι και ήταν φαιοί. Από αυτούς τους σπόρους, μας είπε, την Άνοιξη βγαίνουν μικρές κάμπιες. Αυτές είναι οι μεταξοσκώληκες, που θα φτιάξουν το μετάξι.
Βλέπετε, μας είπε, αυτό το γαλαζοπράσινο φουλάρι, που φορώ, είναι από μετάξι. Είναι πολύ ακριβό ύφασμα, δε χάνει ποτέ την αξία του. Έχει γίνει από νήμα, που βγάζουν από το στόμα τους οι μεταξοσκώληκες. Με το νήμα αυτό φτιάχνουν ένα κουκούλι, που το λένε βομβύκιο, κλείνονται μέσα σ’ αυτό και σε δεκαπέντε μέρες μεταμορφώνονται σε όμορφες πεταλούδες –χρυσαλλίδες– τρυπάνε το κουκούλι, βγαίνουν, γεννούν αβγά, αυτούς τους μεταξόσπορους, που βλέπετε, και μετά πεθαίνουν.
Έτσι τελειώνει ο κύκλος της ζωής τους, για να ξαναγυρίσουν πάλι την Άνοιξη, όταν τα δέντρα θα βγάλουν φύλλα και ιδιαίτερα η μουριά από τα φύλλα της οποίας τρέφονται.
Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία να απασχολείται κανείς και να τρέφει μεταξοσκώληκες. Αυτή η εργασία, μας είπε, λέγεται σηροτροφία.
Τη σηροτροφία εμείς οι Έλληνες τη γνωρίζαμε από τους αρχαίους χρόνους. Στα αρχαία Ελληνικά ο μεταξοσκώληκας ονομαζόταν σηρ και προερχόταν από τη χώρα των Σήρων. Έτσι ονομάζονταν οι Κινέζοι. Το μετάξι ήταν γνωστό από τον 4ο αιώνα. Ο Μέγας Αλέξανδρος το έφερε στην Ελλάδα από την Ανατολή. Αλλά η καλλιέργειά του στην Ευρώπη άργησε να έρθει έως ότου δύο απεσταλμένοι βυζαντινοί νεστοριανοί μοναχοί της εποχής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (555 μ.Χ.) κατάφεραν να βγάλουν κρυφά από την Κίνα –απαγορευόταν η εξαγωγή του μεταξοσκώληκα με θάνατο– μέσα στα μπαστούνια τους τούς μεταξόσπορους και να τους φέρουν στο Βυζάντιο. Αυτά μας τα περιγράφει και ο προσωπικός ιστορικός του αυτοκράτορα Προκόπιος.
Τότε στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να γίνεται μεγάλη καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Η παραγωγή του μεταξιού ήταν σημαντική αλλά τηρήθηκε μυστικός ο τρόπος της δημιουργίας του για αρκετά χρόνια.
Αργότερα κοινολογήθηκε το μυστικό και η εξαγωγή μεταξόσπορου έγινε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως στην Ισπανία, την Πορτογαλία (711 μ.Χ.), τη Σικελία (1146 μ.Χ.) το Μιλάνο (1550 μ.Χ.) κ.ά. Στην Αθήνα υπάρχει, μας είπε η δασκάλα μας, εργοστάσιο που κάνει την κατεργασία του μεταξιού «Το Μεταξουργείο» (Σήμερα το εργοστάσιο αυτό δεν υπάρχει. Έχει μεταβληθεί σε «Δημόσια Βιβλιοθήκη Εφημερίδων, Περιοδικών και λοιπών εντύπων», σημειώνω εγώ, κρίμα! Γιατί αντικαταστάθηκε το μετάξι, αν είναι δυνατόν, από τα ευτελή ραιγιόν, νάυλον κ.ά.). Μόνο το όνομα του εργοστασίου «Μεταξουργείο» δόθηκε στην περιοχή.
Όλα αυτά, που μας είπε η κ. Τιτίκα, μας κίνησαν το ενδιαφέρον. Στο τέλος του μαθήματός μας είπε ακόμη ότι όποιος πραγματικά θέλει να ασχοληθεί, θα του δώσω μεταξόσπορους «για να τους καλλιεργήσει στο σπίτι του».
Μεταξύ άλλων τότε συμμαθητών μου πήρα κι εγώ. Έφερα με ευλάβεια τους μεταξόσπορους στο σπίτι μας. Τους τοποθέτησα στο πιο ήσυχο μέρος ενός δωματίου, που σπάνια μπαίναμε, μακριά από άλλα ανεπιθύμητα έντομα μυρμήγκια κ.ά. Βρήκα ένα τραπέζι, άπλωσα ένα χοντρό λευκό χαρτόνι και αράδιασα πάνω του τους μεταξόσπορους. Τους παρακολουθούσα καθημερινά. Όταν μπήκε η Άνοιξη είδα να σκάνε οι πρώτες κάμπιες. Η χαρά, η δική μου αλλά και των συμμαθητών μου, που είχαμε πάρει μεταξόσπορους από τα χέρια της κυρίας μας, ήταν απερίγραπτη.
Ανέβηκα στη μουριά, έκοψα τα πιο όμορφα πράσινα φρέσκα φύλλα στεγνά και χωρίς σκόνη για την τροφή τους. Οι κάμπιες αυτές από μαύρες στην αρχή –μέρα με τη μέρα– έγιναν λευκές με μαύρα στίγματα. Τρώγανε, τρώγανε φύλλα συνεχώς, τις εφοδίαζα δύο φορές την ημέρα. Πρωί πρωί –πρόσεχα τα φύλλα να είναι πάντα στεγνά– και απόγευμα. Είδα όλες τις φάσεις της εξέλιξής τους. Όταν μεγάλωσαν αρκετά, παρατήρησα να υψώνουν το κεφάλι τους και να βγάζουν ένα ιξώδες υγρό σαν κόλλα από το στόμα τους. Τότε τους έφερα ξερά θυμάρια. Ανέβηκαν επάνω κι άρχισαν να φτιάχνουν κουκούλια (βομβύκια) και να κλείνονται μέσα σ’αυτά. Καθάρισα το χώρο καλά.
Μάζεψα τα κουκούλια αυτά. Άλλα ήταν λευκά, άλλα κίτρινα, άλλα υποπράσινα κ.λ.π. Τα άπλωσα πάνω σε ένα καθαρό λευκό χαρτόνι. Μετά από λίγες ημέρες είδα να βγαίνουν από αυτά όμορφες χρυσαλλίδες. Ο χώρος γέμισε από μεταξόσπορους.
Είχα νιώσει ευτυχία. Είχα γίνει ένας παραγωγός ζωντανού, φρέσκου, λαμπερού μεταξιού. Και ήταν υπέροχο να βλέπεις μια δική σου παραγωγή με τις δικές σου δυνάμεις τις πενιχρές να ανδρώνεται και να πετυχαίνει μέσα στην παιδική προσπάθεια.
Σήμερα αυτή η παιδική προσπάθεια επισφραγίζεται με την είδηση της Αμαρυσίας και με μερικά απομεινάρια κουκουλιών, που μοιάζουν τώρα σαν αραχίδες (φιστίκι αράπικο) και γεμίζουν τις παλιές μαξιλάρες της γιαγιάς. Είναι μια προσπάθεια παιδική των μαθητικών χρόνων, που δεν πήγε ολότελα χαμένη. Είχα αποκτήσει την εμπειρία φτασμένου παραγωγού μεταξιού! Αν ήταν δυνατόν.
Γράφει ο Δημήτρης Mασούρης