H στήλη χρειάστηκε ν’ αφήσει να περάσουν αρκετές ώρες από την αναγγελία των νέων φορολογικών μέτρων (αλήθεια, θυμάται κανείς ποια κατά σειρά ήταν;), προκειμένου να ηρεμήσει και να προσπαθήσει να γράψει δυο λόγια σε τούτο το σημείωμα, χωρίς να μπει στον πειρασμό να υιοθετήσει τη στάση της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικου λαού, που «σιχτιρίζει», από το πρωί έως το βράδυ, το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας που κυβέρνησε τον τόπο από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Ο λόγος που επιχειρεί δε κάτι τέτοιο δεν είναι ότι δεν συμμερίζεται και δεν κατανοεί την αφόρητη και άδικη πίεση που αισθάνεται ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Ούτε, βέβαια, ότι και η ίδια δεν διακατέχεται από ανάλογα αισθήματα αγανάκτησης και διάθεσης να «σούρει τα εξ’ αμάξης» στους υποτιθέμενους διασώστες (τους Έλληνες, εννοείται) της εθνικής οικονομίας μας. Ωστόσο, οφείλει από τη στιγμή που δημοσιο-γραφεί, να διατηρεί, όσο το δυνατόν, την ψυχραιμία της και να προσπαθεί να μην «πυροδοτεί» περαιτέρω το ήδη «εκρηκτικό» κοινωνικό κλίμα.
Από την άλλη, βέβαια, πώς μπορείς ν’ αγνοήσεις την εξόχως προκλητική συμπεριφορά των κυβερνώντων, οι οποίοι, όντας πολιτικοί νάνοι, αποδεικνύονται, μέρα με τη μέρα, όλο και κοντύτεροι; Πώς μπορείς να ξεπεράσεις το γεγονός της τέλειας εθνικής υποτίμησης και προσβολής (ξεφτίλα είναι η σωστή λέξη και συγχωρήστε μου την κακόηχη έκφραση) που υφίσταται η Ελλάδα, όταν οι διεθνείς ελεγκτές της απαιτούν «εγγυητική επιστολή» από τον πρωθυπουργό(;), για να επιστρέψουν στην Αθήνα; Άραγε, από ποια άλλη χώρα όπου επιβλήθηκε ανάλογη «επιτροπεία» ζητήθηκε κάτι ανάλογο;
Ωστόσο, η στήλη επιμένει ότι στους τελευταίους που θα πρέπει «να πέσει το ανάθεμα» είναι οι λεγόμενοι «τροϊκανοί». Οι άνθρωποι θα πρέπει «να κόβουν φλέβες» με όσα βλέπουν να γίνονται στην Ελλάδα. Και σίγουρα έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε αυτήν την αναξιόπιστη ελληνική κυβέρνηση, που η μοίρα (και δυστυχώς η ψήφος μας) έφερε να κυβερνήσει τη χώρα σε τούτη τη θυελλώδη περίοδο. Ίσως, το μόνο που θα μπορούσε να προσάψει κανείς στη διεθνή και ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ είναι ότι… άργησαν ν’ αντιληφθούν τη διαχρονική και διακομματική αναξιοπιστία του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ίσως, γιατί έτσι μπορούσαν κι αυτοί να κάνουν καλύτερα τις δουλειές τους…
Από εκεί και πέρα, όμως, ας δούμε και την πλευρά των δανειστών μας. Τι ακριβώς ζητούν και γιατί πιέζουν αφόρητα την ελληνική κυβέρνηση; Σίγουρα δεν ζητούν και γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να δουν την Ελλάδα να αποπληρώνει το σύνολο του χρέους της. Είναι, λοιπόν, διατεθειμένοι να καταλήξουν σε κάποια λύση που να μειώνει το συγκεκριμένο χρέος, με μία αυτονόητη όμως προϋπόθεση: Ότι η Ελλάδα θα καταφέρει τουλάχιστον να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Δηλαδή, να μην ξοδεύει παραπάνω απ’ όσα εισπράττει.
Πού είναι το παράλογο; Ζητούν από την κυβέρνηση να λειτουργήσει όπως θα λειτουργούσε μια νοικοκυρεμένη οικογένεια ή μια νοικοκυρεμένη επιχείρηση. Και καλό είναι το παραμύθι ότι τα μέτρα τα προτείνουν οι «τροϊκανοί», αλλά οι «δράκοι» του είναι «ιμιτασιόν». Ουδείς σώφρων δανειστής θα λάμβανε μέτρα που θα εξόντωναν αυτούς από τους οποίους προσδοκά να εξοφληθεί.
Καμία οικογένεια δεν θα έτρωγε τα παιδιά της και καμία σοβαρή επιχείρηση δεν θα εξαθλίωνε τους υπαλλήλους της για να μειώσουν τις δαπάνες τους. Τέτοιες ενέργειες είναι αποτέλεσμα της τέλειας ανικανότητας των κυβερνώντων να συλλάβουν τη φοροδιαφυγή και να καταργήσουν τους κομματικούς στρατούς τους. Η παρανοϊκότητα των οικονομικών και φορολογικών μέτρων που λαμβάνονται υποδηλώνει ότι αυτοί που τα σχεδιάζουν και ψηφίζουν είναι είτε πανικόβλητοι, είτε αδίστακτοι. Και στις δύο περιπτώσεις είναι καλύτερο ν’ αρχίσουν σιγά-σιγά να ετοιμάζουν τα μπαγκάζια τους μπας και προλάβουν να εγκαταλείψουν εγκαίρως τη χώρα.
Η στήλη το έγραφε μήνες πριν, στο ξεκίνημα της ελληνικής τραγωδίας. Το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης Παπανδρέου, αν όντως ήθελε την κοινωνία σύμμαχό της στον δύσκολο αγώνα που είχε να δώσει, ήταν να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και ν’ αποδείξει ότι έχει συγκεκριμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Ε, λοιπόν, απέτυχε οικτρά και στα δύο. Και το διακύβευμα είναι πολύ διαφορετικό και σοβαρότερο από αυτό που επαναλαμβάνει μονότονα ο πρωθυπουργός, δηλαδή το εάν θα ξαναεκλεγεί ή όχι. Αυτό, μάλλον, αφορά μόνο τον ίδιο και τον στενό οικογενειακό κύκλο του.
Το πραγματικό διακύβευμα είναι αν η χώρα θα μπορέσει να βγει από τούτη τη δίνη που τη ρίξανε, αποφεύγοντας τον κίνδυνο μιας γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης, που θα παρασύρει δικαίους κι αδίκους. Και, δυστυχώς, όλοι οι χειρισμοί της κυβέρνησης οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, στο αναπόφευκτο. Μένει ν’ αποδειχθεί αν μένει ακόμη χρόνος, να αντιστραφεί η πορεία προς την καταστροφή…






































































































