Στη Γαλλία η δημιουργία συνεταιρισμών αποτέλεσε την κύρια μορφή δραστηριότητας της εργατικής τάξης κατά την περίοδο 1830-1850 καθώς και στη δεκαετία του 1860. Στη Γαλλία και την Αγγλία όπως και στη Γερμανία τη δεκαετία το 1860 οι συνεταιρισμοί συνδέονταν στενά με άλλες μορφές δραστηριότητας των εργατών όπως τα συνδικάτα.
Δεν είχαν όμως οπωσδήποτε σαφείς πολιτικούς ή επαναστατικούς προσανατολισμούς. Το 1848 ο Λουί Μπλαν ζητούσε από το γαλλικό κράτος ενίσχυση για τα «εθνικά εργαστήρια του», ενώ ο Φ. Λασάλ τη δεκαετία του 1860 απαιτούσε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, ώστε ένα νεοσύστατο εργατικό κράτος να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τους συνεταιρισμούς παραγωγών, τους οποίους θεωρούσε μοναδική διέξοδο από τον «σιδερένιο νόμο των ημερομισθίων».
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μια από τις πιο συνηθισμένες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης ήταν η εταιρεία αμοιβαίας βοήθειας ή «φιλική εταιρεία». Υπήρχαν πάνω από 1 εκατομμύριο τέτοιοι σύλλογοι στην Αγγλία το 1815.
Οι «φιλικές εταιρείες» παρείχαν πρώτα απ’ όλα στα μέλη τους ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση ασθενείας, ατυχήματος ή γηρατειών την εποχή που απουσίαζε ή ήταν αδύναμη και προβληματική η κρατική παρέμβαση στον τομέα αυτό. Έδιναν επίσης μεγάλη έμφαση στις παραδοσιακές αξίες των παλαιών τεχνητών, όπως το μέτρο στο ποτό, η αξιοπρέπεια στο σεξουαλικό τομέα. Συχνά απαγόρευαν την πολιτική δράση των μελών τους ή τις πολιτικές συζητήσεις αλλά δεν απέφευγαν την εχθρότητα των εργοδοτών ή τις διώξεις των αρχών22.
*******
Στη Γερμανία, λίγο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πανίσχυρο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (4 εκατομμύρια ψήφοι και 110 βουλευτές το 1912 και πάνω από 1 εκατομμύριο ταμειακώς εντάξει μέλη) ήταν «με την πιθανή εξαίρεση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας το μόνο ίδρυμα του Β’ γερμανικού Ράιχ που φρόντιζε για τους οπαδούς του από τη στιγμή που θα γεννιούνταν μέχρι τη στιγμή που θα πέθαιναν» (23).
Είχε το δικό του συνεργατικό συνεταιριστικό κίνημα, τα δικά του προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης και πλαισιωνόταν μέχρι και από συλλόγους ωδικής, γυμναστικής και ποδηλασίας.
«Ο σοσιαλισμός τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία πριν από τον Α ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία πολιτική πεποίθηση: είχε γίνει συστατικό στοιχείο μιας ολόκληρης υποκουλτούρας, συχνά οργανωμένης γύρω από το μπαρ ή την ταβέρνα, ενός ορισμένου τμήματος της εργατικής τάξης» (24), γράφει ο Dick Geary. «Αυτή η κουλτούρα συγκροτούσε μία εναλλακτική κοινωνία μέσα σε ένα κατά τα άλλα εχθρικό κόσμο», οι εργάτες μπορούσαν να ζουν μέσα σε ένα «θερμοκήπιο» που τους «προστάτευε από τη σκληρή πραγματικότητα τουλάχιστον έξω από το εργοστάσιο»25 συνεχίζει ο ίδιος.
Για αυτή τη θεωρία της «αρνητικής ενσωμάτωσης» (26) στο καθεστώς της καϊζερικής Γερμανίας, στην οποία αναφέρεται ο Dick Geary χωρίς να την υιοθετεί, μιλάει και η Χάνα Άρεντ. Εκτιμάει ότι εκείνη την εποχή η κανονική ενσωμάτωση που υπεράσπιζε ο Μπερνστάιν ήταν για τα συμφέροντα του κόμματος εξίσου επικίνδυνη με την επανάσταση. Η θέση στο περιθώριο της κοινωνίας βιωνόταν ουσιαστικά σαν εμπειρία μίας «ανώτερης εναλλακτικής δυνατότητας προς τον διεφθαρμένο καπιταλισμό».
Όπως υποστηρίζει η Άρεντ, «οι Γερμανοί σοσιαλιστές ζούσαν πολύ άνετα μέσα σ’ αυτό το «κράτος εν κράτει»: απόφευγαν τις τριβές με την κοινωνία εν γένει και απολάμβαναν χωρίς καμία επίπτωση την αίσθηση ηθικής ανωτερότητας που είχαν. Δεν ήταν καν ανάγκη να πληρώνουν το αντίτιμο μιας σοβαρής αλλοτρίωσης, αφού αυτή η κοινωνία-παρίας ήταν στην πραγματικότητα μόνο ένα κατοπτρικό είδωλο, μια σμικρυμένη αντανάκλαση της γερμανικής κοινωνίας εν γένει». (27)
********
Κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών τον χειμώνα 1918-19, η «αρνητική ενσωμάτωση» αποδείχθηκε πάνω από όλα ενσωμάτωση. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανέλαβε τον πιο δραστήριο ρόλο ανάμεσα στις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Η σοσιαλδημοκρατική «υποκουλτούρα» βρέθηκε στην πρωτοπορία της υπεράσπισης της καθεστωτικής κουλτούρας.
Η αυτοαναφορικότητα, το «ξεροκέφαλο ξέκομμα από τον κόσμο», η πλειοδοσία στην επαναστατική φρασεολογία, αποδείχθηκε τελικά ότι δεν αποτελούσαν παρά έναν τρόπο υπαγωγής στο status quo. Και καθώς δεν είναι μόνο ένας ο πολιτικός ή ο «κοινωνικός» χώρος στην Ελλάδα σήμερα που ανταποκρίνεται πλήρως στην περιγραφή της Χάνα Άρεντ, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η διάκριση συστημικών/αντισυστημικών δυνάμεων δεν γίνεται με βάση τις πολιτικές ή ιδεολογικές ταυτότητες ακόμη κι αν αυτές συνοδεύονται από «διαφορετικά» πολιτισμικά στιλ.
Η αυταρέσκεια που οδηγεί σε απόσυρση από το δημόσιο βίο και τις συγκρούσεις του, η παραίτηση από τη συνεχή «τριβή» με την κοινωνία, κάνουν την πηγή του επαναστατικού πνεύματος να στερεύει.
Η οργάνωση της κοινωνικής οικονομίας γύρω από το κόμμα, στην περίπτωση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, προεικονίζει το πέρασμα από την κοινωνική οικονομία στο κοινωνικό κράτος τη δεκαετία του 1930. Οι κρατικές προστατευτικές παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και αλλού γίνονταν όλο και συχνότερες από τη δεκαετία του 1870 και μετά. Όμως με το New Deal στις ΗΠΑ, το φασισμό στην Κεντρική Ευρώπη, και το ξεκίνημα της κολεκτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ, τελειώνει οριστικά η εποχή του φιλελευθερισμού και της πρώτης παγκοσμιοποίησης. Μια νέα περίοδος ξεκίνησε, και όσον αφορά το θέμα μας μπορούμε να μιλήσουμε για τη γέννηση του κοινωνικού κράτους (την κρατικοποίηση της κοινωνικής οικονομίας).
Το κοινωνικό κράτος ικανοποίησε πολλές από τις διεκδικήσεις των εργατών και έφερε αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης. Το τίμημα ήταν ότι διέβρωσε την επάρκεια των ανθρώπων να ορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους, «πολιτικοποίησε» τις ζωές τους, δηλαδή τις υπήγαγε άμεσα στη δικαιοδοσία του κράτους, τις έκανε αντικείμενο για τους ειδικούς, γραφειοκράτες και επιστήμονες.
Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Λας, τον «εκκοινωνισμό της παραγωγής» με το εργοστασιακό σύστημα του 19ου αιώνα ακολούθησε ο «εκκοινωνισμός της αναπαραγωγής». Όπως απαλλοτριώθηκε η τεχνική γνώση του εργάτη, το ίδιο έγινε με τη γονική γνώση, η οποία μεταβιβάστηκε σε υποκατάστατους γονείς, όχι στην οικογένεια αλλά στο κράτος, στην ιδιωτική βιομηχανία ή στους δικούς τους κώδικες επαγγελματικής ηθικής. Ο Κρίστοφερ Λας παραθέτει τα πολύ χαρακτηριστικά λόγια της Έλεν Ρίτσαρντς, ιδρύτριας του σύγχρονου επαγγέλματος της κοινωνικής λειτουργού: «Στην κοινωνική δημοκρατία, το παιδί ως μελλοντικός πολίτης είναι περιουσιακό στοιχείο του κράτους, όχι ιδιοκτησία των γονέων του».