«Είναι λάθος…», μου είπε. Γεια και χαρά σας φίλοι της Αντάρας. Αυτής, που μας κρατάει ακόμα «στη σκηνή σαν ροκ συγκρότημα».
ΠεριΓράφει η Θέμις Μαυραντή
Της νοητικής και ψυχικής κατάστασης, που δεν μετράει το χρόνο, τον κόπο, τα «στραπάτσα» και τις επιτυχίες στη ζωή, παρά λογαριάζει σαν κέρδος του ανθρώπου, τα πνευματικά οφέλη του «ταξιδιού».
Και τώρα στα δικά μου. Αυτά που θέλω να τα μοιράζομαι μαζί σας…
❍ ❍ ❍
Μου μιλούσε κάπου μισή ώρα στο τηλέφωνο. Σπουδαίος άνθρωπος, τον οποίον αγαπώ και εκτιμώ ιδιαιτέρως.
Πολύτιμος φίλος κι ας μην ήπια ποτέ καφέ μαζί του. Δεν μου λέει πολλά, με εξαίρεση τούτη τη φορά. Δεν μιλά χωρίς να έχει λόγο σοβαρό να το κάνει, και τώρα φαίνεται πως είχε.
– «Είναι λάθος Θέμις η απόφαση της μεταδημότευσης την οποία δημοσιοποίησες κι ας είναι ο λόγος σοβαρός και απολύτως σεβαστός» μου είπε.
Είναι λάθος, διότι «πρέπει να είσαι παρούσα στη γενέτειρά σου. Πρέπει να παραμείνεις δημότης Αμαρουσίου».
«Η Ιστορία και ο Πολιτισμός μας, θέλει τους Έλληνες να μένουν στον τόπο τους και να τον υπερασπίζονται με πάθος, σαν αυτό που διαθέτεις» επέμεινε…
Ήταν «Δάσκαλος» -με το Δ κεφαλαίο όπως καταμαρτυρούν μαθητές του- στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σχολείο του Μαρουσιού. Δεν είναι Μαρουσιώτης, είναι… απλά Έλληνας!
Με παρακολουθεί όπως λέει, εδώ και πολλά χρόνια από την ΑΜΑΡΥΣΙΑ παλιά, από το περιοδικό «ΟΔΟΣ ΘΕΜΙΔΟΣ» αργότερα, το ΡάΔΙΟ ΑΝΤάΡΑ τώρα και τον Υπέρ Ευχαριστώ για ΟΛΑ και πάνω απ’ όλα γιατί είναι αυτός που Είναι: Ένας Καλλιεργημένος άνθρωπος, καλοσυνάτος, σοβαρός, αγωνιστής της ζωής.
Αυτή τη φορά λοιπόν, είπε πολλά, διότι προέβαλλα… «σθεναράν αντίστασιν». Είχα πάρει την απόφασή μου και είχε όλα τα δίκια… με το μέρος της. Τουλάχιστον αυτό πίστευα.
Παρά τούτο, κάθισα και σκέφτηκα.
Με τριβέλισε αρκετά αυτό το «είναι λάθος Θέμις». Δεν το άφησα να φύγει περαστικό. Μπήκα μέσα του. Το εξέτασα με τα στοιχεία που μου είχε δώσει ο Δάσκαλος. Το πάλεψα με τα δικά μου και τέλος, αφού κουράστηκα από τούτην την «αντιπαράθεση», είπα να σεργιανίσω ήσυχα κι απλά μέσα του μήπως κι ανακαλύψω το σωστό….
❍ ❍ ❍
Πήγα στο πατρικό σπίτι, εκεί που η μαμά είχε στρώσει το τραπέζι με πατάτες τηγανητές – «μαρουσιώτικες πατάτες» όπως έλεγε ένα τραγουδάκι της θείας Λένας στη ραδιοφωνική της εκπομπή για μικρά παιδιά. Με τυρί φέτα από το μπακάλικο του Νίκου του Αλεπού και της γλυκιάς κυρά-Ρήνης. Με σαλάτα ντομάτα, κρεμμύδι, αζούματα (ρόκα) και ελιές από το κτήμα μας στην Καλογρέζα.
Μετά βγήκα στο δρόμο να παίξω με τα παιδιά της γειτονιάς που μαζεύτηκαν στην ώρα τους. Τρεχάλες, φωνές, χαρά κι όταν το ’φερνε η όρεξη, μαδούσαμε τους μικρούς γλυκούς καρπούς από τα πυράκανθα της έπαυλης Κουβέλου. Γεμίζαμε τις χούφτες και τους τρώγαμε με την όρεξη του παιδιού που παίζει ξέγνοιαστα στον Τόπο του, γιατί τον εμπιστεύεται, αφού το τρέφει, το μεγαλώνει, το συντροφεύει στα όνειρά του, το οδηγεί στα απόμερά του στα πρώτα ερωτικά βήματα.
Ύστερα που λέτε, πήρα σβάρνα τις γειτονιές. Πήγα στην Παναγία, περπάτησα την Κοιμήσεως Θεοτόκου και βρήκα το σπίτι με την τεράστια χαρουπιά η οποία είχε γλυκάνει πολλά παιδιά με το μέλι των χαρουπιών της και φαντάζομαι θα είχε «ξεγελάσει» κάποιων ανθρώπων την πείνα στη γερμανική κατοχή του ’40.
Ξαφνικά, με πήρε η μαμά από το χέρι και με οδήγησε στο υπέροχο τότε κτήμα του Τζων Βορρέ και της Ελένης Λεβίδη, με την πέτρινη έπαυλη και την περίφημη λίμνη με τα νούφαρα.
Την είδε ο κύριος Τζων και της πρόσφερε λωτούς, ενώ άλλες φορές της πρόσφερε κουμ-κουάτ ή «μαστό της Αφροδίτης» που ήταν από τα ωραιότερα ροδάκινα που είχε δοκιμάσει έως τότε.