Μπορεί η «περιθρύλητη» δόση προς την Ελλάδα να «ξεμπλόκαρε» από τα γραφειοκρατικά γρανάζια των πιστωτών μας, ωστόσο το πώς αυτή θα εκταμιευτεί και κυρίως, πώς θα αποτυπωθεί στην πραγματική οικονομία, είναι κάτι που μένει να αποδειχθεί.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Αντιθέτως, τα επαχθή -για σημαντικό μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μας- μέτρα που συνοδεύουν το προαναφερόμενο πακέτο οικονομικής βοήθειας είναι ήδη εδώ. Και μάλιστα έρχονται να προστεθούν στις ίδιες πλάτες που, εδώ και περίπου μία τριετία, επωμίζονται το κύριο βάρος της βίαιης προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στα πραγματικά μεγέθη της.
Θα μπορέσουν τα ίδια κοινωνικά στρώματα να αντέξουν τη νέα φορολογική επιδρομή, την ώρα που τα εισοδήματά τους είτε μειώνονται δραματικά, είτε εκλείπουν οριστικά; Θα φθάσουν στην πραγματική οικονομία (ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρήσεις, προμηθευτές του Δημοσίου κ.λπ.) κάποια από τα δισ. ευρώ του νέου δανειακού πακέτου, αναθερμαίνοντας τη ζήτηση και άρα την ανάπτυξη ή θα μείνουν «παρκαρισμένα» στα τραπεζικά σεντούκια; Θα καταφέρουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους να συλλάβουν την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή και οποιαδήποτε άλλη «διαφυγή» των «επιτήδειων», ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος «εκτροχιασμού» και των νέων δεσμεύσεων που αναλάβαμε έναντι των πιστωτών μας, που θα συνεπάγεται τη λήψη καινούργιων επαχθών μέτρων για τους οικονομικά ασθενέστερους;
Αυτά και ακόμη περισσότερα ερωτήματα βασανίζουν όσους Έλληνες πολίτες δεν θέλουν (ή δεν μπορούν) να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος, αλλά αισθάνονται πλέον ότι «στερεύουν» οι δυνατότητές τους να ανταποκριθούν σε αυτές τις υποχρεώσεις και άρα αναγκαστικά θα… απομακρυνθούν από τα κρατικά ταμεία. Και βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για όσους -και δυστυχώς γίνονται καθημερινά περισσότεροι- ήδη βρίσκονται αναγκαστικά εκτός του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και, κατά συνέπεια, αδυνατούν όχι απλώς να εκπληρώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς το κράτος, αλλά και να εξασφαλίσουν τις καθημερινές βιοτικές ανάγκες των ιδίων και των οικογενειών τους.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα, η τελευταία ελπίδα για τον οικονομικά ασθενή συμπολίτη και συνάνθρωπό μας είναι ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μόνο μέσω αυτού του θεσμού μπορούμε να συγκρατήσουμε την επικείμενη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, η οποία μοιραία θα συνοδευτεί από φαινόμενα ακραίας και τυφλής βίας.
Ήδη, πολλοί Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), έχοντας αντιληφθεί τον επικείμενο κίνδυνο, έχουν σπεύσει και λειτουργούν νέες δομές (κοινωνικά φροντιστήρια, κοινωνικά φαρμακεία, κοινωνικά παντοπωλεία κ.ά.), με σκοπό να ανακουφίσουν τα χειμαζόμενα κοινωνικά στρώματα. Παράλληλα, υιοθετούν δράσεις, όπως η διανομή τροφίμων απευθείας από τους παραγωγούς, προκειμένου να εξασφαλίσουν φθηνά προϊόντα διατροφής σε όσους πολίτες δοκιμάζονται σκληρά από την οικονομική κρίση. Και θα ήταν παράλειψη στο σημείο αυτό να μη γίνει αναφορά στον μεγάλο αριθμό εθελοντών πολιτών, που σπεύδουν να στηρίξουν, με διάφορους τρόπους, όλες τις παραπάνω ενέργειες.
«Φθάνουν μόνο αυτά για να αντιμετωπιστεί η βίαιη πτωχοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας;» θα αναρωτηθεί κάποιος. Όχι, φυσικά. Χρειάζονται ακόμη περισσότερα και, κυρίως, χρειάζεται η στήριξη από την κεντρική εξουσία, τουλάχιστον σε επίπεδο χρηματοδότησης των ΟΤΑ, προκειμένου οι τελευταίοι να αντέξουν να στηρίζουν τις έστω και περιορισμένες σήμερα κοινωνικές δομές και, αν καταστεί εφικτό, να τις διευρύνουν στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Από εκεί και πέρα, είναι πλέον φανερό ότι και οι υπόλοιποι πολίτες-δημότες, τουλάχιστον όσοι μπορούν να διατηρούν ακόμη ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης, πρέπει να σπεύσουν να στηρίξουν τις προσπάθειες των επιμέρους δήμων, με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας. Πρόκειται για μία πράξη η οποία, πέρα από τον αλληλέγγυο χαρακτήρα της, αυξάνει τις πιθανότητες να αποφύγουμε μία γενικευμένη κοινωνική κατάρρευση, η οποία θα έχει συνέπειες για το σύνολο των πολιτών, «κατεχόντων» ή μη…
Αλλά και οι ΟΤΑ, από την πλευρά τους, θα πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα μία μαζική επικοινωνιακή πολιτική, προκειμένου να προσελκύσουν στις κοινωνικές δράσεις που υλοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερους εθελοντές δημότες, ώστε και το κόστος να μειώσουν και τη διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών να επιτύχουν.
Σε αυτές τις κρίσιμες κοινωνικά στιγμές που βιώνουμε, το σύνθημα «δεν περισσεύει κανείς» αποκτά το πραγματικό νόημά του και πρέπει να βρίσκεται στα χείλη όσων πιστεύουμε ότι αξίζει, σε εμάς και τα παιδιά μας, να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο, με όσο το δυνατόν λιγότερες πληγές και περισσότερες ελπίδες για το αύριο…