Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε με τους LEEHMAN BROTHERS στην Αμερική ήταν το κίνητρο για να αποκαλυφθεί το μεγαλείο της εικονικής πραγματικότητας στην οποία μέχρι πρόσφατα ζούσαμε εμείς οι Έλληνες. Ποιοι πληρώνουν το μάρμαρο; Ποιοι υποφέρουν τώρα; Δυστυχώς, όπως πάντα, υποφέρουν ασύγκριτα περισσότερο από τους ενόχους, οι αθώοι και οι έντιμοι πολίτες που ανήκουν στις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. Η γοητεία της εικονικής πραγματικότητας δημιούργησε ένα ναρκισσευόμενο λαό που ξόδευε (και ξοδεύει) δυο και τρεις φορές πάνω από το πραγματικό εισόδημα παίρνοντας δάνεια για ταξίδια στα Λονδίνα και τα Παρίσια, γυρίζοντας πίσω με τις βαλίτσες τίγκα με πανάκριβα μοντέλα αγορασμένα από φίρμες οίκων μόδας. Πίσω στο σπίτι και τα εξοχικά, όσοι δεν πρόλαβαν, έπρεπε να βιαστούν να φτιάξουν την πισίνα με τις αλβανές και τις βουλγάρες να σιδερώνουν τα ρούχα, να καθαρίζουν το σπίτι και τις αυλές. Στο δρόμο και το γκαράζ δύο – τρία αυτοκίνητα σταθμευμένα με τα αφεντικά τους να αποκτούν άδεια οδήγησης στους πενήντα και εξήντα Μαΐους…
Γράφει ο κοινωνιολόγος Γιώργος Σταυράκης
– Η εργασία στις αμαρτωλές ΔΕΚΟ διορισμένοι ρουσφετολογικά, υπεράριθμοι αλλά με γενναίες αμοιβές με το σκληρό ευρώ ήταν στην πραγματικότητα τελείως αναντίστοιχες με το έργο, για να μην πούμε πώς κάποιοι άλλοι επίσης διορισμένοι δεν είχαν αντικείμενο εργασίας και ευλόγως περίμεναν στην ουρά να κάνουν κάτι. Μερικοί, ως άλλοι ασπάλακες, κρύβονταν στην κοπάνα, ενώ κάποιοι φίλοι από τη συνομοταξία, τους χτυπούσαν την κάρτα. Στον τομέα αυτό, υπήρχε αγαστή συνεργασία, βεβαίως επί αντιπαροχή, γιατί χρειαζόταν ο ένας τον άλλο για να μπορούν να ασκούν και δεύτερο επιτήδευμα.
– Και εδώ ισχύει η παροιμία, το χρήμα πολλοί αγάπησαν, τη δουλειά όμως κάτι λίγοι. Το ντοβλέτι γέννησε και πολλά μαργαριτάρια και στο χώρο των επιστημόνων. Κάποιοι πονετικοί γιατροί, με το αζημίωτο βέβαια, χορηγούσαν πολυήμερες άδειες ασθενείας και αναπηρίας μαϊμού για να συμβάλλουν και αυτοί στη γοητεία της φαντασιακής πραγματικότητας… Πουθενά στον πολιτισμένο κόσμο, στον οποίο υποτίθεται ανήκουμε και εμείς, δεν θα βρούμε συνταξιούχους 40 και 50 ετών πολλοί από τους οποίους είναι συνταξιούχοι αναπηρίας με τις καλές και αγαθοεργές υπηρεσίες των γιατρών και βεβαίως του εικονικού συστήματος. Όλοι μαζί ενωμένοι και αλληλέγγυοι στους Καποδιστριακούς Δήμους, τις ΔΕΚΟ, και αλλού, τρυγούσαμε τα δανεικά για την καλύτερη ποιότητα ζωής. Για βελτιωμένο κοινωνικό προφίλ βγαίναμε στη σύνταξη με μια, ή δύο προαγωγές παραπάνω, εικονικής πραγματικότητας με πλουσιότερη, φυσικά, την αντίστοιχη σύνταξη.
Ο καφές στις χιλιάδες χλιδάτες καφετέριες ανά την επικράτεια ήταν ακριβότερος από ό,τι κόστιζε στο Παρίσι και το Βερολίνο. Κυρίες των πενήντα και εξήντα Μαΐων με τη μέθοδο του λίφτινγκ και με ποικίλες άλλες τεχνικές της εικονικής πραγματικότητας έκαναν πλουσιότερους τους αισθητικούς γιατρούς του Κολωνακίου και της επικράτειας. Στα αστικά κέντρα και τις φινετσάτες περιοχές ο γυναικείος πληθυσμός ήρθε σε σύγκρουση με το χρόνο και αρνούνταν πεισματικά να γεράσουν. Η βιομηχανία εικονικών πτυχίων εισαγωγής και των εντόπιων αετονύχηδων περνούσε και αυτή τις καλύτερες μέρες της για να συμβάλλει και αυτή με τη σειρά της στη «στελέχωση» των υπηρεσιών υγείας, παιδείας και άλλου, δηλαδή, και πάλι της εικονικής πραγματικότητας. Να όμως που έψαξαν το λογαριασμό οι συνδαιτυμόνες μας από την Εσπερία μεριά και βρήκαν πως εμείς ως λαός «ξέρουμε να ζήσουμε» αλλά τον λογαριασμό για το φαγοπότι προτιμούσαμε να το πληρώνουν άλλοι. Έτσι, λοιπόν, η belle époque για τους πολλούς έφτασε στο τέλος της, και τώρα το μάρμαρο το πληρώνουν εκατομμύρια από το πόπολο, ενώ κάποιοι άλλοι «προνοητικοί» και συστηματικοί φοροφυγάδες με καταθέσεις 172 δισ. ευρώ στις ελβετικές τράπεζες θα συνεχίσουν εσαεί να διάγουν υπερπολυτελή ζωή, εντός, ή εκτός, εικονικής πραγματικότητας. Για το πόπολο την απάντηση μας δίνει ο εθνικός μας ποιητής Διον. Σολωμός. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίς…