Άμωμοι σεις…
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε…
Κ.Π. Καβάφης
«Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες»
Πέρασαν μήνες, από τότε που πήραν απόφαση «ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης», οι νεαροί Ακρίτες: «40 χρόνια μετά το Πολυτεχνείο, νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 2013: Σύναξη μοναδική κάτω από τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών. Τρεις ώρες πριν να φέξει, για να ξεκινήσουμε όλοι με προορισμό το Σχολείο της Ελευθερίας. Του πρέπει ιστορικό προσκύνημα».
Επιμέλεια: Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη
1973 και 2013: Κάτω από τους ίδιους αστερισμούς…
Έκπληκτο τώρα το μικρό Βλαχόπουλο. Σε λευκά άλογα, πρώτοι φτάνουν οι νέοι, ωραίοι ιππείς από τη Ζωφόρο του Παρθενώνα! «Γι’ αυτούς πολεμήσαμε», εξηγεί ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Όλοι όμως, άφωνοι στρέφονται στον ήρωα της Αθήνας, στον εικοσάχρονο Δεξίλεο, που πριν από λίγο άφησε το μνημείο του στον Κεραμεικό και απαγγέλλει τον Όρκο των Αθηναίων εφήβων: «Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά…». Δεν θα περιφρονήσω τα ιερά όπλα… Συνεχίζουν οπλίτες της Βορειοανατολικής Αττικής: -Γεννηθήκαμε, γίναμε άντρες στη Βοιωτία, ωστόσο τελευταία κατοικία μάς έδωσε ο κάμπος του Μαραθώνα. Εκεί όπου οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες, με μόνη βοήθεια ολόκληρο το στρατό της μικρής μας πόλης. Ήμαστε τότε τόσο νέοι… Το άνθος των Πλαταιών! Δεν αργούν να πάρουν το λόγο άνδρες, πάλι του λαού της Αθήνας αλλά και άλλων πόλεων. – Δέκα χρόνια μετά το Μαραθώνα, όταν η ημέρα σκέπασε με φως τον κόσμο, αρχίσαμε δυνατά να κτυπάμε τα κουπιά μας στο θαλάσσιο στενό της Σαλαμίνας. Ο σεμνός παιάνας αντηχούσε στους βράχους του νησιού: «…Ελευθερώστε την πατρίδα… Νυν υπέρ πάντων ο Αγών». «Υπέρ πάντων» πολέμησαν οι Έλληνες και η νίκη τους ήταν η ήττα της «ύβρεως», της ασέβειας προς τους θεούς και τους ανθρώπους.
Πολλά τα βήματα κάτω από τα Προπύλαια. Κι ένας αντίλαλος που ταξιδεύει σαράντα χρόνια: «Ελευθερία! Ή τώρα ή ποτέ». Ξαφνικά όλοι μένουν εκστατικοί. Άσπιλη Νεότης! «Έπταισαν» τραγικά ο Δίαιος και ο Κριτόλαος, οι δύο στρατηγοί, ενώ οι κατακτητές Ρωμαίοι ήταν ανίκητοι και αναπότρεπτη ανέμενε η ήττα την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Οι πολίτες της όμως, έδωσαν την έσχατη μάχη (στη Λευκόπετρα της Κορίνθου). 146 π.Χ., ανδρείοι που έπεσαν ένδοξοι. «Άμωμοι», αγνοί, έγραψε ο ποιητής! Ισότιμοι θα συμπορευτούν με τους νικητές προγόνους τους.
Πλησιάζει θόρυβος από τη μεριά της Ανατολής και σε λίγο ο Κωνσταντίνος ο μικρός με θαυμασμό μονολογεί: -Του κυρ-Αρμούρη ο μικρογιός, η Ωριά του ξακουστού κάστρου της. Πασίγνωστος στους ελληνικούς τόπους ο Διγενής Ακρίτας, το πολύχρονο μίσος των εχθρών. Πώς θ’ αρνούνταν το κάλεσμα για τη Μεγάλη Παρασκευή της Θυσίας, το 1973;
Νιότης Νυχτερινή Περπατησιά
«Εξάρχοντες» της πορείας οι ιππείς του Φειδία κατευθύνονται προς τη θαυμαστή οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ο Μακρυγιάννης εκεί έχει οδηγήσει τα παλικάρια και τις κόρες της Μεγάλης Επανάστασης χωρίς τα περήφανα όπλα στους ώμους. Όλοι σε λίγο ακολουθούν σιωπηλοί τη λεωφόρο, που αρχίζει από την Πύλη του Αδριανού. Σε λίγο σταματούν με ευγνωμοσύνη: Εδώ υψώνεται γλυπτική παράσταση από λευκό μάρμαρο. «Η Ελλάς τον Βύρωνα» είναι η χαραγμένη αφιέρωση.
Μέσα στη νύχτα η περπατησιά της Νιότης συνεχίζεται μέχρι το Μνημείο του Αφανούς Στρατιώτη. Ευλαβική σιγή. Σε λίγο ορισμένοι διαβάζουν επιγραφές με ιστορικές ονομασίες τόπων, γύρω από την ανάγλυφη μορφή του αρχαίου οπλίτη… Κωνσταντινούπολη, Μεσολόγγι, Κρήτη, Σμύρνη, Πίνδος, Κύπρος. Για τη συνέχεια δίνει το σύνθημα ένα παλικάρι της κυπριακής λευτεριάς, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, με τα δεκαοκτώ χρόνια του και την αγάπη της ποίησης: «Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα…». Μαζί του οι ψυχές από «Τα Φυλακισμένα Μνήματα» της Λευκωσίας.
Στην οδό Πανεπιστημίου θαυμαστά συμβαίνουν. Τους περιμένει για το Προσκύνημα ο πρώτος ανώτερος Έλληνας αξιωματικός, που έφιππος χτυπήθηκε θανάσιμα κατά τη μάχη της Πρεμετής στο ελληνοαλβανικό μέτωπο – 5 Δεκεμβρίου 1940. «Δίδυμος Αδελφός» του τραγικού Κωνσταντίνου Δαβάκη, είναι ο Μαρδοχαίος Φριζής, με ισραηλίτικο θρήσκευμα και ελληνικό ηρωικό ήθος…
Πλησιάζουν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Ρήγας Βελεστινλής είναι πάντοτε πρώτος αγαλμάτινος παραστάτης. «Ώς πότε παλικάρια» είχε επαναλάβει την ορμητικότερη προσταγή της Νεοελληνικής Ποίησης και τώρα αναπολεί τις απαντήσεις: σπεύδουν για το Πολυτεχνείο φοιτητές και φοιτήτριες, στερημένοι το ψωμί, πλούσιοι σε αγώνα, διαδηλωτές της Κατοχής μπροστά στο πανεπιστήμιό τους. Ανάμεσά τους κάποιος κρατά ένα «Λεύκωμα» του 1943, με τίτλο «Αγωνίζονται για Λευτεριά και Δίκηο». Περιέχει χαρακτικά «από την εποποιία του ’40 ως το όραμα της Απελευθέρωσης», άγνωστου καλλιτέχνη και εκδότη. Μια σελίδα του σαν να είναι πρόλογος της 17ης Νοεμβρίου 1973: «Το προαύλιο της Πανεπιστημίου εξαγνίζει… Οι φοιτητές, αρμονισμένοι στο ρυθμό της παλλαϊκής εξέγερσης, μάχονται… και πέφτουν δολοφονημένοι από τους Γερμανοέλληνες της Γκεστάπο». Τριάντα χρόνια μετά, μεταξύ δεκάδων νεκρών, ο δεκαοκτάχρονος μαθητής Διομήδης Κομνηνός πέφτει εν ψυχρώ δολοφονημένος από πράκτορα της ξενοκίνητης δικτατορικής κυβέρνησης…
Τις σκέψεις διακόπτουν κατεβαίνοντας από τα σκαλιά της Εθνικής Βιβλιοθήκης αντάρτες και ανταρτοπούλες της Αντίστασης. Ανεμίζουν τις δυναμικές αφίσες τους, οι περισσότεροι στα λαμπρά, ακόμη και δεκάξι χρόνια τους, κάποιοι συμβαδίζουν με παιδιά-αγωνιστές, από τα θρανία δημοτικών σχολείων. Ημέρες πολλές είχαν όνειρο το Μεγάλο Προσκύνημα.