Ανάμεσα σε πολλές ξένες δραστηριότητες, που αναπτύχθηκαν σε διάφορα κράτη της Υδρογείου κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας στην Ελλάδα ήταν και ο Φιλελληνισμός. Ορισμένες προσωπικότητες μεγάλου πνευματικού κύρους έδειξαν υπέρτατο ενδιαφέρον για τη σκλαβωμένη Ελλάδα και τους αγώνες για την απελευθέρωσή της το 1821. Έγραψαν πλήθος λογοτεχνικών έργων, ζωγράφισαν αγωνιστές του έθνους ή πολεμικές σκηνές απ’ αυτό, για να επηρεάσουν τους ομοεθνείς τους ή και ήλθαν στην Ελλάδα, για να λάβουν μέρος στον αγώνα και άλλοι έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά υπέρ αυτής.
Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Ένας απ’ αυτούς άγνωστος μέχρι σήμερα ο Ιταλός ζωγράφος Cesare Felix George Dell’ Aqua έγινε γνωστός από ένα έργο του «Η Ελληνίδα Μάνα», που κρατά αγκαλιά το παιδί της, χρονολογημένο το 1860, παρέχει πληροφορίες με τη ζωγραφική του και έχει ευθείες αναφορές στον απελευθερωτικό αγώνα. Πόσοι άλλοι τέτοιοι πίνακες ζωγραφικής θα υπάρχουν άγνωστοι ακόμη, ασήμαντοι για άλλους, σημαντικοί για μας, που ωστόσο έρχονται κατά καιρούς στο φως από δημοπρασίες, που γίνονται στο εξωτερικό;
Και αν δεν παρέχονται άλλα στοιχεία από τον Ντελλάκουα για το έργο του και μόνο η αμφίεση της μάνας, το ύφος αυτής και του μωρού της δείχνουν μια αναστάτωση ψυχής από κίνδυνο αρπαγής του παιδιού, αντιμετωπίζοντας με άγριο βλέμμα την επικείμενη απειλή με ορμή προς φυγή. Σφίγγει δυνατά στην αγκαλιά της το παιδί της. Εκείνο, συναισθανόμενο τον κίνδυνο, έχει κουρνιάσει στον κόρφο της κι έχει απλώσει το δεξί του γυμνό χέρι προς τον ώμο της, πράγμα που δείχνει πως το παιδί μόλις έχει αφυπνιστεί από κάποιο επερχόμενο κίνδυνο, νιώθοντας ασφάλεια στην αγκαλιά της μάνας.
Η νεαρή μητέρα έχει βλέμμα αποφασισμένο, άγριο, αδίστακτο αλλά και του μωρού το βλέμμα ζωηρό διαισθάνεται τι διαδραματίζεται στο χώρο του. Είναι μια ώρα απρόσμενη μιας βίαιης φυγής, αναγκαίας με την οποία αναζητείται η σωτηρία (salus per fugam). Πώς αλλιώς να σωθεί; μία είναι η σωτηρία. Το γκρέμισμα από τα βράχια ή το πέσιμο στο ποτάμι ή η φωτιά, το ολοκαύτωμα με τα μπαρουτόβολα, ολοκληρωτικές θυσίες ιδανικών σε συνήθη ιστορικά αδιέξοδα, που επέφεραν καταφυγή στον τερματισμό της ζωής, όπως ο χορός του Ζαλόγγου, το πνίξιμο στην Αραπίτσα της Νάουσας, οι βάρκες, που βούλιαζαν γεμάτες παιδιά, γέρους και γυναίκες χωρίς ένα παλικάρι, και άλλα ιστορικά γεγονότα, που αμφισβητήθηκαν από σύγχρονους ωνητούς ιστορικούς, τους οποίους ο εργαζόμενος λαός από το υστέρημά του πληρώνει, για να γράφουν τις ανοησίες τους και να μας τις σερβίρουν, ανατρέποντας τα ιστορικά γεγονότα του Έθνους.
Όσοι μπόρεσαν να σωθούν, λεηλατημένοι ψυχικά και σωματικά, έφυγαν. Πολύ εύστοχα ο Διονύσιος Σολωμός στο έξοχο δημιούργημά του «η γυναίκα της Ζάκυνθος» περιγράφει τις Μοραΐτισσες γυναίκες, που, κυνηγημένες από το Μοριά, έφθαναν στο νησί. Δραματικές οι ερωτήσεις των κατοίκων προς το γέρο κωπηλάτη της βάρκας. Τον ρωτάνε: Πώς πάει το Έθνος; Πώς πάνε οι δουλειές; Και εκείνος αφήνοντας το κουπί με το χέρι του εσυχνόκοβε τον αγέρα οριζόντια.
– Είδες να μαδούν την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το Έθνος.
– Τα Επτάνησα την εποχή της ελληνικής επανάστασης ήταν υπό την αγγλικήν προστασία, ο Μαίτλαντ ήταν πολύ σκληρός.
Τα πράγματα δεν άλλαξαν. Υπήρξε πέρα από τον πόλεμο για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και το ανακάτεμα της πολιτείας. Ο Μακρυγιάννης μιλάει ξεκάθαρα. Κομματικές διαιρέσεις, συκοφαντίες, φυλακίσεις, εξοντωτικά σχέδια, εξορίες μάστιζαν τη χώρα. Το «κατηγορώ» του Μακρυγιάννη ξυπνάει και σήμερα πικρές αναμνήσεις στην ιστορία. Χάθηκαν τότε, χάνονται σήμερα άνθρωποι χρήσιμοι, χωρίς εργασία, άνεργοι, στερημένοι, απομονωμένοι, διωγμένοι οι περισσότεροι, αναζητώντας ως ζητιάνοι το «ψωμάκι» και «πούν’ ν’ το», ενώ ζητωκραυγάζουμε, χειροκροτούμε και τιμούμε μερικούς θεωρούμενους σημαντικούς, που αποδεικνύονται εντελώς τυχάρπαστοι, ανάξιοι και τους πληρώνουμε με χοντρές αμοιβές χωρίς να ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους. Ακολουθούν το ρεύμα της ευμάρειας και του συμφέροντός τους. Στέλνουμε ανθρώπους στα διπλωματικά συνέδρια άσχετους, χωρίς να έχουν γνώση της γλώσσας, δε γνωρίζουν τι γίνεται από το ένα γραφείο στο άλλο και παραμένουν διαδρομιστές. (Αμαρυσία 1990 φ. 1052).
Πρέπει να αναθεωρηθούν και να αλλάξουν πολλά πράγματα στη χώρα μας. Η ανάξια νομενκλατούρα, που αναδεικνύουμε εμείς, μας πρόδωσε. Δεν επαρκεί, δε φτάνει το ύψος των περιστάσεων. Δεν υπηρετεί το λαό αλλά τα συμφέροντα τα ατομικά. Καιρός να αλλάξουμε νοοτροπία. Μας διέπει μια κακοδαιμονία εκπλήρωσης επιδιώξεών μας εξαιτίας υποσχετικών βεβαιώσεων. Αναδεικνύουμε χαμηλές πνευματικές ικανότητες και επιζητούμε αυτές να μας διοικήσουν. Το αποτέλεσμα είναι άλογος τριβή χωρίς προοπτικές. Οι καιροί απαιτούν δυναμικές λύσεις με ριζικές επεμβάσεις. Αγνοούμε το «εμείς» και όσο υφίσταται αυτό δεν υπάρχει λύση. Αγνοείται η λύση. Στηριζόμαστε στο παρελθόν, για να αντλήσουμε δύναμη και δεν αναζητούμε νέες προοπτικές θεμελίωσης των αξιών μας. Παίρνουμε υλικά από ξένα προγράμματα, τα εφαρμόζουμε χωρίς να έχουμε σκεφτεί, αν ταιριάζουν στο δικό μας χώρο. Παραμυθιάζεται ο καθένας με το «εγώ» του, ανυψώνοντάς το, όπως τον βολεύει.
Έτσι οι νέοι μας, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται δυνατά μυαλά, φεύγουν σε άλλες χώρες για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Σταχτώνουν τα όνειρά τους, αποπροσανατολίζονται από το στόχο τους και από την υποσχετική μακροχρόνια αναμονή στο ad Calendas Graecas από τους βολεμένους της χώρας, αφού εκείνοι, σαν παλιοί χορτασμένοι καρεκλοκένταυροι, αποφεύγουν να παράσχουν τις δικαιούμενες θέσεις εργασίας στους νέους. Σφραγισμένες λοιπόν χωρίς προοπτικές οι πόρτες της εργασίας.
❍❍ ❍
Η «Ελληνίδα Μάνα» αντιπροσωπεύει μια δυναμική παρουσία της ελληνικής φυλής. Παρέχει ένα μήνυμα για το μέλλον. Στον πίνακα του Dell’ Aqua χαράσσει όρια για την πατρίδα. Ξυπνάει μέσα της η συνέχεια του Έθνους με το παιδί της. Αυτό θα προσφέρει πληρότητα, σηκώνοντας τη βαριά κληρονομιά μας. Πρέπει να περιφρουρήσουμε τα δικά μας και να τα αγαπήσουμε. Μας φτάνουν τα σερβιρίσματα του αποπροσανατολισμού. Όλοι χρειαζόμαστε στη χώρα μας. Δεν περισσεύει κανείς μας. Υπάρχει εδαφικός χώρος για όλους.
Σήμερα κινδυνεύουμε από ένα νέο είδος γενοκτονίας και φυγής, που επιβάλλεται στη χώρα μας – αναζήτηση εργατικών χειρών από άλλα κράτη. Είναι ένας γενιτσαρισμός φυγής. Και ποιος θα υψώσει τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, καθώς διακήρυξε ο Σικελιανός και τον ακολούθησαν σ’ αυτήν την έκφραση όλοι οι μετέπειτα ποιητές μας;
Η χώρα μας έχει τρόπους να ανοίξει τις θύρες εργασίας που προϋποθέτουν μέλλον για τους νέους, αρκεί οι κλειδοκράτορες να ενισχύουν και να μη χαρατσώνουν προς όφελός τους τις απόπειρες. Ωστόσο η Ελληνίδα Μάνα –τέλεια εκπροσώπηση της πατρίδας– αγωνίζεται ακόμη να κρατήσει υποσχετικά στην αγκαλιά της όσο μπορεί το άνεργο παιδί της. Όμως ως πότε; Η αντοχή συμπιέζεται και η αποσυμπίεση πάντα επί θύραις.