– Ποιος είσαι εσύ που με ξυπνάς πριν ακόμα χαράξει ντυμένος σαν καρνάβαλος;
– Δεν με γνώρισες; Κρίμα… Ο Μάρτης είμαι που μόλις ήρθα και μάλιστα είμαι καρνάβαλος αφού οι Απόκριες φέτος πέφτουν στις δικές μου ημέρες.
– Τέλος πάντων… Πέρασε μέσα… Κάθισε. Μου φέρνεις τίποτα καλό;
– Βέβαια… Κοίταξε… Σου φέρνω περισσότερο ήλιο και φως, αρκετή ζέστη και πολλά –πολλά λουλούδια…
– Και τι να τα κάνω τα λουλούδια; Να τα δώσω να τα φάνε τα παιδιά μου; Δυο ημέρες τρώνε μόνο ψωμί. Δεν έχουμε τίποτα άλλο. Τώρα, όσο για τη ζέστη και τον ήλιο, ήρθαν στην κατάλληλη ώρα. Να ζεσταθούν λίγο γιατί ξεπάγιασαν χωρίς θέρμανση, αρρώστησαν από την υγρασία. Που θα βρεθούν χρήματα για πετρέλαιο ή ξύλα για να ζεσταθούμε; Στη δυνατή παγωνιά κάψαμε στο μαγκάλι το ένα κομοδίνο και τις τρεις καρέκλες…
– Σου φέρνω όμως και χαρές και παρελάσεις. Θα γιορτάσουμε και την Επανάσταση του 1821…
– Και τη δική μου την επανάσταση της φτώχειας και της πείνας, πότε θα τη γιορτάσουμε Μάρτη μου; Και τα παιδιά μου που δεν θα κάνουν παρέλαση γιατί δεν μπορώ να αγοράσω τα ρούχα που χρειάζονται, ποιος θα τα χειροκροτήσει Μάρτη μου; Εμένα με ρώτησε κανένας τι πόνο κουβαλώ και πνίγω και τι αγώνα κάνω κάθε ημέρα;
– Ηρέμησε λίγο… Έμαθα ότι το Πρωτογενές Πλεόνασμα θα το δώσουν στις «αδύναμες οικονομικές τάξεις». Άρα σύντομα κάτι θα πάρεις.
– Κι εσύ τους πιστεύεις; Μα τόσο ανόητος είσαι; Αν αυτοί λένε ότι θα σου δώσουν τούτο, εσύ να ετοιμάζεσαι γιατί θα σου πάρουν το άλλο. Πέρασαν τέσσερα χρόνια και πειραματίζονται στην πλάτη μας, πιάσαμε πάτο και αφού δεν υπάρχει πιο κάτω, κολλήσαμε εκεί και περιμένουμε. Άκουσε, αρρώστησα βαριά, χρειάστηκα γιατρό και με έκαναν μπάλα που την πετούσε ο ένας στον άλλον. Κανείς δεν ήξερε τίποτα, στα τηλέφωνα δεν απαντούσαν και στο Ι.Κ.Α. – Ε.Ο.Π.Υ.Υ…. οι χοντρές κλειδαριές δεμένες με αλυσίδες μοιρολογούσαν. Άκουσα ότι μειώθηκαν οι τιμές στα τρόφιμα και έτρεξα. Τις είδα να ανεβαίνουν τον ανήφορο και εγώ να μην μπορώ να τις ακουμπήσω. Γύρισα στο σπίτι και βρήκα τους λογαριασμούς Δ.Ε.Η. , Ο.Τ.Ε., Ε.Υ.Δ.Α.Π., Δάνεια, δόση Εφορίας, δόση Κάρτας κλπ., ακουμπώντας ο ένας στην πλάτη του άλλου να κοιτάζουν με ντροπή και φόβο την επιστροφή μου. Τώρα τελευταία, αφού δεν μπορώ να πληρώσω τίποτα, τους κάνω (τους λογαριασμούς) κομματάκια, ανοίγω το παράθυρο και τους πετώ στους πέντε ανέμους. Τι περισσότερο κακό μπορούν να μου κάνουν; Δεν υπάρχει τίποτα. Τα ρήμαξαν όλα και το χειρότερο βίασαν την ψυχή και την αξιοπρέπειά μου.
– Ηρέμησε… Κοκκίνισες… θα πάθεις τίποτα… Σκέψου ότι έχεις παιδιά. Τι θα απογίνουν; Εγώ ο Μάρτης σε συμβουλεύω να κάνεις υπομονή και να περιμένεις. Μπορεί να έρθει και κάτι θετικό. Να γίνει καλύτερη η ζωή των παιδιών σου και η δική σου. Περίμενε λίγο ακόμα…
– Όχι Μάρτη μου. Τα «περίμενε» και τα «υπομονή» εξαντλήθηκαν και μας τελείωσαν. Το αποφάσισα και αρχίζω αμέσως δράση.
– Μπράβο σου! Χαίρομαι για σένα. Και τι θα κάνεις;
– Μα δεν κατάλαβες; Είναι πολύ απλό. Θα κάνω ότι ακριβώς έκαναν και αυτοί. Με δίδαξαν πολύ καλά και αποφοίτησα από την Σχολή τους με άριστα.
– Μπράβο σου… Ποια Σχολή είναι αυτή να την πω και σε άλλους ανθρώπους που υποφέρουν όπως εσύ;
– Είναι πολύ μεγάλη Σχολή και θα κάνω κι εγώ την εγγραφή μου. Είναι η Σχολή της διαφθοράς και της κομπίνας που φοίτησαν όλοι αυτοί που με διατάζουν κάθε μέρα, καθισμένοι άνετα στις παχιές τους πολυθρόνες, γιατί τη νύχτα βουτηγμένοι καθώς είναι στη διαφθορά και στο ψέμα, δεν ευκαιρούν για τίποτα άλλο και κυρίως γιατί δεν προλαβαίνει να κλέβει και να καρφώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι επειδή τα βρώμικα σκάνδαλά τους κατέστρεψαν και υποβάθμισαν τη χώρα μου και εγώ έπεσα στο ναδίρ, αποφάσισα να γίνω σαν κι αυτούς, κλέφτης, ψεύτης, ύπουλος, απατεώνας, πονηρός, με λίγα λόγια αστέρι στη διαφθορά. Και για τα παραπέρα δεν με νοιάζει ότι ήθελε προκύψει. Αρκεί να χορτάσουν ψωμί και να ζεσταθούν τα παιδιά μου…
– Όχι… όχι… Αυτό μην το κάνεις. Είναι τρομερό λάθος. Εσύ είσαι καλός, ηθικός, σοβαρός, αξιοπρεπής, φιλότιμος…
– Ήμουν. Τώρα πια δεν είμαι.
– Μη μιλάς έτσι. Με τρομάζεις. Εσύ είσαι ένας άνθρωπος του Θεού.
– Αλήθεια; Και που είναι ο Θεός; Η αγανάκτηση με πνίγει… Κουράστηκα!
• • •
Αφού ταλαντεύτηκα πολύ, τα σκέφτηκα όλα με μεγάλη ηρεμία και μεγαλύτερη πίστη το αποφάσισα: Δεν θα κάνω ποτέ εγγραφή σ΄αυτήν τη Σχολή. Θα περιμένω. Που ξέρεις; Μπορεί να βγουν αληθινά τα λόγια του σοφού όταν είπε: «Ελπίδα αίνει» δηλαδή, «Την ελπίδα να έχεις τραγούδι σου…».
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή