Ήταν γαντζωμένη στα κάγκελα της αυλής του σχολείου, σαν γερασμένο πουλί που κρατιέται από το κλαδί του δέντρου για να στηριχτεί. Κάθε λίγη ώρα μετέφερε το βάρος του σώματός της από το ένα πόδι στο άλλο, και τότε γινόταν φανερό ότι η ισορροπία της την πρόδιδε, λες και κάποιο αόρατο χέρι την έσπρωχνε θέλοντας να τη ρίξει κάτω στο δρόμο. Στο πρόσωπό της, με γράμματα που όλοι και κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει, έγραφε δύο λέξεις, αγωνία και λαχτάρα, ενώ τα κουρασμένα της μάτια ακίνητα σαν γυάλινα, νόμιζες ότι δεν πετάριζαν καθόλου έτσι όπως ήταν καρφωμένα στην πόρτα του σχολείου, που από λεπτό σε λεπτό θ’ άνοιγε διάπλατα για να ξεχυθούν στην αυλή τα παιδιά, σαν μικρά σπουργίτια κουρασμένα και πεινασμένα, που τα είχαν κλείσει σε ένα δωμάτιο και ξαφνικά τα ελευθέρωσαν και όλα μαζί στριμώχνονταν στην έξοδο.
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη – Σιακή
Ανάμεσα στο πολύχρωμο και πολύβουο κοπάδι των παιδιών, βάδιζε αργά προς την πόρτα και ένα λεπτό, ξανθό, πανέμορφο κορίτσι, φορτωμένο στην πλάτη τη βαριά σάκα του.
Η γυναίκα με μάτια θολά το ξεχώρισε αμέσως, σα να ήταν το κομμάτι που έλειπε από το δικό της σώμα κι εκείνη είχε έρθει εκεί που ήξερε ότι σίγουρα θα το βρει και θα το βάλει ξανά στη θέση του, για να νιώσει πλήρης κι ευτυχισμένη.
Χαλάρωσε τα σφιγμένα της δάχτυλα από τα κάγκελα και με γρήγορα βήματα βρέθηκε μπροστά στο παιδί, κόβοντας σα σκούρα σκιά την πορεία του kαι ανοίγοντας την αγκαλιά της διάπλατα, έτσι που φαινόταν πως ένας αετός χάρισε για λίγο ανοιχτές και τεράστιες φτερούγες του σ’ αυτό το γερασμένο κορμί.
Το κορίτσι έκπληκτο είδε μπροστά του τη γυναίκα με την ανοιχτή αγκαλιά, με το φως στο πρόσωπό της που έδειχνε ακόμα πιο θλιβερές τις βαθιές μολυβιές του χρόνου, με τα συννεφιασμένα μάτια της που έβρεχαν ασυγκράτητα τα χλωμά μάγουλα, και εκείνο το απεγνωσμένο χαμόγελο που ισορροπούσε στη δοκό μιας πλουσιοπάροχης καρδιάς κι ενός μυστικού πόνου. Για ένα λεπτό κάρφωσε επάνω της τα γλυκά του μάτια και αμέσως μετά ελευθερώνοντας τους ώμους του από τη βαριά σάκα, την έριξε κάτω και ανοίγοντας την άγουρη αγκαλιά του, με ένα ασυγκράτητο σάλτο κούρνιασε στην αγκαλιά της γυναίκας φωνάζοντας από χαρά, όσο πιο δυνατά του επέτρεπε η ταραχή της καρδούλας του:
– Γιαγιάκα μου …Γιαγιά μου καλή …Ήρθες πίσω; Πότε ήρθες; Γιατί έφυγες; Κάθε μέρα σε ψάχνω στο σπίτι μας …Κι εσύ πουθενά …Γιατί μετακόμισες στο χωριό και με άφησες; Πότε θα τελειώσεις τις δουλειές σου εκεί;
Ήταν φανερό ότι το ενδεκάχρονο ξανθό κορίτσι, τούτη την ώρα βίωνε ένα πρωτόγνωρο παραλήρημα. Οι ερωτήσεις έβγαιναν από το στόμα του με παράπονο και οργή ταυτόχρονα. Ήταν οι πρώτες θυμωμένες σταγόνες της απρόσμενης βροχής, που νομίζεις ότι θα τα διαλύσει όλα.
Η γιαγιά, εξουθενωμένη από κλείσιμο της αγκαλιάς του, το έσφιγγε επάνω της, λες και φοβόταν μήπως της το αρπάξει κανείς, ενώ τα δάκρυά της, αφού ταξίδευαν σε όλο το πρόσωπο, σταματούσαν στο λακκάκι του λαιμού που αργά και αθόρυβα γέμιζε, όπως η μικρή αθέατη κρύπτη τη ακτής, που έκρυβε τα δάκρυα της θάλασσας.
Το κορίτσι πήρε από κάτω τη σάκα του και κρατώντας σφιχτά το χέρι της γιαγιάς που βαριανάσαινε, απομακρύνθηκε από το σχολείο με κατεύθυνση προς το σπίτι τους. Ήταν κοντά, αλλά κάθε λίγα μέτρα η γιαγιά σταματούσε και κοίταζε στοχαστικά το πρόσωπο του παιδιού, σα να ήθελε να κρύψει σαν φυλαχτό στα βάθη της ψυχής της ολοζώντανη αυτή την εικόνα –για όση ζωή της έμενε ακόμη– έτσι που κανείς ποτέ, και όλο το σύμπαν να έσβηνε να μη μπορεί να τη βρει και να ξεθωριάσει τα φωτεινά της χρώματα. Το παιδί ευτυχισμένο, την αγκάλιαζε και τη φιλούσε ξανά και ξανά. Ήταν σα να είχε βρει πάλι, μετά από αρκετό χρόνο πικρής απουσίας, το φωτεινό μονοπάτι που την οδήγησε στην ασφάλεια της ζεστής αγκαλιάς της γιαγιάς, που την κοίταζε με την ίδια λαχτάρα και υπομονή από τότε που γεννήθηκε. Από όσα μπορούσε να θυμηθεί το παιδί, το πρόσωπο της γιαγιάς την ηρεμούσε και τη γαλήνευε. Ήταν ο φύλακας άγγελός της. Οι γονείς έλειπαν από το σπίτι σχεδόν όλη την ημέρα. Δούλευαν σκληρά για να τα βγάλουν πέρα. Η γιαγιά ήταν μάνα, πατέρας, δασκάλα, μαγείρισσα, γιατρός, φίλη …και ό,τι άλλο μπορεί ακόμα να σκεφτεί κανείς, και μεγάλωνε σχεδόν μόνη αυτό το αγγελούδι, παίρνοντας ζωή από την ανάσα του, και δίνοντάς του φροντίδα και αγάπη, αγάπη αστρόφωτη και αληθινή.
Μόλις έφτασαν κοντά στο σπίτι, η γιαγιά σταμάτησε. Το παιδί την τράβηξε λέγοντας:
– Έλα γιαγιάκα μου … Έλα στο σπίτι μας να είμαστε μαζί όπως ήμασταν πάντα… Πότε θα τελειώσεις πια αυτές τις δουλειές στο χωριό για να γυρίσεις πίσω; Η μαμά μου λέει να κάνω λίγη υπομονή και ότι θα επιστρέψεις γρήγορα …μόλις πάψεις να ξεχνάς. Αλλά εγώ δεν μπορώ. Κάθε μέρα νευριάζω και κλαίω γιατί μου λείπεις εσύ κα το σπίτι μας είναι άδειο και παγωμένο χωρίς την αγκαλίτσα σου…
Η γιαγιά λύγισε. Κάθισε σε ένα σκαλοπάτι που ήταν κοντά της για να μην καταρρεύσει, για να μην παραδοθεί. Το στόμα της είχε στεγνώσει και η φωνή της έγινε κομπιασμένο μουρμούρισμα, όμως βιάστηκε να απαντήσει, γιατί ένιωθε ότι τα όρια αντοχής της ψυχής της είχαν εξαντληθεί:
– Έλα …Έλα να σε φιλήσω και να φύγω γρήγορα, γιατί θα χάσω το τελευταίο λεωφορείο για το χωριό …Έλα γρήγορα …και μην κλαις …Σε λίγες μέρες θα είμαι πίσω…
Το κορίτσι έμεινε ακίνητο στη μέση του δρόμου να κουνά σε αβέβαιο χαιρετισμό το χέρι του και ταυτόχρονα να σκουπίζει το βρεγμένο πρόσωπο στα μανίκια της μπλούζας του.
Η γιαγιά, με όση δύναμη τής είχε απομείνει, έφυγε βιαστικά παραπατώντας σα μεθυσμένη και χωρίς να γυρίσει να δει πίσω της.
Όταν απομακρύνθηκε αρκετά και δεν μπορούσε τώρα να τη δει κανείς, κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε μπροστά της και αθόρυβα, κοιτάζοντας ψηλά το φωτεινό γαλάζιο του ουρανού, άφησε ελεύθερα τα δάκρυά της να κυλήσουν για ώρα πολλή, χωρίς να καταφέρνουν τώρα να γεμίσουν το λακκάκι του λαιμού, όπως τρικυμισμένη θάλασσα στην απόγνωσή της, όσο κι αν προσπαθούσε δεν κατάφερνε ποτέ να γεμίσει την αόρατη σχισμή ανάμεσα στους βράχους της απότομης ακτής.
Κατάκοπη, αλλά χαρούμενη, σαν ένα παλιό μονόχρωμο μεταξωτό κουνέλι που είχε φωνή και μιλούσε, άνοιξε αργά – αργά την πόρτα του Γηροκομείου. Μπήκε και την έκλεισε πίσω της σιγά. Μήνες τώρα αυτό ήταν το σπίτι της και η ιστορία για δουλειές στο χωριό, ήταν ένα παραμύθι που ειπώθηκε για να παρηγορήσει το μικρό κορίτσι …χωρίς να δικαιώσει και να λυτρώσει κανέναν!…