Στις εκλογές του Μαΐου (2014) είδαμε και πάλι το λαϊκισμό να αναβιώνει στις παλιές καλές δόξες του. Όπως γράψαμε και άλλη φορά, οι λαϊκιστές ποτέ δεν μας έλειψαν. Το άθλημα αυτό δίνει ικανοποίηση στους επίδοξους πολιτικούς και τους βοηθάει τα μέγιστα για να κατακτήσουν την καρέκλα. Αυτό το έχουν καλά διαπιστώσει παλιοί και νέοι από την πανίδα του συστήματος ως ένα αλάνθαστο τρόπο να συνεγείρουν τους υπηκόους τους στρεβλώνοντας την πραγματικότητα. Και ως του θαύματος αυτό το βλέπουμε κάθε λίγα χρόνια με τις διαδοχικές βουλευτικές, δημοτικές και ευρωπαϊκές εκλογές.
Βλέπουμε δηλαδή απίθανες περιπτώσεις προσώπων να εκλέγονται για να αναλάβουν το πηδάλιο και να μας οδηγήσουν σε στέρεο έδαφος, να κρατήσουν την εθνική μας περηφάνια ψηλά, και το δημόσιο συμφέρον μας αρραγές. Είδαμε πρώην συνδικαλίστρια, θύμα επίθεσης με βραχιόλι, να φιγουράρει το όνομα σε ψηφοδέλτια. Το πρόβλημα με το λαϊκισμό έχει δυο σκέλη. Το πρώτο είναι αυτός κάθε αυτός ο ίδιος ο λαϊκισμός, ως κοινωνικό – πολιτικό φαινόμενο, το οποίο μετέρχονται οι πολιτικοί γιατί γνωρίζουν το αλάθητο της συνταγής για την επιτυχία στην κάλπη. Το δεύτερο, που είναι δύσκολο αναστρέψιμο είμαστε εμείς οι πολίτες – ψηφοφόροι, ενώ οι περισσότεροι από εμάς, γνωρίζουμε το ανέφικτο των υποσχέσεων, οι λαϊκιστές μας διεγείρουν το συναίσθημα, όπως για παράδειγμα θυμό, αγανάκτηση, αδικία. Όμως, το συναίσθημα είναι κακός σύμβουλος γιατί λειτουργεί σε βάρος του ορθολογισμού και της πραγματικότητας για τόσο σοβαρά ζητήματα, όπως είναι η ανάδειξη μιας κυβέρνησης. Αυτού του είδους η συμπεριφορά μπροστά στη κάλπη, πέρα από το ότι δείχνει ένα λαό που συνεγείρεται από τα παχιά λόγια, η διαρκής επανάληψη μας κάνει να λειτουργούμε σε βάρος της αμείλικτης πραγματικότητας, όποια και αν είναι αυτή. Λειτουργούμε με έντονη τιμωρητική διάθεση όπως θα έκαναν οι πιτσιρικάδες στην αλάνα.
Επειδή ο λαϊκισμός, με όλες τις εκφάνσεις του, μοιάζει να έγινε δεύτερη φύση για το μέσο πολίτη, τώρα τον έχουμε όλοι ανάγκη. Με την επικάλυψη της δημοκρατίας για ίσα δικαιώματα, ο λαϊκισμός δεν είναι μόνο ρητορεία που χαϊδεύει αφτιά. Εδώ και πολλά χρόνια έχει πάρει και την πρακτική εφαρμογή του. Βλέπουμε ηθοποιούς που χυδαιολογούν στο παλκοσένικο της πολιτικής σάτιρας με μόνο προσόν την αναγνωρισημότητα να προτείνονται για την ευρωβουλή και εκείνοι να φλερτάρουν με το σύστημα. Βλέπουμε πολιτικούς που διανύουν τον ενενηκοστό χρόνο της ηλικίας τους ηρωοποιημένους από το σύστημα, με προσόντα της δεκαετίας του ΄50 και ΄60, χωρίς ξένη γλώσσα να στέλνονται ολοταχώς στο ευρωκοινοβούλιο. Διάττοντες αστέρες του αθλητισμού, χωρίς την διασταύρωση άλλων ουσιαστικών προσόντων να φιγουράρονται τα ονόματά τους στα ψηφοδέλτια. Κανένας, δεν προσκομίζει, έστω μια συστατική επιστολή και αν το κάνει ποιος τη διαβάζει; Η εικονική πραγματικότητα μέσα από τη μικρή οθόνη, όλα τα μεταλλάσσει και τα παραμορφώνει. Στις αγγλόφωνες κοινωνίες το 95% των υποψηφίων για υψηλά δημόσια αξιώματα προέρχονται από τη δημόσια διοίκηση όπου ευδοκιμούν από μικρά παιδιά και διαθέτουν την απαραίτητη πείρα και το ήθος. Δεν υπάρχουν ανεπάγγελτοι που ψαρεύουν στα θολά νερά του συστήματος. Το λαϊκισμό τον αγάπησαν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες πολίτες και αυτό συνιστά μια από τις αιτίες του κατακερματισμού της πολιτικής ζωής, ενώ η ενότητα ενός λαού τόσο μεγάλη ανάγκη έχει ο ελληνισμός, εξανεμίζεται.
Με όχημα τη δημοκρατία ως πανάκεια για κάθε νόσο, γραφικοί, αλλά έντιμοι κατά τα άλλα πολίτες, διεκδικούν την πρωθυπουργία με τα διά τους κόμματα που όλα μαζί αριθμούν τα 43… Και όπως μας λέει ο μεγάλος G.B. Show η δημοκρατία είναι πολίτευμα που μας εξασφαλίζει πως δεν πρόκειται να κυβερνηθούμε από άτομα καλύτερα από εκείνα που μας αξίζουν…
Ο λαϊκισμός είναι μια από τις χειρότερες μορφές κοινωνικού και πολιτικού αμοραλισμού. Όσο γρηγορότερα ένας λαός μπορεί να βγει τόσο το καλύτερο για αυτόν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ, κοινωνιολόγος