Η διπλανή πόρτα είναι ενός μεγάλου καταστήματος δώρων, ιδιαίτερα περιποιημένου και καλοστολισμένου με πλούσια ποικιλία από υαλικά, ασημικά, μικροέπιπλα, μπιμπελώ, κλπ και με τις βιτρίνες του γεμάτες με ξεχωριστά δώρα, που μαγνητίζουν τους περαστικούς για να σταματήσουν και να θαυμάσουν τα όμορφα αντικείμενα.
Μπαίνοντας την πόρτα του καταστήματος χτυπά ένα σιδερένιο κουδουνάκι του παλιού καιρού που ειδοποιεί ότι ήρθε πελάτης και αμέσως σηκώνεται από το γραφείο της –που βρίσκεται στο βάθος του χώρου- η κυρία που έχει το μαγαζί για να τον εξυπηρετήσει, πρόθυμη, γελαστή και ξεκούραστη, έτοιμη να εξηγήσει και να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις των πελατών.
Χτες, αργά το απόγευμα, χτύπησε το κουδουνάκι με το άνοιγμα της πόρτας κι ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι μπήκε παραπατώντας και κοιτάζοντας με μάτια υγρά τα ωραία πράγματα. Η κυρία σηκώθηκε βιαστικά από το γραφείο της και προσπαθώντας να κρύψει έναν υποσυνείδητο φόβο που την έπνιγε, πλησίασε το νεαρό. Όταν τον είδε από κοντά με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια να παραπατά και να πασχίζει να σταθεί όρθιος σε μία θέση, κατάλαβε ότι το παιδί αυτό τούτη την ώρα ή ταξίδευε ή επέστρεφε από τους δικούς του χαμένους τόπους των παραισθήσεων και ο φόβος της έγινε πανικός. Ήταν μόνη στο κατάστημά της, ήταν σχεδόν σούρουπο, κίνηση δεν υπήρχε στο δρόμο αυτήν την ώρα και ένιωθε την καρδιά της να κλωτσά από τον τρόμο. Τον πλησίασε φιλικά: «Καλησπέρα παιδί μου… του είπε. Τι θα ήθελες να πάρεις; Θέλεις να σε βοηθήσω;…» Την κοίταξε καχύποπτα με μάτια ξεθωριασμένα και πρόσωπο ανέκφραστο. Ύστερα, καταβάλλοντας προσπάθεια, γιατί οι λέξεις έβγαιναν σχεδόν μισές από τα χείλη του, είπε: «Θέλω να πάρω τρία δώρα. Ένα για την κοπέλα μου, ένα για τη μάνα της, …εδώ σταμάτησε για λίγο και ανάσανε βαθιά σα να τελείωνε το οξυγόνο στο χώρο και ένα για τον πατέρα της που δε με χωνεύει ούτε θέλει να με βλέπει… Η μάνα της είναι πολύ καλή.»
Η γυναίκα τον χάιδεψε στοργικά στην πλάτη με χέρια που έτρεμαν λέγοντας: «Φαίνεσαι καλό παιδί. Είσαι και πολύ όμορφος. Γιατί δεν σε θέλει ο πατέρας της; Μη στεναχωριέσαι, θα αλλάξει γνώμη. Έλα τώρα να διαλέξουμε τα δώρα που θέλεις θα σου κάνω και πολύ καλές τιμές, γιατί ξέρω πόσο άσχημα είναι τα οικονομικά του κόσμου στις ημέρες μας… Έχω κι εγώ παιδιά στην ηλικία σου.»
Είχε στηριχτεί με την πλάτη στον τοίχο και κοίταζε περίεργα ολόγυρα πότε τα όμορφα πράγματα και πότε τη γυναίκα που του μιλούσε ήρεμα και τρυφερά, ενώ ήταν φανερό ότι το μυαλό του βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Περπάτησε στους χώρους του καταστήματος με αργά βήματα, παρατηρώντας και αγγίζοντας πολλές φορές τα διάφορα αντικείμενα και με τη βοήθεια της γυναίκας που στεκόταν συνέχεια δίπλα του, διάλεξε και πήρε τα τρία δώρα που ήθελε. Κατευθύνθηκε στο βάθος του καταστήματος που ήταν το ταμείο και η κυρία μιλώντας του για διάφορα πράγματα και επαναλαμβάνοντας ότι είναι πολύ συμπαθητικό παλικάρι τοποθέτησε τα τρία δώρα σε βελούδινα κουτιά τα τύλιξε με γυαλιστερό περιτύλιγμα, τα έδεσε με κορδέλα, τα έβαλε σε μια όμορφη νάιλον τσάντα και τον ρώτησε ανήσυχη: «Είσαι ευχαριστημένος; Διάλεξες όμορφα πράγματα. Όπως σου είπα και πριν, θα σου κάνω και καλές τιμές… Μόνο 50 ευρώ για όλα.» Ο νεαρός ακούμπησε την τσάντα με τα δώρα στο γραφείο, κάρφωσε τη σκοτεινή ματιά του στο πρόσωπό της, έστρεψε το κεφάλι του προς την είσοδο του καταστήματος και με γρήγορη κίνηση άνοιξε το φερμουάρ στο χοντρό μπουφάν που φορούσε και με το άλλο χέρι έβγαλε ένα πιστόλι από την εσωτερική του τσέπη, το σήκωσε πιο ψηλά στο ύψος του στήθους της γυναίκας και σημαδεύοντάς την, είπε με βραχνή φωνή: «Είμαι ευχαριστημένος. Αλλά τώρα θα σε σκοτώσω…»
Η γυναίκα ένιωσε να μουδιάζει όλο το σώμα της. Τα μάτια της μίκρυναν. Οι φλέβες στα χέρια της μελάνιασαν. Τα πόδια της λύγισαν και μόλις πρόλαβε να καθίσει στην καρέκλα του γραφείου, έχοντας μπροστά της τον νεαρό όρθιο και την κάννη του όπλου να τη σημαδεύει. Και όμως –πράγμα ανεξήγητο-, εξακολουθούσε να χαμογελά τρυφερά την ώρα που του είπε: «Γιατί να με σκοτώσεις αγόρι μου; Τι σου έχω κάνει; Αν δεν έχει χρήματα μη με πληρώσεις. Πάρε τα δώρα και φύγε. Πάρε και ό, τι άλλο σου αρέσει. Αλλά… γιατί να με σκοτώσεις; Παλεύω σκληρά για να τα βγάλω πέρα. Ο άντρας μου είναι κατάκοιτος δέκα χρόνια… Αυτά που βγάζω από το μαγαζί, δε φτάνουν ούτε για τα φάρμακά του. Δεν πειράζει… Σου τα χαρίζω τα δώρα που πήρες. Όμως, γιατί θέλεις να με σκοτώσεις;» Η γυναίκα αντλώντας δύναμη από το Θεό, που σε τέτοιες ώρες μόνο Εκείνος μπορεί να σου την προσφέρει, μιλούσε σιγανά και ήρεμα. Ο νεαρός, ακίνητος στη θέση του, με την κάννη του όπλου να σημαδεύει τώρα λίγο πιο ψηλά, δηλαδή στο κεφάλι της γυναίκας εξακολουθούσε να την κοιτάζει κατάματα σαν υπνωτισμένος, γι΄αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Το πρόσωπό του είχε πάρει το χρώμα του χαλκού, τα χείλη του ήταν άσπρα και η έκφρασή του παγωμένη. Αυτό όμως που ξάφνιαζε, ήταν τα ορθάνοιχτα μάτια του που έμεναν από ώρα καρφωμένα στο πρόσωπο της γυναίκας, που περίμενε ακίνητη να κάνει ο νεαρός πράξη τα λόγια του, με την κάννη του όπλου ευθεία στο σημάδι της. Έσκυψε λίγο προς το μέρος της και με φωνή απόκοσμη, γεννημένη από τη θανατηφόρα δύναμη των ναρκωτικών, επανέλαβε: «Θα σε σκοτώσω…»
Ξαφνικά –ποιος μπορεί να ερμηνεύσει τι έγινε στην ψυχή του- σκούπισε τα δάκρυα που κατηφόριζαν στο πρόσωπο, κατέβασε το όπλο βρίζοντας, το έκρυψε στη θέση που το είχε και έκλεισε βιαστικά το φερμουάρ στο μπουφάν που φορούσε. Άρπαξε την τσάντα με τα τρία δώρα που είχε διαλέξει, κλώτσησε με οργή ένα μικροέπιπλο που βρήκε μπροστά του, έσυρε με δύναμη την παλάμη του επάνω στο γραφείο ρίχνοντας στο πάτωμα και σπάζοντας ό, τι υπήρχε εκεί και χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, εξαφανίστηκε στο άδειο δρόμο που τώρα είχε φορέσει τα χρώματα της νύχτας.
Αρκετή ώρα αργότερα πέρασε από το κατάστημα ο γιός της γυναίκας. Τη βρήκε με το κεφάλι ακουμπισμένο επάνω στο γραφείο, να κοιτάζει σαν χαμένη το κενό. Κάθε τόσο επαναλάμβανε: «Αυτά ακούμε και βλέπουμε κάθε μέρα στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και δεν πιστεύουμε ότι μπορούν να συμβούν και σε μας. Πόσο μεγάλη άγνοια έχουμε αλήθεια για την ανεξέλεγκτη αύξηση της εγκληματικότητας, την εξάπλωση των ναρκωτικών και τόσων άλλων δεινών, που μετατρέπουν τα παιδιά μας σε θηρία, σε τέρατα, σε δολοφόνους…
Φοβήθηκα… Φοβήθηκα πολύ… Αλλά πιο πολύ πόνεσα γι΄αυτό το όμορφο παλικάρι που… ίσως αύριο να μην είναι στη ζωή.»
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή