Σ ε προηγούμενο άρθρο μου είχα αναφέρει ότι η εποχή των «μνημονίων» στην οποία ζούμε για πέντε και πλέον χρόνια και ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμη, μπορεί να μας έχει οδηγήσει ως χώρα και ως άτομα στου «κακού τη σκάλα», αλλά είναι μια θαυμάσια εποχή για πάσης φύσεως και εύρους επαναστάτες, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, πολιτικούς επιστήμονες και φιλοσόφους. Άλλωστε το λέει και το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο: κοινωνική ταραχή: πολύ καλή κατάσταση, μεγάλη κοινωνική ταραχή: πάρα πολύ καλή κατάσταση…
Αν θεωρήσουμε ότι η κατάταξη σε γενιές έχει κάποια θεωρητική αξία, ανήκω στη γενιά του Πολυτεχνείου. Σ’ αυτή τη γενιά που οι νεότερες τη θεωρούν υπεύθυνη για το σημερινό χάλι της χώρας μας. Αν μάλιστα προσθέσω ότι ως μεσαίο κομματικό στέλεχος έχω παίξει και κάποιο μικρό ρόλο στην άνοδο και μακροημέρευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ίσως κάποιοι να με καταδικάσουν και στο «πυρ το εξώτερον». Προερχόμενος από συντηρητική οικογένεια, έγινα μέλος του ΠΑΣΟΚ το 1976 μετά την απόλυσή μου από το στρατό και την πρόσληψή μου με αξιοκρατικό πανελλήνιο διαγωνισμό πτυχιούχων ανωτάτων σχολών στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι ιδέες του κόμματος έπαιξαν κάποιο ρόλο στην πολιτική μου στράτευση, κυρίως όμως με παρέσυρε το «ορμητικό ποτάμι» της χαρισματικής προσωπικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου.
Βλέποντας στην τηλεόραση το βράδυ των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 τον Αλέξη Τσίπρα να χαιρετά τα πλήθη που τον επευφημούσαν για τη νίκη του με τα χέρια ανοιχτά, μια αγκαλιά και τα ίδια εκείνα λόγια του Ανδρέα, για μια στιγμή «χάθηκα» και γύρισα πίσω στα χρόνια του Αντρέα και του ΠΑΣΟΚ, στα χρόνια της νιότης μου. Στα χρόνια των ανεπανάληπτων προεκλογικών συγκεντρώσεων, της νύχτας της αλλαγής στο Σύνταγμα, της Carmina Burana, των Γιορτών Νεολαίας στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου, των καπνισμένων αιθουσών των οργανώσεων με τα πορτραίτα του Μαρξ και του Τσε… Ο Ανδρέας ήταν τότε για μένα ο μέντορας μέσω του οποίου προσέγγισα την πολιτική από την πλευρά του αγνού και ανιδιοτελούς συναισθήματος, από την πλευρά των αδικημένων και των καταφρονεμένων όπου γης. Θεώρησα την πολιτική σαν μια περιπέτεια δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας. Ταξίδεψα με το καράβι της πολιτικής και καπετάνιο τον Ανδρέα στην ιστορία του τόπου μας, σε μακρινούς λαούς και περασμένους χρόνους και γνώρισα τους κινητήριους μοχλούς της ιστορίας και της οικονομίας. Με βοήθησε να δω με τα νεανικά μου μάτια τα πράγματα αντικομφορμιστικά, γνήσια, αυθεντικά και να αγαπήσω τη ζωή με όλες τις αντιφάσεις της, την πολιτική, τον έρωτα, το λαό μας, την πνευματική καλλιέργεια. Ήταν ένα συναρπαστικό ταξίδι της ψυχής μου στο Λόγο και την Ιστορία… Και έτσι εγώ και η γενιά μου, από φοβισμένα ανθρωπάκια νιώσαμε κοντά του να μεγαλώνουμε, σκεπασμένοι από τον ίσκιο ενός μεγάλου και αποτινάζοντας τους φόβους και τα συμπλέγματα που είχε εναποθέσει στις πλάτες μας το παλιό, πήραμε οι ίδιοι την τύχη μας στα χέρια μας και μετατραπήκαμε από κομπάρσοι σε πρωταγωνιστές της Ιστορίας…
Ακούω από το …βάθος οργισμένες φωνές αναγνωστών: Μα τι είναι αυτά που λες; Εσύ τον έχεις αγιοποιήσει, ενώ ο Ανδρέας ήταν ένας αδίστακτος εξουσιομανής, ένας νάρκισσος λαϊκιστής, που κατέστρεψε την Ελλάδα. Συγκρατηθείτε φίλοι μου, μέχρι στιγμής μιλάω για τη σχέση τη δική μου με τον Ανδρέα, δηλαδή για τα συναισθήματά μου, τις ενέργειες, τις συμπεριφορές, τη δυναμική επίδραση της προσωπικότητάς του σε μένα και όχι για τη σχέση του Ανδρέα με τη χώρα. Άλλωστε η οπτική γωνία υπό την οποία βλέπει κάποιος τα πράγματα επηρεάζεται από το βαθύτερο είναι του, γιατί πριν από τη λογική και την αναλυτική σκέψη υπάρχει κάτι πολύ ισχυρότερο, που διαμορφώνεται κυρίως από ασυνείδητα ψυχικά ριζώματα.
Και μετά την ιδιωτική σφαίρα μεταβαίνουμε στη δημόσια σφαίρα, στη χώρα, στην πολιτεία –εκεί όπου κατά τον Πλάτωνα κατοικεί η αλήθεια– και στην πίστη πολλών συμπατριωτών μας ότι ο Ανδρέας κατέστρεψε την Ελλάδα οικονομικά, μέσω της αύξησης του δημόσιου χρέους και ηθικά με την επέκταση της διαφθοράς. Ας αρχίσουμε από το οικονομικό πεδίο και το δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το δημόσιο χρέος που παρέδωσε, μέσω του Γεωργίου Ράλλη, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 ήταν 2,5 δις Ευρώ, ή 34,2% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος που παρέδωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1989 ήταν 17,9 δις ή 65,9% του ΑΕΠ, πολύ κοντά στο σχετικό κριτήριο για το δημόσιο χρέος (60%) της συνθήκης του Μάαστριχτ. Αλλά και στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο η θέση των επικριτών του ότι ο Ανδρέας και το ΠΑΣΟΚ διέφθειραν και «χαλάσανε» τους Έλληνες, επίσης δεν ευσταθεί. Και δεν ευσταθεί διότι οι Έλληνες είναι «χαλασμένοι» εδώ και αιώνες, από την εποχή που οι προπάτορές μας επέλεξαν την Ανατολή από τη Δύση και διαμορφώθηκε ιστορικά ο ελλαδικός «ομαδικός» τύπος ανθρώπου και η ανατολίτικη διαφθορά. Πιο αναλυτικά και σύμφωνα με τη φιλοσοφική θεωρία του μεγάλου φιλοσόφου Σπινόζα (αναγκαιότητα και αιτιοκρατία) οι πράξεις μας είναι η αναγκαία έκφραση και επομένως η αναγκαία συνέπεια αυτού που είμαστε, δηλαδή της βιολογικής μας υπόστασης, του εθνικού και ατομικού μας ασυνειδήτου, των σκέψεών μας, της ευαισθησίας μας, της ιστορίας μας. Για το λόγο αυτό η βούληση και τα περιθώρια δράσης του ελληνικού λαού και των πολιτικών ηγετών του ήταν και είναι πολύ περιορισμένα.
Ίσως κάποιοι –διαβάζοντας το πρώτο μέρος του άρθρου– σκεφθούν: και τι μας νοιάζει τώρα εμάς για τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ; Αυτοί έχουν μπει εδώ και καιρό στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Στο ίδιο εκείνο χρονοντούλαπο που είχαν φτιάξει οι δικοί μας …μαραγκοί για τη Δεξιά. Μα αγαπητοί μου ο Αλέξης Τσίπρας που είναι τώρα πολιτικά κυρίαρχος είναι κατά μία έννοια η «μετεμψύχωση» του Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι ο πολιτικός που έχει μελετήσει ατέλειωτες ώρες τις ομιλίες του, τις συνεντεύξεις του, τα βιβλία του, τα πολιτικά του κείμενα, αλλά και τις κινήσεις του, τον τρόπο ομιλίας του (bodywatching) και κυρίως την πολιτική τακτική και στρατηγική του. Είναι ο πολιτικός που για να εξασφαλίσει τη μακρόχρονη πολιτική κυριαρχία του, προσπαθεί να «περάσει» τον εαυτό του στο υποσυνείδητο των Ελλήνων ως η συνέχεια του Ανδρέα και δείχνει να τα καταφέρνει. Ο παλιός Ανδρέας έφερε στο φως από τα σκοτάδια –όπου την είχαν καταδικάσει οι νικητές του εμφυλίου– την εαμογενή Αριστερά, με την τεράστια κοινωνικο-πολιτική και κυρίως ψυχολογική σημασία του εγχειρήματος. Επίσης έκανε και κάποια δειλά βήματα εκσυγχρονισμού (ΕΣΥ, ΑΣΕΠ, κοινωνική πρόνοια, ατομικά δικαιώματα). Ο πολιτικά κυρίαρχος νέος Ανδρέας, ο οποίος, αντιγράφοντας τον παλιό, έχει δείξει σημαντικά δείγματα προσαρμοστικότητας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, τι μπορεί να κάνει σήμερα; Και κυρίως τι θέλει ο ίδιος και τι περιμένει απ’ αυτόν ο ελληνικός λαός να κάνει; Εμείς το 1981 τρέχαμε για αυτοδιαχείριση, κοινωνικοποίηση και σοσιαλισμό. Ο ίδιος σήμερα, μετά την ψήφιση του τρίτου «μνημονίου» και την προσγείωσή του στη σκληρή πραγματικότητα, μίλησε για καταπολέμηση της διαφθοράς, της διαπλοκής, της φοροδιαφυγής και του πελατειακού κράτους. Μίλησε δηλαδή για αστικό εκσυγχρονισμό, που τον παλεύουμε από την εποχή του Καποδίστρια με την …κλοπή της πατάτας. Ή μήπως όχι, γιατί συμπλήρωσε εκσυγχρονισμό προοδευτικής κατεύθυνσης. Είναι όμως εφικτός αυτός ο αστικός εκσυγχρονισμός σήμερα; Έχει τη δυνατότητα το πολιτικό υποκείμενο να τον σχεδιάσει, να τον νομοθετήσει και κυρίως να πείσει, για να μη χρησιμοποιήσω το βαρύτερο ρήμα εμπνεύσει, το λαό να τον εφαρμόσει; Ας εξετάσουμε παρακάτω το περιβάλλον μέσα στο οποίο ο νέος Ανδρέας θα ασκήσει την πολιτική του.