Νύχτα καλοκαιριού. Έφτασε βαδίζοντας με μικρά πηδηχτά βήματα και από όπου περνούσε έσβηνε τις καυτερές ακτίνες του ήλιου, σκεπάζοντας το φως της ημέρας με μαύρο δίχτυ.
Στον ουρανό άρχισαν, σαν ξεχασμένες σπίθες, να διακρίνονται τα πρώτα βιαστικά αστέρια, χλωμά και αδύνατα, που από λεπτό σε λεπτό νόμιζες πως πάσχιζαν να μεγαλώσουν και να πολλαπλασιάσουν τη λάμψη τους, γλυκαίνοντας έτσι τις γκρίζες και μαύρες αποχρώσεις της σκοτεινής νύχτας. Και αυτή, καθισμένη περήφανα στο θρόνο της, δεν έδειχνε ότι νοιάζεται και λαβώνεται από την παρουσία των αστεριών. Αντίθετα ήξερε ότι αυτά ήταν τα πολύτιμα στολίδια της που τα φορούσε όταν ήθελε. Αυτή τη νύχτα κυριαρχούσε η αποθέωση μιας λυτρωτικής διάθεσης. Ψίθυροι νυσταγμένοι, καλογραμμένες φωτίτσες στο σκοτάδι οι αόρατες πυγολαμπίδες, αθόρυβες στο πέταγμά τους αλλά σιωπηλές κι αυτές, στοχαστική ψιλοκουβέντα στα φύλλα των δέντρων και αεράκι τρυφερό και αόρατο που ένιωθες να σε οδηγεί χωρίς να σε εξουσιάζει, σε ανοιχτούς δρόμους αυτογνωσίας και γάργαρης ροής στις ανέκφραστες ενδόμυχες σκέψεις σου.
Περπατούσα στο ανηφορικό στενό δρομάκι ανασαίνοντας ήρεμα, μαζί με τους πόρους της γης την ανάλαφρη δροσιά που γεννούσε η νύχτα, με την ίδια πάντα λαχτάρα να φτάσω στην κορυφή του δρόμου κι εκεί να σταθώ για λίγο και πριν αρχίσω να κατηφορίζω, να θαυμάσω από ψηλά την ακοίμητη θάλασσα που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου μουρμουρίζοντας τα δικά της λόγια που κανείς δεν κατάλαβε ποτέ. Εκείνη, έλουζε ασταμάτητα με τις λευκές δαντελωτές άκρες της τα καφετιά βουναλάκια που είχαν φτιάξει τα φύκια στην παραλία. Εκεί μου άρεσε να κάθομαι. Νόμιζα πως ήταν η πιο αναπαυτική και φιλόξενη πολυθρόνα που είχα βρει στη ζωή, τοποθετημένη από τη φύση στη δική μου καταλυτική πραγματικότητα. Σε κάθε μετακίνηση, τα ξερά φύκια έτριζαν παράξενα και χαμήλωναν το ύψος τους για να καθίσω πιο άνετα. Ήταν, σαν να αποκτούσαν ανθρώπινη σκέψη, σαν να αποκτούσαν ανθρώπινη σκέψη, σαν να αναζητούσαν συνομιλία, σαν να πληγώνονταν από την περιφρόνηση που τα γέμιζε η αδιαφορία των ανθρώπων, να τα σκεπάζουν με διάφορα ρούχα κάθε φορά που κάποιος ήθελε να καθίσει επάνω τους.
Πριν αρχίσω να κατηφορίζω, κοιτάζοντας με την ευτυχία και την πληρότητα της στιγμής, την ήσυχη θάλασσα που με τη λάμψη των αστεριών μου έγνεφε από μακριά, η ματιά μου κατέληξε στα φώτα εκείνης της στεριάς που είχα μπροστά μου, όχι σε μεγάλη απόσταση. Τα φώτα αυτά έκαιγαν σαν φρεσκοαναμμένα καντηλάκια, που άλλες φορές η φλόγα τους μεγάλωνε και άλλες γινόταν αδύναμη. Και θυμήθηκα. Πάντα εκεί θυμόμουν τα ίδια.
– Μπαμπά, τι φώτα είναι αυτά που φαίνονται απέναντι πέρα από τη θάλασσα; Και η απάντηση:
– Εκεί είναι μια άλλη χώρα. Την λένε Τουρκία…
Με το μυαλό μικρού παιδιού, με τις αθώες σκέψεις και ερωτήσεις του, με το ανάλαφρο περπάτημά του και με πολλά όνειρα κρυμμένα βαθειά στην ψυχή, εκείνη την ώρα κατάλαβα για μια φορά ακόμα, ότι θα ήθελα να παραμείνω για πάντα παιδί, αφού μόνο έτσι θα μπορούσα να κάνω όνειρα. Και οι παιδικές μνήμες, καλές ή κακές, είναι η καρδιά μας που χτυπά στο φως και στο σκοτάδι, γιατί καταγόμαστε από την παιδική μας ηλικία, όπως καταγόμαστε από τη χώρα μας.
Κάθισα γεμάτη νοσταλγία στα μαλακά φύκια αρκετή ώρα, που την ένιωσα σαν το γλυκό ρεφραίν μια μελωδίας παλιάς, αλλά όχι ξεχασμένης…
Λίγο πιο πέρα από μένα, διέκρινα με τα αναμμένα φώτα του δημόσιου δρόμου –που ήταν επάνω από την παραλία- έναν μεγάλο σωρό ρούχα πεταμένα, σωσίβια παρατημένα, κουβέρτες, πουλόβερ, σχοινιά, πολλά κουτιά βρεγμένα και πολλά άλλα άχρηστα πράγματα ανακατεμένα, που χάλασαν την ομορφιά του τόπου. Σκέφτηκα ότι κάποιοι τα πέταξαν για να τα ξεφορτωθούν, ή τα έβγαλε ο κυματισμός της θάλασσας, άγνωστο από πού, πως και γιατί.
Από μπροστά μου είχε περάσει πριν από λίγο ένα νεαρό ζευγάρι. Κάθισαν κι αυτοί στα φύκια και κουβέντιαζαν σιγανά. Κάποια στιγμή ο άντρας σηκώθηκε όρθιος και μιλώντας δυνατά, έδειχνε με το χέρι του στην κοπέλα τον σωρό με τα πεταμένα πράγματα που βρίσκονταν εκεί κοντά και που απορημένη τα έβλεπα κι εγώ.
« Ήμουν εδώ προχτές… είπε. Περνούσα τυχαία και σταμάτησα όπως και άλλα αυτοκίνητα. Μέσα στη θάλασσα που την φώτιζαν οι προβολείς του Λιμενικού σκάφους, παιζόταν ένα σκληρό δράμα. Μια βάρκα πλησίαζε την παραλία γεμάτη μετανάστες, λαθρομετανάστες, πρόσφυγες, -δεν ξέρω- στοιβαγμένους ο ένας επάνω στον άλλον. Είδα γυναίκες που φώναζαν απεγνωσμένα, παιδιά που έκλαιγαν και γαντζώνονταν επάνω στους πιο μεγάλους, άνθρωποι τραυματισμένοι που ούρλιαζαν σαν πληγωμένα ζώα… Ποιος ξέρει πόσες ώρες βρίσκονταν στη θάλασσα βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, καταβεβλημένοι και ανήμποροι, έτρεμαν και δεν μπορούσαν να μιλήσουν στους ανθρώπους του Λιμενικού που τους εντόπισε –ίσως λίγο πριν από το θάνατο –γιατί η υπερφορτωμένη βάρκα, είχε αρχίσει να βάζει νερά. Ταραγμένοι, αλλά με γρήγορες κινήσεις οι Λιμενικοί, βλέπεις έχουν συνηθίσει σε τέτοιες καταστάσεις, κυρίως τον τελευταίο καιρό στο νησί μας, τη Λέσβο, ανέβαζαν τους ανθρώπους στο σκάφος, τους τύλιγαν με κουβέρτες, οι γυναίκες σφίγγοντας τα μωρά τους φιλούσαν τα χέρια τους, έκλαιγαν, φώναζαν, μετρούσαν τους δικούς τους… Ήταν όλοι; Μήπως κάποιοι δεν άντεξαν; Μήπως άλλους τους κατάπιε η θάλασσα; Για να σου πω την αλήθεια δεν άντεξα να δω άλλο. Έφυγα σαν κυνηγημένος, με τα κλάματα και τα ουρλιαχτά αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων, να έχουν σφηνωθεί στο κεφάλι μου σαν καρφιά. Αυτά είναι τα «ρημαγμένα πλούτη τους». Ένας σωρός αδιαφορίας, πόνου, ντροπής, ασχήμιας και αξιοπρέπειας, δίπλα σε μια όμορφη θάλασσα που τους ξεγέλασε…»
Σταμάτησε απότομα. Αγκάλιασε από τους ώμους την κοπέλα, απομακρύνθηκαν και χάθηκαν στη σιωπή της νύχτας.
Σηκώθηκα γρήγορα. Είχα την ψευδαίσθηση ότι άκουγα κι εγώ φωνές και κλάματα. Έριξα μια τελευταία ματιά θλίψης στα «πλούτη» που άφησε ο αργός κυματισμός στην παραλία και ύστερα έστρεψα το κεφάλι στο τέλος της θάλασσας, εκεί που έβλεπα από μικρή τα φωτάκια της Τουρκίας. Και τότε το είδα: Ένα μεγάλο κόκκινο φεγγάρι με μια χρυσή ζώνη στον κύκλο του, γεννήθηκε από την καρδιά της σκοτεινής θάλασσας και άρχισε να ανεβαίνει πολύ γρήγορα στον ουρανό ανάμεσα στα αστέρια, σαν κάποιος να το κυνηγούσε. Και όσο ψήλωνε στο θόλο και κυλούσε ακόμα πιο γρήγορα, τόσο μίκραινε και άσπριζε μέχρι που ανάμεσα ακόμα χέρια – κλαδιά των σκοτεινών δέντρων, έγινε μια μικρή λευκόχρυση διαυγής μπάλα που γλιστρούσε στον ουρανό μην ακουμπώντας πουθενά, σαν να ήθελε να ξεφύγει, να χαθεί και να μη βλέπει και να μην ακούει τίποτα.
– Γιατί, αναρωτήθηκα; Γιατί τέτοια βιασύνη και άρνηση να ρίξει και μια ματιά κάτω στη γη, στη θάλασσα, στους ανθρώπους;
Όμως τώρα ήξερα το «γιατί».
Τέτοιες εικόνες έβλεπε σχεδόν όλες τις νύχτες το φεγγάρι και νιώθοντας την παγωνιά του θανάτου να πλησιάζει τους άτυχους μετανάστες που χάνονταν στο βυθό της θάλασσας και πολλές μάνες τις έβρισκαν εκεί αγκαλιά με τα αγγελούδια τους,…
Έτρεχε, έτρεχε το φεγγάρι γεμίζοντας σκούρες σκιές το δίσκο του, για να μη δει τη σκληρή πάλη του θανάτου με τον άνθρωπο, μέχρι που να έρθει το τέλος.
Ήθελε να ελπίζει, ίσως και να πιστεύει, ότι όλοι θα κατάφερναν να σωθούν και με πληγωμένη την ψυχή –αλλά ζωντανοί και χαρούμενοι- θα μπορούσαν κι αυτοί, όπως και τα πληγωμένα πουλιά, να τραγουδούν ακόμα…
Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή