Τη γιαγιά, τη Φρόσω όλοι την αγαπάνε. Είναι παχουλή και γελαστή. Ανεβοκατεβαίνει με δυσκολία τις σκάλες, όταν πάει στον επάνω όροφο, όπου μένουν τα ξαδέρφια μου, Δημήτρης και Πάνος, αλλά και όταν έρχεται κάτω σε μας. Έχει βέβαια και τις παραξενιές της όπως π.χ. αντί να μας χαϊδεύει στα μαλλιά, όπως κάνουν οι άλλες γιαγιάδες, αυτή προτιμά να χαϊδεύει τις πατούσες μας.
Τον χειμώνα που πρέπει να ετοιμαστούμε γρήγορα για το σχολείο, καταφθάνει τρεχάτη να μας βοηθήσει να βάλουμε τις κάλτσες μας ή να δέσουμε τα κορδόνια των αθλητικών μας παπουτσιών. Μετράει με το μάτι της εάν έχουν μικρύνει τα παπούτσια μας: «Δημήτρη, μεγάλωσε η πατουσούλα σου, πίνεις αρκετό γάλα», λέει, κοιτάζοντας την αδερφή μου Άρτεμη, που δεν αγαπά το γάλα.
Περισσότερο απ’ όλα, της αρέσει να μας λέει ιστορίες από τη μυθολογία. Τις παριστάνει τόσο ζωντανά, σαν να παίζει θέατρο. Παρατάμε τότε υπολογιστή, τηλεόραση, μπάλα για ν’ ακούσουμε. Τις ιστορίες της γιαγιάς τις ξέρουμε απ’ έξω και ανακατωτά. Όταν τελειώνουν, η γιαγιά αρχίζει αμέσως το παιχνίδι με τα ονόματα. Μας ζητάει να βρούμε πίσω από το γνωστό όνομα ζώου ή φυτού ποιος άνθρωπος κρύβεται. Η Δάφνη, που βάζει η μαμά στη φακή, ήταν νύμφη που την κυνηγούσε ο Απόλλωνας, οι ψηλές Λεύκες έξω από το σπίτι ήταν οι θλιμμένες αδερφές του Φαέθωνα που περιμάζεψαν το άψυχο σώμα του, ύστερα από τον κεραυνό που του έριξε ο Δίας. Η Μεγάλη Άρκτος ήταν η νύμφη Καλλιστώ, που την είχε μεταμορφώσει σε αρκούδα η ζηλιάρα Ήρα και λίγο έλειψε να τη σκοτώσει ο κυνηγός γιος της, ο Αρκάς, η Μικρή Άρκτος, δηλαδή. Η γιαγιά ποτέ δε λέει ονόματα στην τύχη.
Πάει πολύς καιρός, πριν από τα Χριστούγεννα, που η γιαγιά αποφάσισε να βάλει ξένα δόντια, «μασέλες», όπως τα λένε. Πήγε λοιπόν σ’ ένα γιατρό, Ι.Κ.Α. είναι τ’ όνομά του και αντί αυτός να της βάλει δόντια, της έβγαλε και τα λίγα που της είχαν απομείνει από πάνω, μαζί με τις ρίζες τους. (Ρίζες στο στόμα της γιαγιάς)! Της άφησε δύο μεγάλα δόντια από κάτω, όπου θα στερεωθεί «το μηχανάκι». (Άλλο πάλι τούτο)! Έτσι η γιαγιά ήταν η μόνη που δεν μπόρεσε να φάει στο xριστουγεννιάτικο τραπέζι. Από τότε, τρώει σαν μωρό, αφού λιώνει το φαγητό της στο μίξερ. Σαν αστείο παραμύθι μου φαίνονται όλα αυτά!
Κάπως έτσι, αρχίσαμε τις παρομοιώσεις, εμείς, τ’ αγόρια:
– Η γιαγιά μοιάζει με ιπποπόταμο, με εξωγήινο και άλλα…
Η Άρτεμις, που τη λυπόταν, μας έκοβε τη φόρα αμέσως.
– Δεν είναι κρίμα, εμείς να έχουμε δόντια και να μασάμε κι εκείνη να μην έχει;
Της γιαγιάς όμως της άρεσαν τ’ αστεία μας. Αυτές τις μέρες μάλιστα ήταν πολύ χαρούμενη. Τον λόγο τον ανακαλύψαμε μόνοι μας.
– Σε λίγο καιρό, θα είναι έτοιμα τα καινούρια δόντια μου. Σήμερα μου πήραν μέτρα, μας είπε την περασμένη εβδομάδα η γιαγιά, εάν βέβαια θελήσει και ο κύριος Σόιμπλε.
Σαν βόμβα έπεσε το άγνωστο όνομα, γιατί η γιαγιά δε λέει ποτέ ονόματα στην τύχη.
Χθες, εκεί που ετοιμάζαμε τις βαλίτσες για το χωριό, γύρισε η γιαγιά απ’ έξω, πολύ στενοχωρημένη. Στήσαμε αυτί ν’ ακούσουμε τι έλεγε στη μαμά, στην κουζίνα.
– Πήγα στο Ι.Κ.Α.. Κλειστό το ιατρείο. «Τέρμα τα δόντια, αφού δεν μας δίνουν πια υλικά», μου είπε η υπάλληλος. Είδες; Ο Σόιμπλε έκανε πάλι το θαύμα του!
Από εκείνη τη στιγμή, ξύνω το κεφάλι μου να βρω ποιος είναι ο Σόιμπλε που δε θέλει να βάλει μασέλες η γιαγιά μου. Νά ’ναι κακός δαίμονας, αγκαθωτό φυτό με δηλητήριο ή άγριο θηρίο; Βοηθήστε με, σας παρακαλώ!
Γιαννάκης
Ελένη Καραμπέτσου, Εκπαιδευτικός