Χειμώνας βαρύς. Βοριάς, δυνατός αγέρας, παγωμένη βροχή, και οι νιφάδες του χιονιού να μη σταματούν τον τρελό χορό τους. Οι δρόμοι σκεπασμένοι με ένα λεπτό αόρατο στρώμα πάγου, δέχονταν κάθε τόσο το απρόβλεπτο πατινάζ των ανυποψίαστων ανθρώπων που βάδιζαν βιαστικά ή έτρεχαν για να προφυλαχτούν και ξαφνικά βρίσκονταν ξαπλωμένοι βογκώντας στα πεζοδρόμια.
Κι εγώ, σαν άλλος Άγιος Βασίλης, που μου έλειπαν μόνο τα άσπρα γένια και η σακούλα με τα δώρα, μπήκα τρέχοντας στην πρώτη καφετέρια που βρήκα μπροστά μου για να προφυλαχτώ από τον κατακλυσμό και περπατώντας μέσα στο μαγαζί, άφηνα πίσω μου στο πάτωμα ένα γυαλιστερό δρομάκι βροχής, που με είχε ποτίσει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Κάθισα λαχανιασμένη στο βάθος του μαγαζιού, έβγαλα το βρεγμένο παλτό μου και παρήγγειλα έναν καφέ… που δεν τον ήθελα. Είχα θυμώσει, είχα παγώσει, είχα φοβηθεί ότι θα σπάσουν στο κεφάλι μου όλα τα δέντρα που γονάτιζαν στο δυνατό αγέρα και στο τέλος ρίχνοντας μια ματιά στο διπλανό τραπέζι, είχα ήδη παρεξηγήσει –από τους δύο νέους που κουβέντιαζαν- τον έναν νεαρό, που με αγένεια χρειαζόταν δύο καρέκλες στο καθισιό του, δηλαδή, μια για να κάθεται και μια για να έχει απλωμένο το πόδι του. Τα λόγια τους τα άκουσα πεντακάθαρα:
– Φίλε μου… ή καλύτερα αδελφέ μου… Πρέπει να παραδεχτείς την πραγματικότητα, όσο σκληρή και να είναι, και να ευχαριστείς το Θεό που τώρα είσαι ζωντανός… είπε ο ένας που χρειαζόταν μία καρέκλα.
– Εύκολο είναι να το λες. Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Τα δυο πόδια που έχει σε κάνουν να νιώθεις παντοδύναμος και γενναιόδωρος στο να δίνεις στους άλλους συμβουλές. Ξέρεις τι σημαίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, περπατώντας αμέριμνος στο πεζοδρόμιο να νιώσεις ένα αυτοκίνητο να σε τινάζει σαν κουρέλι στον αέρα… και ύστερα το χάος, το μαύρο σκοτάδι, το τίποτα… Και μετά από πολύ χρόνο παραμονής στους απρόσωπους θαλάμους των νοσοκομείων, στην παγωμένη εντατική και στα ιατρικά μηχανήματα, να έρχεται στο κρεβάτι σου ο καλός γιατρός σου, για να σου πει όσο πιο ήρεμα και φυσικά μπορεί τα αποτελέσματα, δηλαδή ότι:
«Ευτυχώς, όλα πήγαν πολύ καλά. Ήταν θαύμα που έζησες. Τώρα το μόνο με το οποίο πρέπει να συμβιβαστείς, να παραδεχτείς και να παλέψεις για να το συνηθίσεις (εδώ κόμπιασε λίγο), είναι ότι δυστυχώς το ένα σου πόδι σχεδόν αχρηστεύτηκε. Κάναμε όσα μπορούσαμε, όσα μας έδινε η επιστήμη, Τώρα, κάποιους μήνες, θα σε στηρίζει στο περπάτημα το μπαστούνι. Αργότερα… θα δούμε. Ελπίζω ότι δε θα το χρειάζεσαι. Θα περπατάς πατώντας και τα δύο πόδια. Βέβαια, από το χτυπημένο πόδι σου θα κουτσαίνεις… Αλλά, όπως είπα και προηγουμένως, σιγά – σιγά θα συνηθίσεις και σχεδόν δε θα το καταλαβαίνεις. Εσύ, είσαι λεβέντης!»
Ο νέος άντρας έσκυψε το κεφάλι και σταμάτησε αυτόματα να μιλά. Φαινόταν ήρεμος, αλλά μας ξεγέλασε, και τον φίλο του, που τον φίλο τον άκουγε προσεκτικά, και εμένα, που άρχισα να κακολογώ τον εαυτό μου για τη βιασύνη μου να τον παρεξηγήσω που ήθελε και άλλη μια καρέκλα για να έχει απλωμένο το πόδι. Το ανάπηρο παλικάρι έσκυψε περισσότερο το κεφάλι του μέχρι που ακούμπησε στο τραπέζι, επάνω στα χέρια του που τα είχε διπλώσει σαν μαξιλάρι, μισόκλεισε τα μάτια σα να ήταν χαμένος σε έναν άλλο δικό του, αλλά άδικο κόσμο, που μόνο εκείνος μπορούσε να νιώσει τα καρφιά του που του τρυπούσαν όλο το σώμα. Ο μονόλογος που δύσκολα γινόταν φωνή και έβγαινε από τα χείλη του, ήταν πικρός και γεμάτος παράπονο:
– Άκου αδελφέ. Εγώ τώρα πια είμαι ένας άνθρωπος μισός. Δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά. Κουτσαίνω πολύ και αρκετές φορές πηδώ σαν βάτραχος. Δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά που αγάπησα και σπούδασα, γιατί σ΄ αυτήν χρειάζονται δύο γερά πόδια κι εμένα μου λείπει το ένα. Τώρα με έχουν καταχωρήσει στον Κατάλογο των Αναπήρων και η δουλειά που θα μου δώσουν θα μπορεί να γίνεται και με το ένα πόδι που μου έμεινε. Οι φίλοι, οι φίλες, ήδη κοντεύουν να ξεχάσουν το όνομά μου. Του άκουσα ο ίδιος. Όταν μιλούν για μένα, με έχουν βαφτίσει ξανά και μάλιστα με δύο ονόματα: Ο «κουτσός» ή «ανάπηρος» λένε και σιγά – σιγά και οι περισσότεροι με τον τρόπο τους με απομακρύνουν από την παρέα και τις τρέλες που κάναμε μέχρι τα ξημερώματα. Και δικαιολογημένα. Περπατάω αργά, δύσκολα, κουράζομαι γρήγορα, νευριάζω με την κατάστασή μου, μιλώ πολλές φορές άσχημα… Τι να με κάνουν; Βάρος είμαι. Οι δε κοπέλες; Καλά, εκεί η κατάσταση γίνεται συχνά αστεία. Προχθές θα γνώριζα για πρώτη φορά ένα κορίτσι. Μιλούσαμε αρκετό καιρό στο τηλέφωνο. Ήταν πολύ ευχάριστη στις συνομιλίες μας, κι εγώ από φόβο ή ντροπή –δεν ξέρω-, δεν είχα πει τίποτα για την αναπηρία μου, λες και δεν θα το έβλεπε. Πήγα πρώτος στο ραντεβού μας, κάθισα και την περίμενα. Ήρθε. Όμορφη, καλή, ευχάριστη. Περάσαμε υπέροχα κουβεντιάζοντας πολλή ώρα. Όμως –δυστυχώς- κάποια στιγμή, σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα κουτσαίνοντας και τρέμοντας από την προσπάθεια που έκανα για να κρύψω –όσο γινόταν- τα χάλια μου. Και το αποτέλεσμα ξέρεις ποιο ήταν; Όταν επέστρεψα στο τραπέζι, το κορίτσι είχε εξαφανιστεί…