Έχουν περάσει δεκατρία χρόνια σχεδόν από το θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη (23 Ιουνίου 2005). Κι όμως στις μέρες μας, στους σκοτεινούς αυτούς, από κάθε άποψη, καιρούς που βιώνουμε, είναι, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο επίκαιρος από ποτέ.Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της πρώτης ποιητικής μεταπολεμικής γενιάς.. Μιλάμε για τη γενιά που ωρίμασε πρόωρα μέσα στη σκληρότητα αλλά και στην έξαρση του πολέμου και της κατοχής και που έζησε έπειτα την τραγωδία του εμφυλίου, τη σκλήρυνση των «προστατών», την κρατική αυθαιρεσία που επικράτησε στη χώρα μας, τη διάψευση κυρίως ελπίδων και οραμάτων, την «αλλοτρίωση» τέλος, τον αποπροσανατολισμό της ζωής, μέσα στη λεγόμενη «κοινωνία της κατανάλωσης» Κι ο Αναγνωστάκης, πολιτικός πάντα και βαθιά υπαρξιακός ταυτόχρονα ποιητής, τον αγώνα αλλά και την αγωνία αυτής της γενιάς, τα εκφράζει, πιστεύω, καλύτερα από κάθε άλλον.
Η ποίησή του είναι χαμηλόφωνη κι απέριττη, μακριά απ’ τη ρητορεία και το «κυνήγι» της μουσικότητας, που χαρακτηρίζει παλιότερες γενιές. Ακολουθεί σ’αυτό το δίδαγμα του Σεφέρη: «Δε θέλω τίποτα άλλο, παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη». Τον έχει σίγουρα επηρεάσει πολύ ο νομπελίστας αυτός ποιητής μας της γενιάς του 30. Με τη στιχουργική ελευθερία των ώριμων ποιημάτων του, το χαμηλό του τόνο, το λιτό, καθημερινό λεξιλόγιο, τη βαθιά ανθρωπιά του. Περισσότερο ίσως τον έχει επηρεάσει ο Καρυωτάκης. Με την πικρία που αποπνέει η ποίησή του και με το σαρκασμό του ιδίως, που συχνότατα γίνεται αυτοσαρκασμός. «Ο Καρυωτάκης, στα δεκάξι μου χρόνια, ήταν ο θεός μου» εξομολογείται ο ίδιος ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Η εποχή του Μεσοπολέμου άλλωστε, η δεκαετία του 20 συγκεκριμένα, που εκφράζει, στην ποίησή του, ο «αυτόχειρας της Πρέβεζας», με το γκρέμισμα των ιδανικών και των οραμάτων που τη διακρίνει και τη διάχυτη απογοήτευση, έχει πολλά κοινά με τη μεταπολεμική περίοδο. Περισσότερο όμως, πιστεύω, τον επηρέασε ο Καβάφης, . Με τους ακριβείς χρονικούς προσδιορισμούς σε τίτλους ποιημάτων π.χ. «Χειμώνας 1942» ή «13.12.43», με τη χρήση των παρενθέσεων (που συχνά κρύβουν το ουσιώδες), με την πυκνότητα των νοημάτων, την αμεσότητα, την ακριβολογία, προπάντων όμως με τη διδακτική του πρόθεση και την ηθική αδιαλλαξία, την εμμονή στο θέμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. «Πιστεύω πως ύστερα από τον Καβάφη κανένας άλλος ποιητής δεν αποδείχτηκε τόσο βαθιά και επίμονα μοραλιστής, όσο ο Αναγνωστάκης», παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Μαρωνίτης στο βιβλίο του «Ποιητική και πολιτική ηθική».
Οι όποιες επιρροές βέβαια δέχτηκε ο Αναγνωστάκης, καθόλου δεν αναιρούν την πρωτοτυπία του έργου του. Τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Προσωπικός τόνος, οικείος, «κουβεντιαστός», κριτικός ωστόσο και δραστικός ταυτόχρονα, λέξεις απλές, κατανοητές, εκφράσεις απέριττες, πεζολογικές θα λέγαμε, εμμονή στο συγκεκριμένο. Ο Αναγνωστάκης διοχετεύει, στους στίχους του, το εμπειρικό υλικό της δικής του περιπέτειας, που είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία των χρόνων του. Άλλωστε η ποίησή του είναι «πράξη ζωής». Δεν μπορούμε λοιπόν να μελετήσουμε το ποιητικό του έργο, παρά μόνο παράλληλα με τη ζωή του και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που τη διαμόρφωσαν.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 και σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Στη διάρκεια της Κατοχής μπαίνει στην Αντίσταση (στην ΕΠΟΝ) και το 1943, για ένα διάστημα, οι Γερμανοί τον φυλακίζουν.Η πρώτη ποιητική του συλλογή εκδίδεται το 1945 και έχει τον τίτλο «Εποχές». Γραμμένα στην Κατοχή τα ποιήματα αυτά εκφράζουν την αγωνιστικότητα και τα οράματα της Αντίστασης, το πνεύμα της συντροφικότητας, την απώλεια της ατομικότητας μέσα στην ομάδα. «Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς/ Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς/ Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας / Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.» γράφει στα «Πέντε μικρά θέματα» ο ποιητής.Και στο «Χάρης 1944» αρχίζει με τους στίχους: « Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας/ Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα`ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα / Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές / Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας»
Το ατομικό βίωμα, αυτήν την περίοδο, γενικά στους ποιητές της Αντίστασης αυτής της γενιάς, σμίγει με το συλλογικό σε μια αδιάσπαστη ενότητα.Η δεύτερη συλλογή «Εποχές 2» εκδίδεται το 1948, μέσα στην καρδιά του εμφυλίου δηλαδή. Το κλίμα έχει αλλάξει αισθητά. «Το χρώμα του εμφυλίου είναι το μαύρο, το απέραντο απ` άκρη σ` άκρη μαύρο και η μνήμη δεν μπορεί να ρίξει πουθενά μια ευφρόσυνη ματιά» λέει σε συνέντευξη ο ίδιος ο ποιητής. «Τώρα στους νέους καιρούς», σημειώνει ο Αλέξανδρος Αργυρίου, «η πρώιμη ωριμότητα φορτίζεται από ναυαγισμένα όνειρα…. Με αυτά τα ποιήματα ανιχνεύεται πρώιμα η διάψευση των προσδοκιών». Ο στίχος «Αργούν τόσο πολύ τα ξημερώματα» (Εποχές 2, IV), θα προσθέταμε, εκφράζει απόλυτα την ψυχική του διάθεση αυτής της περιόδου.
Στο μεταξύ διαγράφεται από το Κ.Κ.Ε. ως «οπορτουνιστής και ηττοπαθής».Τον Αύγουστο του 1948 συλλαμβάνεται και τον Ιανουάριο του 1949 δικάζεται από έκτακτο στρατοδικείο, μαζί με άλλους συντρόφους του της ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό του ήθους του, πιστεύω, ότι, στην απολογία του, αποσιωπά τη διαγραφή του και καταδικάζεται σε θάνατο, σαν μέλος ενός κόμματος που τον έχει απομονώσει και τον θεωρεί εχθρό του. Αρνείται να αποκηρύξει τις ιδέες του για λόγους, όπως δηλώνει, αξιοπρέπειας και ανδρισμού. Βγαίνει από τη φυλακή, με τη γενική αμνηστία του 1951, και την ίδια χρονιά εκδίδει τις «Εποχές 3», με ποιήματα γραμμένα στη φυλακή ( Επταπύργιο )
«Το πρωί / στις 5 /Ο ξηρός / Μεταλλικός ήχος / Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια / Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου / Και το τελευταίο αντίο της παραμονής / Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες.» ( «Το πρωί» )
«Οι στίχοι αυτοί μπορεί και νά ναι οι τελευταίοι …» λέει χαρακτηριστικά στον «Επίλογο» των «Εποχών 3» «Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια/Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι». Στους στίχους αυτούς, διαφαίνεται, πιστεύω, κάποιο αίσθημα ενοχής, για τους συντρόφους που χάθηκαν πρόωρα, φυσικό για έναν αγωνιστή του «εμείς», όπως πάντα υπήρξε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Μανόλης Αναγνωστάκης – Ένας ποιητής «της ήττας»
Ήδη στα ποιήματα που εκδίδει το 1951 ο Αναγνωστάκης, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η πικρία και η μοναξιά. Βλέπει τους φίλους του γύρω του να αλλάζουν… «Πώς να πιστέψω πως είσαι συ ο Φώτης, όχι ο / Κώστας, όχι ο Θανάσης του Κώστα; / Γιατί αλλάζεις φορεσιές, αλλάζεις χτένισμα, δένεις / αλλιώτικα τον κόμπο της γραβάτας;… / Δεν σε γνωρίζω……/…. Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Δεν θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου.» («Όχι από δω»)
Τα ίδια συναισθήματα, πολύ πιο έντονα όμως, θα τα συναντήσουμε και στις επόμενες συλλογές, στις «Συνέχειες» («Συνέχεια» 1954, «Συνέχεια 2», 1956, «Συνέχεια 3», 1962 ) και στις «Παρενθέσεις» 1956, συλλογή που περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα παλιότερα. . «Τη δεκαετία 50-60», σημειώνει η Άννα Τζούμα, «η χώρα δίνει την εντύπωση φυλακής, πραγματικής και πνευματικής». Είναι αληθινά μια εποχή όλη διάψευση και πρόκληση για τον αγωνιστή-ποιητή, σε μια χώρα γεμάτη ερείπια, όπου κυριαρχούν η βία (επίσημη και ανεπίσημη), η μισαλλοδοξία, το παράλογο, η ανασφάλεια. «Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα /», γράφει στο ποίημά του «Επίγονοι», «Βγαίνουνε ολοένα άνθρωποι σαν οργισμένες λέξεις /Σε δακτυλοδεικτούν και σε υβρίζουν/ Εδώ τα παράθυρα γίναν αγχόνες…» Και στην «Επίγνωση» προσθέτει: «Όλα αυτά σου θυμίζανε τόσο έντονα ναυαγισμένες επικλήσεις / ερειπωμένες επιθυμίες, όνειρα, χέρια ετοιμοθάνατα». Τον πληγώνουν όμως κι οι παλιοί του σύντροφοι, οι συναγωνιστές, που συμφιλιώθηκαν με τις συνθήκες ζωής που διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά, με την «κοινωνία της αφθονίας», και έγιναν «επαίτες μιας άλλης ζωής», άνθρωποι με «σάπια όνειρα, χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα». Τον πληγώνει ίσως και ο ίδιος ο εαυτός του. «Κάθε πρωί / Καταργούμε τα όνειρα /Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια /Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο /» εξομολογείται στο «Κάθε πρωί.» Και καταλήγει: «Μα πού τελειώνει η μοναξιά;»
Είναι φυσικό ο Αναγνωστάκης, όπως και άλλοι αριστεροί ποιητές της γενιάς του, να οδηγηθεί αυτήν την περίοδο σε ρήγματα εσωτερικά, αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Νιώθει ενοχές για τους φίλους που θυσιάστηκαν μάταια «Ραούλ, εσένα σκέπτομαι…», ψάχνει τους λόγους που οδήγησαν στην ήττα της αριστεράς, όχι τη στρατιωτική μόνο, αλλά και την ηθική. Αυτός έθεσε οξύτερα απ` όλους το θέμα της ευθύνης, της ενοχής. «Κάτι απροσδόκητα ζημίωσε, κάτι που δεν το καταλάβαμε καλά», γράφει στις «Παρενθέσεις». Στο «Μιλώ», με την αντιστροφή της μεταφοράς του Ιησού και των Αποστόλων, έμμεσα επιρρίπτει την ευθύνη στην ηγεσία. «Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες / π` αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του / Κι όταν Αυτός κουράστηκε, αυτοί δεν ξαποστάσαν /Κι όταν αυτός τους πρόδωσε, αυτοί δεν αρνηθήκαν / Κι όταν Αυτός δοξάστηκε, αυτοί στρέψαν τα μάτια…». Στη «Συνέχεια 3» η φωνή του ποιητή γίνεται κραυγή διαμαρτυρίας, ραγίζει από οργή, οδύνη και πικρό σαρκασμό. «Στ` αστεία παίζαμε! Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας /Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού, σας δώσαμε και τις γυναίκες μας, / τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε /στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας, με όλα τα υπάρχοντα /Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε μακριά απ` το φως της ημέρας / Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε, χάναμε ολοένα / πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί; / Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας, δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας. / Κλέφτες! / Στα ψέματα παίζαμε!»
Eίπαν ότι ο Αναγνωστάκης είναι ποιητής «της ήττας.» . Ο ίδιος ωστόσο σε ποίημα της «Συνέχειας», υπογραμμίζει: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ / Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα / Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω / Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες». Και το ποίημα τελειώνει με το στίχο: «Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω» («Κι ήθελε ακόμη..») Αυτή την «όρθια» στάση του – που τη γεννά ο αυτοσεβασμός και ο σεβασμός για όσους ανώνυμους μοιράστηκαν μαζί του την ίδια ελπίδα και την ίδια απογοήτευση – τη δηλώνει και σ’ άλλα ποιήματά του εκείνης της εποχής. «Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους» («Μιλώ») .«Κι όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο» (« Όταν αποχαιρέτησα» )
Μετά το «Στόχο» του βέβαια – στόχος ήταν η Απριλιανή δικτατορία – μετά το 1970 δηλαδή, δεν εξέδωσε άλλη ποιητική συλλογή ο Αναγνωστάκης (Πολλά έχουν γραφεί για την ποιητική του σιωπή.) Αμφισβήτησε κάποια στιγμή τις δυνατότητες της ποίησης. Τη συμβολή της ιδίως στην επικοινωνία με τον «άλλο».
«Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, / Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» («Εκεί»). Αμφισβήτησε συνεπώς την κοινωνική της αποτελεσματικότητα. «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες / Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα» («Επίλογος»)
Υπάρχουν όμως, πίστευε πάντα, κι άλλοι τρόποι να δώσεις τη μάχη σου.Ένας τρόπος ήταν γι’ αυτόν η κομματική δραστηριότητα. Εντάχθηκε, το 1968, στο παράνομο τότε ΚΚΕ εσωτερικού – εξελέγη μέλος της Κεντρικής του Επιτροπής- και ήταν αργότερα, με το «Συνασπισμό», υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας. Χωρίς, σημειωτέον, να φορέσει ποτέ κομματικές παρωπίδες. Ο Αναγνωστάκης υπήρξε πάντα «ποιητής της πολιτικής» όσο υπήρξε και «πολιτικός της ποίησης», όπως εύστοχα τον αποκάλεσε ο Δημήτρης Μαρωνίτης.
Αγωνίστηκε βέβαια κι αλλιώς. Με κριτικές μελέτες και σημειώματα τόσο πολιτικού όσο και πολιτιστικού προβληματισμού (Υπέρ και Κατά, 1965, Αντιδογματικά, 1978, Το περιθώριο, 1979), με την έκδοση περιοδικών, όπως «Το Ξεκίνημα» και «Η Κριτική», με την αρθρογραφία του σε περιοδικά και εφημερίδες. Διοχετεύοντας, σ’όλες αυτές του τις δραστηριότητες, την πνευματική του εγρήγορση, την κριτική του σκέψη και το δραστικό του λόγο. Είναι χαρακτηριστικό, επισημαίνει, σε άρθρο του, ο Τάσος Χατζητάτσης, πως πίστευε με πάθος στην παιδεία, «στην ωρίμανση της κριτικής γνώμης των πολιτών, που θα τους απαλλάξει από καθοδηγήσεις ….και θα τους θέσει ερωτήματα για τις βαριές αγκυλώσεις της νεοελληνικής πολιτικής ζωής»
Την πιο σημαντική ωστόσο μάχη την έδωσε σίγουρα με τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν συμβιβάστηκε με τα «σάπια όνειρα», που γεννά η λεγόμενη «καταναλωτική κοινωνία», δεν αλλοτριώθηκε Πάλεψε να κρατήσει ανέπαφα μέσα του τα «τιμαλφή» της νιότης του, τις μνήμες, τα ιδανικά και τις αξίες του, πιστός πάντα στην ελευθερία (σε κάθε της μορφή), στη δικαιοσύνη, στην ανθρώπινη επικοινωνία, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια . Ο Αναγνωστάκης, παρατηρεί ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος «πρότεινε κανόνες ζωής και αποτέλεσε ο ίδιος ένα ζωντανό υπόδειγμα ήθους».
Σήμερα λοιπόν που βιώνουμε την ήττα σε κάθε επίπεδο, ως χώρα, ως ανθρωπότητα, ως πολιτισμός, προσωπικότητες σαν τον Αναγνωστάκη μπορούν να γίνουν φάροι στη δύσκολη πορεία μας. Μπορούν, με το παράδειγμά τους, να στηρίξουν. Όσους βέβαια από μας δε θεωρούν «την ύπαρξή τους παιγνίδι χωρίς ουσία». Σε μια εποχή όχι οικονομικής δυσπραγίας μονάχα αλλά και γενικευμένης σύγχυσης, που το «εγώ μεταλλάσσομαι, εσύ μεταλλάσσεσαι, αυτός μεταλλάσσεται» τείνει να γίνει κανόνας ζωής, να αντισταθούν, όσο μπορούν, στον περιρρέοντα παραλογισμό, να διεκδικήσουν την «πολυτέλεια» της διατήρησης του αυτοσεβασμού τους.
Δήμητρα Κρεκούκια
Φιλόλογος
Επ. Πρόεδρος του Περιβαλλοντικού Συλλόγου Κέντρου Αμαρουσίου Η ΚΑΣΤΑΛΙΑ
Βιβλιογραφία – Πηγές
Μ.Αναγνωστάκη «Τα ποιήματα (1941 – 1971 )» Εκδ. Στιγμή
Δ. Μαρωνίτη «Ποιητική και πολιτική ηθική» Εκδ.Κέδρος, 1984
Άννας Τζούμα «Ο χρόνος – ο λόγος» Εκδ. Νεφέλη, 1982
Β.Λεοντάρη «Η ποίηση της ήττας», Εκδ. Έρασμος, 1983
Περ. «Η λέξη», αρ.11 (Γενάρης 82 )
Εφ. «Η Αυγή» 26 Ιουνίου 2005, Αφιέρωμα
Εφ. «Η Καθημερινή» 4 Δεκεμβρίου 2005, Αφιέρωμα