Το σπίτι, μικρό ή μεγάλο, ανέκαθεν ήταν συνδεμένο με τις καλύτερες στιγμές της ζωής του ανθρώπου. Εκεί ένιωθε άνετα. Εκεί χαιρόταν. Εκεί γελούσε.
«Βαζοκοπούσαν» παλαιότερα τα σπίτια τις γιορτινές ημέρες. Στις ονομαστικές γιορτές τα «υψώματα». Στα βαφτίσια. Στους αρραβώνες. Στα άλλα. Τότε, δε, που το σπίτι κυριολεκτικά είχε χαροκόπι, ήταν ο γάμος. Η χαρά, η μουσική, το τραγούδι αντηχούσαν μέσα κι έξω.
Με κόπους και βάσανα χίλια έστηνε παλιότερα -αλλά και τώρα- το σπίτι του ο άνθρωπος. Ισόγειο, χαμηλοτάβανο, «χαμόσπιτο», δεν είχε σημασία. Ήταν το «σπίτι του». Η φωλιά του. Το παλάτι του, όπως το έλεγε. Κυρίαρχος και «αφέντης» μέσα εκεί. Κι ας ήτανε έξω «κολίγας» και δούλος. Μέσα, ωστόσο, κανείς δεν τον «έφτανε». Το χαιρόταν, το απολάμβανε με την καρδιά του παλιότερα ο άνθρωπος το σπίτι. Πολλοί μάλιστα, όταν δεν είχαν δουλειά, ποτέ δεν ξεπόρτιζαν. Γλεντοκοπούσε ο νοικοκύρης, στο γάμο ιδιαίτερα. Διπλοκαμάρωνε και διπλοχαιρόταν, τότε. Το σπίτι στο γάμο μετατρεπόταν σε «προσκύνημα» λαϊκό, σε μουσικοχορευτικό κέντρο! Όλο το χωριό θα περνούσε. Τα «σφαχτά» νωρίς ετοιμάζονταν.
Τα τραπέζια απλώνονταν στις αυλές και στους δρόμους. Η «ζυγιά», τα όργανα έπιαναν από νωρίς θέση. Όλα έδειχναν πως θα επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο. Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του καμάρωναν τρισευτυχισμένοι. Μεγάλη η σύναξη στο αρχοντικό τους. Σπουδαία τα δώρα. Τρανοί οι χοροί. Μερακλήδικα τα «όργανα». Και οι τοίχοι του σπιτιού και τα χόρτα της αυλής και τα δέντρα ριγούσαν από χαρά. Σπίτι όλο χαρά το σπίτι το παλιό, τη μέρα του γάμου. Τα «κεράσματα» πολλά. Το τραπέζι πλούσιο. Παλάτι φάνταζε το κάθε χαμόσπιτο. Η χαρά έσταζε, λες, και απ’ τα κεραμίδια!
Τα πράγματα, τώρα, ριζικά έχουν αλλάξει. Ο «πολιτισμός» εισέβαλε βίαια και στα πιο απόμακρα σπίτια. Και αυτή ακόμα την πατροπαράδοτη χαρά του σπιτιού μας. Μάλιστα! Ποιος χορεύει, ποιος γλεντάει σήμερα σπίτι; Τα βαφτίσια, οι αρραβώνες, οι γάμοι, τα άλλα, έξω. Στα κέντρα. Στα μαγαζιά. Σε χώρο που απέχει χιλιόμετρα απ’ το σπίτι. Σ’ ένα χώρο, που δεν έχει την παλιά, ζεστή «σπιτική» ατμόσφαιρα. Και καλά, να βγουν έξω, να γλεντήσουν εκεί, όσοι μένουν στα «σπιρτόκουτα», στις «κλούβες», στις «άξενες» τσιμεντένιες πολυκατοικίες. Οι άλλοι, οι χωρικοί που διαθέτουν πανέμορφα σπίτια, ευρύχωρες αυλές, δύο στρέμματα οικόπεδο; Γιατί να μη «στηθεί» εκεί η χαρά, να ξεδιπλωθεί ο χορός, να τιμηθεί και το σπίτι; Η «Εστία» η ιερή των προγόνων μας. αυτή που έκαιγε ασβέστη μέσα στο σπίτι, αλλά και στις καρδιές των αποδήμων. Στα «κέντρα» και οι γάμοι. Από χρόνια, μάλιστα, τώρα. Έπεσαν και τα χωριά, τα τελευταία της παράδοσης «οχυρά». Ο γάμος υπόθεση κέντρων. Στο σπίτι, καμία κίνηση, καμία σύναξη, καμία εύθυμη οχλοβοή. Και στέκει μαραμένο, περίλυπο. Το «αποστρεφόμαστε στην καλύτερη φάση. Τη μεγαλύτερη στιγμή. Την ιερότερη ώρα.
Ο γάμος, μακριά από τι ο χώρο που έζησε και περπάτησε κανείς. Ξεκομμένος απ’ το αυθεντικό παραδοσιακό περιβάλλον. Γι’ αυτό και άνοστη η μεταγαμήλια χαρά στα διάφορα «κοσμικά» κέντρα….
Έτσι, τουλάχιστον, τη βλέπουν πολλοί.
Σωτήρης Δημόπουλος