Eδώ είμαστε λοιπόν πάλι με μια ακόμα λίστα πραγμάτων που με σημάδεψαν. Πρόκειται για 10 ταινίες καθοριστικής σημασίας, που μπορεί να μην έχουν καμία σημασία για σένα αγαπητέ μου αναγνώστη, αλλά έχουν για μένα, που ουσιαστικά γεννήθηκα μέσα σε κινηματογράφο και στον εγκέφαλό μου έχουν χαραχθεί εικόνες που ούτε θυμόμουν, ούτε φανταζόμουν μεγαλώνοντας ότι θα τις θυμόμουν σαν ένα ανεξήγητο όνειρο. Μερικές από αυτές, μπορεί να περιλαμβάνονται σ’ εκείνο τον κατάλογο που είχα δημοσιεύσει σε συνέχειες στην Αμαρυσία το 2010 με τίτλο «100 αγαπημένες». Κάποιες μπορεί να αναφέρονται για πρώτη φορά, διότι άλλο καθοριστικές και άλλο αυτές που θέλεις να βλέπεις και να ξαναβλέπεις (αγαπημένες). Για να απαντήσω μάλιστα, έμμεσα σε φίλο αναγνώστη μου: Πάρα πολύ καλή η ταινία του Μπέργκμαν «Η έβδομη σφραγίδα» (έχω μάλιστα και το βιβλίο με το σενάριο, σε έκδοση «Γαλαξία» και μετάφραση Ροζίτας Σώκου), αλλά δεν μπορώ να βλέπω δυο και τρεις φορές το Θάνατο να παίζει σκάκι με τον Ιππότη και να το συζητάνε, ενώ μπορώ να δω και τρίτη φορά το φετινό «Θεέ μου τι σου κάναμε;», για το οποίο ακόμα με ευλογάει ο συνάδελφος Χρήστος Φωτιάδης, που του το σύστησα. Απολαύστε λοιπόν τις καθοριστικές 10 ταινίες με τη σειρά που τις είδα, στις οποίες διατηρώ ονόματα και τίτλους όπως γράφονταν και προφέρονταν στην εποχή τους.
* * *
1. «Φαντασία» (Fantasia – 1940) του Γουόλτ Ντίσνεϊ. Την έχω συμπεριλάβει και στις 100 αγαπημένες, διότι μέχρι αυτή την ταινία, τα κινούμενα σχέδια ήταν απλά χάρτινα και κουνιόντουσαν σπασμωδικά κάτω από μια μουσική, που αν την άκουγες χωρίς αυτά, σου έξυνε τα αυτιά. Η Φαντασία, τα ζωντάνεψε, τα έκανε ανθρώπινα συνδυάζοντας ήχους κλασσικής μουσικής με τις γνωστές φιγούρες του Ντίσνεϋ και κέρδισε δύο Τιμητικά Όσκαρ: Ένα ο Λέοπολντ Στοκόφσκι για το συγχρονισμό μουσικής και εικόνας και ένα ο Γουόλτ Ντίσνεϋ για τη συμβολή του στην προώθηση της μουσικής και του ήχου γενικά στα κινούμενα σχέδια. Πρόκειται για οκτώ ανεξάρτητες ιστορίες εμπνευσμένες από τα κλασσικά κομμάτια «Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα» του Μπαχ, «Ο Καρυοθραύστης» του Τσαϊκόφσκι, «Ο μαθητευόμενος μάγος» του Ντικά, «Η ιεροτελεστία της άνοιξης» του Στραβίνσκυ, «Η ποιμενική συμφωνία» του Μπετόβεν, «Ο χορός των ωρών» του Πονκιέλι και «Η νύχτα στο φαλακρό βουνό» του Μουσόργκσκυ (η οποία καταλήγει λυτρωτικά στο γνωστό «Άβε Μαρία»). Την ταινία, πήγα να τη δω ανάμεσα στους δυο γάμους μου με μια φίλη, τη δεκαετία του ’90 σε επανέκδοση (με στερεοφωνικό ήχο) νομίζοντας ότι θα την έβλεπα για πρώτη φορά. Παρακολουθώντας την όμως, άφωνος από τη μαεστρία του Ντίσνεϋ, διαπίστωσα ότι ο συχνός εφιάλτης μου με ζωντανές σκούπες που με κυνηγούσαν σε κάποιο ηφαίστειο, ήταν συνδυασμός των εικόνων από τον «Μαθητευόμενο μάγο» και τη «Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό». Ναι, είχα δει την ταινία όταν ήμουν πολύ μικρός στο ΡΕΞ Αμαρουσίου και λυτρώθηκα από τους παράξενους εφιάλτες μου τη δεκαετία του ’90. Τότε, εξήγησα και την αγάπη μου για την κλασσική μουσική, που είχε αναπτυχθεί πριν τα 15 μου, που είχα εξαναγκάσει τους γονείς μου να μου αγοράσουν μαγνητόφωνο πομπίνας Philips για να την ακούω όποτε θέλω και όχι κάθε Μεγάλη Εβδομάδα στο ραδιόφωνο.
2. «Ο πόλεμος των κόσμων» (The war of the worlds – 1953) του Μπάιρον Χάσκιν. Την είχα δει στο χειμερινό κινηματογράφο «Πάνθεον» της οδού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, όπου ο θείος μου ήταν μηχανικός προβολής και με έπαιρνε μαζί του μερικές φορές. Με είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι μπορούσαν να υπάρχουν κόσμοι έξω από το δικό μας και όντα εξυπνότερα από μας με ανώτερο πολιτισμό. Με είχε τρομάξει δε, η ιδέα ότι αυτά τα όντα θα μπορούσαν να είναι εχθρικά χωρίς λόγο και αήττητα. Η ταινία ήταν έγχρωμη και για τα δεδομένα της εποχής με καταπληκτικά εφέ. Απόλαυσα την αφέλειά της πολύ αργότερα στην τηλεόραση, ενώ βρήκα ενδιαφέροντα τα μυθιστορήματα του Χ. Τζ. Γουέλς και ξεπέρασα αυτά του Ιουλίου Βερν των παιδικών μου χρόνων.
3. «Ο πολίτης Κέιν» (Citizen Kane – 1941) του Όρσον Γουέλες με πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον Τζόζεφ Κότεν, ο οποίος υποδύεται τον ερευνητή δημοσιογράφο, που με αφορμή τον θάνατο του μεγιστάνα του τύπου Κέιν ψάχνει στο παρελθόν να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν, ή σήμαινε, η λέξη Rosebud που είχε ψιθυρίσει λίγο πριν πεθάνει ο μεγιστάνας. Μέσα από αναδρομές που κάνει ο σκηνοθέτης βλέπουμε τόσο τον τρόπο που ο Κέιν από απλός εφημεριδοπώλης έγινε μεγαλοεκδότης, όσο και τον τρόπο που διεξάγονται οι έρευνες από επίμονους –και διακριτικούς– ρεπόρτερ. Η ταινία θεωρήθηκε κολοσσιαία, όχι μόνο για το θέμα της (λέγεται ότι ήταν βιογραφία του μεγιστάνα του τύπου Χιρστ) και για την τρίωρη διάρκειά της, όσο για το γεγονός ότι πολλές τεχνικές στο γύρισμα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά, ενώ η ασπρόμαυρη φωτογραφία της είναι αριστουργηματική. Πήγαινα στο Γυμνάσιο Αμαρουσίου όταν την είδα και με έκανε να αγαπήσω περισσότερο τη δημοσιογραφία. Εξυπακούεται ότι είναι μια από τις 100 αγαπημένες μου.