Το διάβασα αυτό ως δημιουργική καταστροφή. Λάθος μου, τι λέτε;
Είναι μια ανατροπή που οδηγεί στο χάος. Όταν στο τέλος ο Σταύρος λέει ότι: «Μετά από χρόνια ήρθε η ώρα να αλλάξω φακό», αλλά είχα τη δική μου ιστορία, την οποία ναι μεν την αλλάζω αλλά κάποια πράγματα δεν πρέπει να αλλάξουν, πρέπει να λέγονται όπως ακριβώς ακούστηκαν. Η παράδοσή μας, οι μύθοι μας, πρέπει να τους κρατήσουμε, να τους αναπαράξουμε και οι ιστορίες που προκύπτουν από αυτούς ας αλλάξουν, αλλά οι μύθοι ας μείνουν οι ίδιοι. Αυτό είναι το συμπέρασμα του Σταύρου.
Αυτά και άλλα πολλά στη συζήτησή μας με τον Τάσο Μπουλμέτη για να περάσουμε μετά στους έρωτες του Σταύρου, του κεντρικού ήρωα του «Νοτιά».
Ο Σταύρος ερωτεύεται γυναίκες που έχουν άμεση σχέση με το πολιτικό σκηνικό της εποχής. Αυτό γιατί το βάζετε; Είναι πολιτική αναφορά;
Απόλυτα. Η θέση μου είναι ότι το πολιτικό σύστημα ευνουχίζει την επιθυμία του νέου Έλληνα. Δεν προσπαθώ όμως στην ταινία μου να είμαι καθόλου διδακτικός. Κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται όπως ακριβώς ακούστηκαν. Είμαι τόσο διδακτικός όσο είναι και ο συντηρητικός Πρύτανης στην ταινία. Ο θεματικός άξονας όμως που σχολιάσατε για εμένα είναι ιδιαίτερα σημαντικός, γιατί όλες οι κοπέλες τις οποίες ερωτεύεται ο Σταύρος από τη μικρή του κιόλας ηλικία είτε με τη φαντασία του είτε στην πραγματικότητα, τις κλέβει από αυτόν το πολιτικό σύστημα. Από τη Χούντα μέχρι και την Αριστερά.
Το πολιτικό σύστημα σε ρόλο αντίζηλου…
Ακριβώς. Για να μην παρεξηγηθώ και έχω ερωτηθεί σχετικά «δεν φοβάστε μην σας την πέσουν οι φεμινίστριες;» και η απάντησή μου είναι όχι. Στο τέλος έρχεται μια γυναίκα (η Ζωζώ Σαπουντζάκη) που είναι συναισθηματικά πολύ φορτισμένη, η οποία λέει και εγώ έχω προδοθεί από έναν άντρα. Και εγώ έχω κλάψει και εγώ έχω κάνει ένα ταξίδι και είμαι μια γυναίκα η οποία και σαν ηρωίδα στην ταινία αλλά και σαν άνθρωπος -γιατί η Ζωζώ είναι και σύμβολο- έρχεται να πει την άποψη των γυναικών. Και βεβαίως όλη αυτή η ιστορία με τις γυναίκες ολοκληρώνεται με τη στάση που κρατάει η μάνα μέσα στην οικογένεια. Μια στάση που αποδεικνύει ότι η γυναίκα είναι ο συνδετικός κρίκος αυτής της οικογένειας, διαχειριζόμενη ένα μυστικό το οποίο προσποιείται ότι δεν το ξέρει, αλλά στην ουσία ήταν αυτή που το έχει διαχειριστεί για να στηρίξει την οικογένεια, για να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη γύρω από τον μύθο.
Η επόμενη ερώτηση είναι ίσως κοινός τόπος, έλα όμως που η συλλογική μνήμη προβάλλει τόσο έντονα την υπόστασή της στον «Νοτιά» και η ερώτηση έρχεται αβίαστα σχεδόν.
Η ταινία είναι τελικά συνέχεια της Πολίτικης Κουζίνας καθώς κουβαλά έντονα τα στοιχεία της συλλογικής μνήμης;
Κοιτάξτε, υπό αυτή την έννοια που το θέτετε, βεβαίως. Υπάρχουν κοινά στοιχεία με την Πολίτικη Κουζίνα που είναι η πυρηνική οικογένεια η οποία είναι δομημένη με τον ίδιο τρόπο, αλλά η πλοκή, τα μηνύματα και το περιβάλλον δεν έχουν καμια σχέση. Αναπόφευκτα βέβαια οι θεατές συγκρίνουν τις δύο ταινίες.
Θέλετε επομένως να προβάλλετε τη συλλογική μνήμη του Ελληνισμού;
Με καίει αυτό το πράγμα και μάλιστα είμαι λίγο αποστασιοποιημένος από τον Ελλαδιτισμό. Θεωρώ ότι είμαι πολίτης του κόσμου όχι με την κοσμοπολίτικη έννοια αλλά με την έννοια ότι ως διωχθείς από μια κοσμοπολίτικη πόλη που είναι η Κωνσταντινούπολη, είχα ή βρήκα τα εφόδια να μπορώ να επιβιώνω ψυχικά και πολιτισμικά σε όλα τα μέρη του πλανήτη, έχοντας μια πλήρη συναίσθηση της ταυτότητάς μου και της καταγωγής μου. Αυτό με φέρνει πολλές φορές αντίπαλο με έναν Ελλαδίτικο τοπικισμό. Και αισθάνομαι και λιγάκι ξένος και αποστασιοποιημένος. Μερικές φορές αισθάνομαι καλοδεχούμενος τουρίστας.
Σας έχουν χαρακτηρίσει νοσταλγικό σκηνοθέτη με γλυκόπικρο χιούμορ. Εσείς τι λέτε;
Έχουν δίκιο.
Σας έχουν διαβάσει σωστά;
Ναι, αλλά είναι μια πρώτου επιπέδου ανάγνωση. Η βαθύτερη είναι ότι όντως χρησιμοποιώ τη νοσταλγία για να αναδείξω θεματικές και ηθικές αξίες. Αυτό τον δρόμο διάλεξα. Θα μπορούσα να διαλέξω έναν άλλο δρόμο αφήγησης που να είναι λίγο πιο στεγνός, πιο αιχμηρός, πιο αποστασιοποιημένος. Διάλεξα τη νοσταλγία για να διεισδύσω περισσότερο εύκολα και ύπουλα στον ψυχισμό του θεατή μιλώντας για την αδυναμία διαχείρισης της απώλειας που έχουν οι ήρωές μου. Στην ουσία την έχουν ο φωτογράφος και ο κεντρικός ήρωας ο Σταύρος, γιατί η μάνα και ο πατέρας την έχουν διαχειριστεί. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο, για να στήσουν την οικογένειά τους μετά τον πόλεμο στη δεκαετία του ’60 και του ’70. Η απώλεια είναι ένα κεντρικό σημείο στην ταινία!
Η εκάστοτε απώλεια χρειάζεται ένα διάστημα πένθους για να περάσουμε στο επόμενο στάδιο. Το έπραξε εκείνη η εποχή;
Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ώριμη. Μπήκε στην καινούρια εποχή χωρίς να πενθίσει το παλαιό. Και σήμερα πρέπει να πενθήσουμε εκείνη την εποχή και πολύ φοβάμαι ότι δεν το κάνουμε γιατί είμαστε ένας αψυχανάλυτος λαός συλλογικά και δεν έχουμε μάθει τη διεργασία να πενθούμε. Το πού οφείλεται αυτό είναι πολύ μεγάλη κουβέντα και δεν είμαι έτοιμος να δώσω μια συγκροτημένη απάντηση, αλλά νομίζω ότι οφείλεται σε πάρα πολλά πράγματα συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου που έχει ενσωματωθεί η θρησκεία στην καθημερινότητά μας.
Κάπου εδώ έκλεισε η συζήτησή μας με τον Τάσο Μπουλμέτη, δράττοντας τα ερείσματα για μια νέα «πολύ μεγάλη κουβέντα» όπως ο ίδιος μας είπε κάνοντας λόγο για τις ανθρώπινες διαδικασίες διαχείρισης της απώλειας. Όσο για τον «Νοτιά» μια φορά μ’ έναν καιρό… κάθε σημερινή γενιά μπορεί να βρει στην ταινία αναφορές δικές της, είτε για να γνωρίσει και να εξηγήσει για τους νεώτερους είτε για να αντιμετωπίσει διαλεκτικά το παρελθόν της για τους μεγαλύτερους! Είναι λοιπόν ώρα να δούμε και να ακούσουμε τους μύθους εκείνης της εποχής όπως ακούστηκαν τότε!