Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
O Ντιέγκο Μαραντόνα πέθανε την ίδια ημέρα που πέθανε ο Τζορτζ Μπεστ, με απόσταση 15 ετών. Στις 25 Νοεμβρίου αποφάσισε ο θεός, η μοίρα, η σύμπτωση, όπως θέλετε το λέτε, ως την ημέρα που έπρεπε να εγκαταλείψουν τον μάταιο τούτο κόσμο δύο τεράστιοι μπαλαδόροι που σημάδεψαν τη γενιά τους και την αιωνιότητα με το αστείρευτο ταλέντο τους, αλλά και την πηγαία εκκεντρικότητα και τον αντισυμβατικό τους χαρακτήρα. Δύο τύποι που έζησαν τη ζωή τους σαν rock star, με όλα αυτά που χαρακτηρίζουν τους rock star: Σπάνιο ταλέντο, απόλυτη επιτυχία, εκατομμύρια θαυμαστές, αποθεωτική λάμψη, χρήμα, ταξίδια, γυναίκες, ποτά, ναρκωτικά, πάρτι, ξενύχτια, πρόωρος θάνατος.
Μια ζωή στα όρια, με αυτοκαταστροφικές τάσεις, κάνοντας αυτό που τους πρόσταζε πάντα η καρδιά και το θυμικό τους, αφού αυτοί οι τύποι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη φτώχεια και έμαθαν μπάλα σε σκονισμένες αλάνες και στενά σοκάκια, όχι σε «βιομηχανοποιημένες» ακαδημίες ποδοσφαίρου. Διότι, ως γνωστόν, άλλο μπάλα, άλλο ποδόσφαιρο…
Κι αν ο Τζορτζ Μπεστ διάλεξε τον εύκολο δρόμο της προσωπικής καλοπέρασης, του γλεντιού και της διασκέδασης, η οποία του κατέστρεψε πρώτα την καριέρα και μετά το συκώτι, το «χρυσό παιδί» της Αργεντινής, επέλεξε τον πιο δύσκολο δρόμο. Μπορεί να μπλέχτηκε με την ιταλική Μαφία, να ακολούθησε τον σκοτεινό δρόμο των ναρκωτικών, αλλά από την άλλη επέλεξε να «ανοίγει το στόμα του». Να συγκρούεται με κατεστημένα, να γίνεται εν γνώσει του σύμβολο κοινωνικών αγώνων. Να τα βάζει με τον πάπα, με τη FIFA, με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Να μη διστάζει να «περηφανευτεί» περισσότερο επειδή «έκλεψε» τους Άγγλους σε εκείνο τον θρυλικό αγώνα του Μουντιάλ του 1986 με το περίφημο «χέρι του θεού», παρά για το «γκολ του αιώνα» που σημείωσε στο ίδιο ματς, μόνο και μόνο επειδή τους μισούσε για την επέμβασή τους στα νησιά Φώκλαντ.
Ο Μαραντόνα χρησιμοποίησε τη δύναμη και τον πλούτο που του χάρισε το απίστευτο ταλέντο του με τη μπάλα και αντιστάθμισε τους δαίμονες που τον κυνηγούσαν, με τον άγγελο που κουβαλούσε το παιδί μέσα του, ο οποίος ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, ακόμη κι όταν βυθιζόταν στο σκοτάδι. Γι’ αυτό για τους φίλους του ήταν πάντα ο Ντιεγκίτο, με τα καλά και τα στραβά του. Και φίλο τον θεωρούμε όλοι εμείς που ως παιδιά κατεβαίναμε στις πλατείες και τις αλάνες για να προσπαθήσουμε να τον μιμηθούμε. Για πάντα θα είναι ο Ντιεγκίτο.
Υ.Γ. Εκτός από τον Τζορτζ Μπεστ, πριν από 4 χρόνια, στις 25 Νοεμβρίου και πάλι, «έφυγε» και ο Φιντέλ Κάστρο. Προσωπικός φίλος του Μαραντόνα, ο οποίος πάντα επιδείκνυε το τατουάζ του με το πρόσωπό του, όπως και εκείνο με τον Τσε Γκεβάρα. Μυστήριες συμπτώσεις που μας εξιτάρουν το θυμικό, σε μια περίοδο κυνισμού, αυτοματοποίησης και έκπτωσης ηθών και συμβόλων.
Γιατί η μπάλα πάντα θα μας κρατάει παιδιά, οι «θεοί» της πάντα θα ζεσταίνουν τις αγνές μας θύμησες και οι «επαναστάτες» πάσης φύσεως θα μας δείχνουν ότι ο συμβιβασμός είναι ο εύκολος δρόμος, που οδηγεί σε μια ζωή δίχως χρώματα. Αρκεί η «επανασταστικότητα» να μη μας παρασύρει και στο μαύρο χρώμα της αυτοκαταστροφής…