Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 22/07/2023
Δέκα λεπτά ζωντανή μετάδοση από τα μέτωπα των πυρκαγιών, δύο λεπτά διάλειμμα με σενάρια τρόμου για την κλιματική κρίση και τις υψηλές θερμοκρασίες στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ κ.λπ.
Αυτό είναι το μοτίβο στα περισσότερα τηλεοπτικά κανάλια, κατά την κάλυψη της πύρινης λαίλαπας που και αυτό το καλοκαίρι κατατρώει τα πράσινα «σωθικά» της Αττικής κυρίως. Μερικές αμήχανες απορίες παρουσιαστών και ρεπόρτερ για την επάρκεια ή μη των πυροσβεστικών μέσων, εναέριων και επίγειων, χάθηκαν «στη μετάφραση» και στην τρομο-υστερία για τον πλανήτη που «καίγεται».
Η ουσία, όμως, είναι μια: Είναι η κλιματική κρίση η αιτία που οι πυρκαγιές στην Ελλάδα ξεφεύγουν συνεχώς από τον έλεγχο και καίνε μεγάλες εκτάσεις και περιουσίες, δυστυχώς και ανθρώπινες ζωές ενίοτε; Μα είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, στα μέσα Ιουλίου. Γιατί χαρακτηρίζεται ως «κλιματική κρίση» το γεγονός ότι η θερμοκρασία κάνει και 40άρια ή ότι φυσούν αέρηδες; Αυτά δεν προβλέπονται ως συνθήκες μέσα σε ένα μεσογειακό καλοκαίρι; Σοβαρούς και παρατεταμένους καύσωνες η χώρα έχει να δει κάποια χρόνια. Και τότε για κλιματική κρίση μιλούσαμε, όμως πέρασαν χρόνια με καλοκαίρια δίχως πιο ακραίες θερμοκρασίες.
Το να ενσκύψει καύσωνας το καλοκαίρι, είναι σαν να ρίχνει πολλούς πόντους χιόνι το χειμώνα. Κάνουμε λάθος; Ή μήπως δεν είναι νωπές οι καλοκαιρινές μπόρες των τελών Ιουνίου με αρχές Ιουλίου; Κι αυτές δεν προβλέπονται όταν έχουμε καλοκαίρι; Και γιατί σχεδόν στο 90% οι φωτιές ανάβουν στον περιαστικό ιστό της Αττικής; Στους άλλους νομούς της Ελλάδας δεν υπάρχει κλιματική κρίση;
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα, η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και οι ανάγκες της οικονομίας που συνεχώς αυξάνονται, έχουν οδηγήσει σε καταχρηστικές συμπεριφορές που μπορεί να έχουν επιπτώσεις και στον τρόπο που αντιδρά και συμπεριφέρεται ο πλανήτης. Όμως, όποιος θυμάται τον φονικό καύσωνα του 1987, σε μια Αθήνα όπου το γκρίζο νέφος που κρεμόταν στον θολό ουρανό της ήταν μια ασφυκτική καθημερινότητα, ας κάνει και τις συγκρίσεις του: Πότε ήταν πιο ακραίο το κλίμα; Τότε ή τώρα; Φυσικά συνιστά τεράστια πρόοδο για την Πολιτεία μας ότι μέσω των τεχνολογικών αλμάτων στα αυτοκίνητα και τις βιομηχανίες, το νέφος έφυγε από πάνω μας. Πώς ξαφνικά το σήμερα είναι πιο επικίνδυνο από το τότε;
Όμως, πώς σχετίζονται όλα αυτά με τα συνεχή και αλλεπάλληλα ξεσπάσματα πυρκαγιών όταν οι καιρικές συνθήκες το ευνοούν; Έχει αέρα και ζέστη. Υπάρχουν πιο ιδανικές συνθήκες για εκδήλωση πυρκαγιάς; Άρα, τι πρέπει να κάνεις; Να προλάβεις.
Και φτάνουμε στην κατάληξη του συλλογισμού μας: Ας δεχτούμε ότι η κλιματική κρίση είναι ο κυριότερος λόγος για τις πυρκαγιές. Όταν ονομάζεις ένα υπουργείο ως «Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας», σημαίνει ότι πράγματι αξιολογείς ως δεδομένο το πρόβλημα και ιδιαιτέρως σοβαρό και επικίνδυνο. Και τι πράττεις ως κυβέρνηση και κράτος; Πιάνεσαι συνεχώς απροετοίμαστος και με προβληματικές καταστάσεις σε εξοπλισμό και έμψυχο δυναμικό. Εξαγγέλλεις στις αρχές κάθε καλοκαιριού ότι αυτό θα αλλάξει και τελικά όλα τα ίδια μένουν. Η «ετοιμότητα» και «ενίσχυση» του μηχανισμού διατυμπανίζονται με αδιόρθωτη σιγουριά και το αμέσως επόμενο λεπτό η περιβαλλοντική και ανθρωπιστική τραγωδία έρχονται να σε διαψεύσουν οικτρά. Και αμέσως μετά, αρχίζει το ματς με το «μπαλάκι» των ευθυνών: Φταίει η κλιματική κρίση. Φταίει ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός. Φταίει η
αυτοδιοίκηση. Μια «κολοκυθιά» ατέρμονη, που δεν βγάζει πουθενά. Και η χώρα εξακολουθεί να καίγεται και θα καίγεται όσο η πυροπροστασία μας είναι προβληματική…