Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 23/11/2024
Λίγο πριν αρχίσουν να γράφονται αυτές οι γραμμές, Θεοδώρα Τζάκρη και Γιώτα Πούλου συνέχισαν τον χορό των ανεξαρτητοποιήσεων από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτόματα δημιούργησαν νέα δεδομένα και δραματικές εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει λόγο για «θεσμική εκτροπή» και «νόθευση της λαϊκής βούλησης και εντολής του λαού», οι δύο αυτές ανεξαρτητοποιήσεις σημαίνουν ότι το ΠΑΣΟΚ διαθέτει πλέον 31 έδρες, έναντι 29 του ΣΥΡΙΖΑ και αυτομάτως μετατρέπεται σε… αξιωματική αντιπολίτευση για πρώτη φορά μετά το (μακρινό αλλά όχι ξεχασμένο με όσα ήρθαν στις ζωές μας αλλάζοντας τα πάντα προς το χειρότερο) 2009!
Θα έλεγε κανείς ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έκανε με τις 31 έδρες ένα πολιτικό… «μπλακ τζακ», αφού μετά τη νίκη του στις εσωκομματικές εκλογές, αναβαθμίζονται πλέον και ο ρόλος και οι δυνατότητες του ΠΑΣΟΚ στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ενώ αυτή η εξέλιξη ενδεχομένως να αμβλύνει (έστω προς το παρόν) την εσωτερική «μουρμούρα» που σοβούσε παρά την επικράτησή του.
Από την άλλη, η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σπαράσσεται αδιαλείπτως εντός του (βλ. ρεπορτάζ στη σελ. 20), είναι πλέον εξαιρετικά ζοφερή και η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών συμφωνεί ότι νομοτελειακά τα ποσοστά του θα αρχίσουν να θυμίζουν εποχές προ Αλέξη Τσίπρα.
Από κει και πέρα, είναι ολοφάνερο ότι οι ζυμώσεις στη λεγόμενη «Κεντροαριστερά» θα αρχίσουν να γίνονται εντονότερες, καθώς έχει δημιουργηθεί τεράστιο πολιτικό κενό ως αντίπαλο δέος στην κυβερνώσα ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, τη στιγμή μάλιστα που και ο Κυριάκος Μητσοτάκης διέγραψε προ ημερών τον Αντώνη Σαμαρά σε σκηνικό που παραπέμπει ευθέως στο 1993, επομένως και εκεί έχουν να αντιμετωπίσουν εσωτερική «φαγωμάρα» συν την όποια φθορά συνήθως επέρχεται στα κόμματα που ασκούν εξουσία επί πολλά έτη.
Κι αυτό μας οδηγεί στην, κατά την ταπεινή μας άποψη, πιο σοβαρή και ανησυχητική παράμετρο όλων αυτών των πολιτικών εξελίξεων. Διότι θεωρούμε αδιανόητο και εξαιρετικά δυσμενές για την πολιτική ζωή του τόπου, να έχει φτάσει η Ελληνική Δημοκρατία, στο 50ό έτος της μετά τη μεταπολίτευση, σε σημείο ώστε η αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή να αριθμεί μόλις 31 έδρες!
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, η οποία μάλιστα (καθώς ακόμη δεν μπορούμε να διαβλέψουμε τις επόμενες κινήσεις του Αντώνη Σαμαρά και της Ν.Δ.) αφορά ξεκάθαρα στην αντιπολίτευση. Και αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι η περιορισμένη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης πίεσης και ελέγχου προς τα κυβερνητικά πεπραγμένα καθίσταται ακόμη πιο περιορισμένη. Δίνοντας, ενδεχομένως, «ανάσες» στην κυβέρνηση, ώστε αφενός να προσπαθήσει να περιορίσει τη δυσφορία για τη συνεχιζόμενη ακρίβεια και τις συγκρατημένες μεταμνημονιακές πολιτικές της, η οποία αποτυπώθηκε και στην απεργιακή κινητοποίηση της περασμένης Τετάρτης, αφετέρου δε να κάνει με περισσότερη άνεση το damage control στο εσωτερικό της μετά τη διαγραφή Σαμαρά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο αντιπολιτευτικός κατακερματισμός μόνο προβληματισμό προκαλεί ως προς την ομαλή θεσμική διαδικασία της δημοκρατίας μας. Και φυσικά προκύπτουν αβίαστα τα ερωτήματα: Πάμε σε ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς υπό έναν ευρύ κομματικό σχηματισμό; Με ποιον «αιχμή του δόρατος»; Υπό ποιες συνθήκες, όρους και (λυκο)φιλίες; Και τι θα συμβεί σε περίπτωση (εξαιρετικά πιθανή) μη αυτοδυναμίας της Ν.Δ. (ως ξεκάθαρο ισχυρό κόμμα έστω και με κλυδωνισμούς εντός της);
Αν μη τι άλλο, η κατάληξη όλων αυτών των ραγδαίων εξελίξεων παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι εκτός από κομματικές, αγγίζει και θεσμικές παραμέτρους.