Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Τις τελευταίες ημέρες ξαναζούμε τη social παράνοια του δημοψηφίσματος, αυτή τη φορά με φόντο τα σύνορα στον Έβρο. Αυτό που συμβαίνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τερατώδες και εφιαλτικό: Ο κάθε «μυαλοπώλης», εκείνος που τρέφεται από τα άκρα, που η ψυχή του τραβάει την πόλωση για την… πόλωση, αυτός που απλώς θέλει να κρίνει τους πάντες και τα πάντα, αποκτώντας υπόσταση μέσα από το internet, έχει δώσει κυριολεκτικά τα «ρέστα» του τις τελευταίες εβδομάδες. Κι επειδή συγκρίνουμε το τώρα με την εποχή του δημοψηφίσματος, έχουν ήδη αρχίσει και οι… διαγραφές διαδικτυακών «φίλων» που τυχαίνει να διαφωνούν με το προσωπικό… γραφείο Τύπου που έχουμε μέσω των λογαριασμών μας στα social media.
Και τι δεν έχουμε δει όλες αυτές τις ημέρες: Ακροαριστερούς που απαιτούν άνοιγμα των συνόρων, έτσι, άκριτα, δίχως ελέγχους, στο όνομα του ανθρωπισμού. Ακροδεξιούς που με ρατσιστικές κορώνες είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα και να φανούν αντάξιοι συνεχιστές του… Λεωνίδα και του Μεγάλου Κωνσταντίνου. (Παλαιο)κομμουνιστές που κατακρίνουν τα… τείχη των συνόρων και τις βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, ωσάν αυτά να μην είχαν συμβεί ποτέ πίσω από το «παραπέτασμα» τα (όχι και πολύ) παλιά χρόνια.
(Νεο)φιλελεύθερους ή σοσιαλιστές που προσπαθούν να αντλήσουν κέρδη ή πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη από το δράμα που παίζεται εδώ και χρόνια σε στεριά και θάλασσα, με τις διαβόητες ΜΚΟ σε περίεργο ρόλο. Ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που ο αρχηγός του κόμματος τάχθηκε υπέρ της προστασίας των συνόρων δημοσίως, ενώ οι ίδιοι λένε τα αντίθετα. Αυτοχρισθέντες κήνσορες και τιμητές, κατόχους της… μοναδικής αλήθειας, είτε αυτή είναι «ανθρωπιστική» είτε «εθνικιστική», να κουνούν το δάχτυλο ο ένας στον άλλον κι όλοι μαζί στην κοινή γνώμη, στο δόγμα «όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας είναι φασίστας (οι μεν) ή εθνοπροδότης (οι δε).
Όντως ζούμε ακραίες καταστάσεις, με ανθρώπους – πιόνια στα χέρια μεγαλομανών και αμοραλιστών πολιτικών. Και όπως και να το κάνουμε, αυτό που συμβαίνει στα χερσαία και στα θαλάσσια σύνορά μας είναι μια κατάσταση που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς μεν, αλλά είναι λογικό να φέρνει και συνθήκες πίεσης στην κοινωνία, με αποτέλεσμα «εκρήξεις» είτε των ντόπιων είτε των μεταναστών. Εγώ, λοιπόν, θα μείνω, προς το παρόν, σε κάτι που κανείς μας δεν θεωρούσε ως αυτονόητο: Στην ψύχραιμη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης από την Πολιτεία. Δίχως να ανοίξει μύτη. Με προσεκτικές κινήσεις και χειρισμούς, με ετοιμότητα και αποφασιστικότητα.
Το θέμα είναι όντως λεπτό, έχει να κάνει με ανθρώπινες ζωές, με δυστυχία, με μικρά παιδιά, με πόνο. Μάλιστα, στη συντριπτική της πλειοψηφία η Ελλάδα έχει δώσει τα διαπιστευτήριά της (λες και το χρειαζόταν), υποδεχόμενη και προσπαθώντας να βγάλει άκρη με δεκάδες χιλιάδες κατατρεγμένους ανθρώπους που εντάσσονται στους κόλπους της. Αλλά έχει να κάνει και με την υπόσταση της ελληνικής κοινωνίας, τα μέλη της οποίας καταβάλλουν υπερβολικά πολλούς φόρους, έχοντας την απαίτηση και το δικαίωμα να ζουν υπό ασφαλείς συνθήκες. Δεν γίνεται να φορτωνόμαστε διαρκώς μόνο εμείς στην Ελλάδα τις ενοχές της ανθρωπότητας για όσα δραματικά συμβαίνουν σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Για μένα, λοιπόν, η μοναδική εισβολή που θέτει σε κίνδυνο τη χώρα μας είναι η «ενοχική». Και είναι η πιο δύσκολη να αντιμετωπιστεί, αλλά και η πιο επικίνδυνη για την, περιβόητη πλέον, «κοινωνική συνοχή».