Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 16/12/2023
Θα ξεκινήσω με μια απλή ερώτηση προς ψηφοφόρους που δεν διαθέτουν μνήμη… χρυσόψαρου: Στις ουκ ολίγες βουλευτικές εκλογές από το 1979-1980, χρονιά που το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα έγινε επαγγελματικό, με την παράλληλη εμφάνιση (τι σύμπτωση!) του συνειδητού και οργανωμένου χουλιγκανισμού στα γήπεδα, υπήρξε έστω μια προεκλογική περίοδος, κατά την οποία να έχει συμπεριληφθεί σε οποιοδήποτε πρόγραμμα οποιουδήποτε κόμματος η θέση και οι προτάσεις του για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας; Υπήρξε κάποια προεκλογική εκπομπή ή συνέντευξη στον ηλεκτρονικό ή έντυπο Τύπο που αφιέρωσε σοβαρό χρόνο ή χώρο για να αναδείξει σοβαρά και υπεύθυνα το βαθιά κοινωνικό αυτό ζήτημα, να ρωτήσει και να πάρει απαντήσεις από τους πολιτικούς;
Απλή η απάντηση: Ποτέ…
Ποτέ δεν υπήρξε ενιαίο σχέδιο, πολιτική βούληση και διοικητική συνέχεια στο θέμα του χουλιγκανισμού. Ποτέ κανείς δεν έσκυψε το κεφάλι πάνω από το πρόβλημα με πραγματικό ενδιαφέρον. Κανείς δεν θέλησε να το συνδέσει συνειδητά με τις κοινωνικές παθογένειες που όλο και μεγαλώνουν (και όχι μόνο στη χώρα μας). Κανείς δεν έχυσε ειλικρινή δάκρυα όποτε κάποιος νέος έχανε τη ζωή του στον βωμό της οπαδικής σύγκρουσης. Μόνο «κροκοδείλια», συνοδευόμενα με βαρύγδουπες και «κούφιες» δηλώσεις περί «πάταξης» της βίας στα γήπεδα.
Τα μέτρα που ανακοίνωσε προ ημερών η κυβέρνηση προκαλούν από βαθύ σκεπτικισμό έως και θυμηδία. Τουλάχιστον 13 νεκρούς μετρούμε από τέτοια αιματηρά επεισόδια εντός κι εκτός γηπέδων και τώρα στον τραγικό «χορό» παραλίγο να μπει κι ένας (ακρωτηριασμένος πλέον στο ένα του πόδι) αστυνομικός των ΜΑΤ, του οποίου, ούτως ή άλλως, η ζωή (και μακάρι να βγει ζωντανός από αυτή την περιπέτεια), αλλάζει δραματικά προς το χειρότερο, όπως και της οικογένειάς του.
Κι όμως, οι αποφάσεις εξακολουθούν να λαμβάνονται από ανθρώπους που ζουν και κινούνται σε κομματικά, πολιτικά και βουλευτικά γραφεία και συνήθως δεν έχουν ιδέα ούτε από την «οργάνωση», ούτε από τη «λειτουργία», ούτε από τη «νοοτροπία» του οργανωμένου οπαδισμού. Το χειρότερο; Δεν ξέρουν ή απλά προσπερνούν τη διαχρονικά κυριότερη αιτία της αθλητικής βίας: Τον κοινωνικό παράγοντα. Τη φτώχεια, τις καταχρήσεις, την προβληματική παιδεία και εκπαίδευση, την άμβλυνση των σχέσεων παιδιού – γονέα, την αποξένωση, την ανεξέλεγκτη πολλές φορές κρατική καταστολή, τη (μετ)εφηβική ματαίωση, τα αδιέξοδα. Όλα αυτά οδηγούν σε μια στρεβλή αίσθηση του «ανήκειν», η οποία από την αγνή αγάπη και ενθουσιασμό για την ομάδα, πέρασε στην οργάνωση σε οπαδικά γκρουπ που σταδιακά απέκτησαν δύναμη, αναγνώριση, κακώς εννοούμενο «κύρος», ακόμη και οικονομικά ωφελήματα.
Στο «δια ταύτα»: Για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση έλαβε μέτρα που αφορούν αποκλειστικά τους αγωνιστικούς χώρους. Η πλειοψηφία, όμως, των αιματηρών επεισοδίων την τελευταία 20ετία έχει μεταφερθεί στους δρόμους. Σε αυτό συνέβαλε και η άστοχη απόφαση του 2003 να απαγορευτούν οι οργανωμένες μετακινήσεις οπαδών, η οποία μετέτρεψε τους συνδέσμους οπαδών σε «συμμορίες δρόμου», με «ζώνες επιρροής» και ό,τι αυτές συνεπάγονται: Από προστασία νυχτερινών μαγαζιών, μέχρι διακίνηση ναρκωτικών, ενδεχομένως και όπλων.
Κι όποιος στον κρατικό μηχανισμό δεν βλέπει άμεση «συγγένεια» ανάμεσα στην οπαδική βία, την παραβατικότητα ανηλίκων, το bullying στα σχολεία και αλλού, τη βία στον κόσμο της νύχτας, τότε είτε αγνοεί τους κοινωνικούς μηχανισμούς, μέσω των οποίων όλα αυτά τέμνονται σε ένα σημείο, είτε τους γνωρίζει και αδιαφορεί. Κι αυτό το τελευταίο είναι και το πιο επικίνδυνο.
Η πρόληψη σε επίπεδο παιδείας, κοινωνικής καλλιέργειας και καλύτερων ευκαιριών και προοπτικών στη ζωή είναι το πραγματικό «κλειδί». Αλλιώς, με τέτοιου είδους αποσπασματικά και εφήμερα μέτρα καταστολής, ο φαύλος κύκλος της βίας εντός κι εκτός γηπέδων τελειωμό δεν θα ’χει.