Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Επειδή χρειάζεται να φρεσκάρεται η «μπουκωμένη» από πολλά κεντρικά ΜΜΕ μνήμη μας, πρέπει να θυμόμαστε ότι η αδιανόητη για τους… κοινούς θνητούς έκρηξη του ενεργειακού κόστους δεν είναι συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία. Είχε ξεκινήσει ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Και μήνα με το μήνα γιγαντωνόταν, έως ότου ξεκινήσουν οι μάχες και φτάσουμε στο αποκορύφωμά της, δημιουργώντας πρωτόγνωρες συνθήκες, με την ακρίβεια σε ενέργεια και βασικά καταναλωτικά είδη να μας κάνει να τραβάμε τα μαλλιά μας από απόγνωση.
Ειδικά π.χ. σε ό,τι αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα της ΔΕΗ, ότι ο ανήφορος του κόστους ξεκίνησε αφού ολοκληρώθηκε η ιδιωτικοποίησή της. Και αναρωτιέται κανείς: αν η ΔΕΗ ανήκε ακόμη σε κρατικά χέρια, δεν θα υπήρχαν άραγε πολύ περισσότερες δυνατότητες κεντρικής παρέμβασης της κυβέρνησης, προκειμένου να συγκρατηθούν οι τιμές ή ακόμη και να υποχωρήσουν; Κι αν αυτό συνέβαινε, τότε ο περίφημος «ανταγωνισμός» δεν θα ανάγκαζε και τους ιδιωτικούς παρόχους ενέργειας να συγκρατήσουν και τις δικές τους τιμές, (ακόμη και στο φυσικό αέριο); Κι όλοι μαζί να κάθονταν σε ένα τραπέζι, με συντονιστή το κράτος, προκειμένου να μην οδηγηθούμε στις τραγικές συνθήκες που βιώνουν εκατομμύρια νοικοκυριά αυτή τη στιγμή, με το μέλλον αβέβαιο και ζοφερό;
Η κυβέρνηση έβαλε την ΡΑΕ, να εκδώσει ένα «φιρμάνι» που αναφέρει ότι εφόσον ο ιδιώτης πάροχος ζητήσει μονομερώς από τον χρήστη αναπροσαρμογή του συμβολαίου με την ενεργειακή τιμολόγηση που του «επιβάλλει», ο πελάτης έχει δικαίωμα να αρνηθεί.
Δεν θα αναφερθώ εδώ σε λεπτομέρειες (χρονικά περιθώρια απάντησης κ.λπ.), αλλά και πάλι αναρωτιέται κανείς: Άντε και ο χρήστης αρνείται να του τροποποιηθεί το συμβόλαιο. Ποια είναι η επιλογή του; Να αλλάξει πάροχο προφανώς (και ακόμη δεν έχει ξεκαθαριστεί πλήρως αν, πώς και πότε απαλλάσσεται από ενδεχόμενες ρήτρες). Ωραία. Ας πούμε ότι άλλαξε πάροχο. Να πάει πού; Εφόσον όλοι οι πάροχοι θα έχουν τιμολόγια που αγγίζουν τα ουράνια, ποια η διαφορά; Μερικά λεπτά του ευρώ; Κοροϊδευόμαστε, ως συνήθως…
Αυτή ακριβώς είναι η πλήρης αποτυχία του λεγόμενου «άκρατου φιλελευθερισμού». Το τωρινό μοντέλο του (ιδανικού) «υγιούς» ανταγωνισμού, δεν μπορεί να «περπατήσει», ειδικά υπό τις ακραίες συνθήκες που ζούμε σήμερα. Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ δεν «περπάτησε» πραγματικά. Για να είναι επιτυχές το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, χρειάζεται ισχυρό κράτος, με πολιτική βούληση και γνώμονα πρώτα το κοινό συμφέρον, την κοινή ωφέλεια και μετά τα (υπερ)κέρδη των επιχειρηματιών.
Η Κίνα, με την οποία σε επίπεδο κοινωνικής πολιτικής, παραστάσεων και συμπεριφοράς μάς χωρίζουν ωκεανοί ολόκληροι, έχει δείξει, αν μη τι άλλο, τον δρόμο σε οικονομικό επίπεδο. Εμείς οι Έλληνες είχαμε πάντα την εξυπνάδα, την αντίληψη και τη διορατικότητα να παίρνουμε τα καλύτερα των πολιτισμών γύρω μας και να αφήνουμε τα χειρότερα. Και όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται κατώτερη όλων των περιστάσεων, ειδικότερα δε προς την υιοθέτηση αποτελεσματικών κεντρικών οικονομικών πολιτικών, το ελληνικό κράτος ήδη θα έπρεπε να μην περιμένει «από τα έτοιμα», αλλά να καθίσει όλους τους εμπλεκόμενους σε ένα κοινό τραπέζι, να θέσει όρους, προτάσεις και εναλλακτικές, προτάσσοντας την κοινή ωφέλεια. Προτού έρθει αντιμέτωπη με νέο κοινωνικό «τσουνάμι», λόγω περαιτέρω φτωχοποίησης ή ακόμη και με νέα μνημόνια. Επαναφέροντας στο προσκήνιο τον υγιή ανταγωνισμό, υπό υψηλή, διάφανη και αυστηρή κρατική επίβλεψη, απελευθερώνοντας στην αγορά τις δυνάμεις της πραγματικής ανάπτυξης.
Αυτή πρέπει να είναι η ουσιαστική κληρονομιά της επόμενης ημέρας, όποτε τελειώσει ο εφιάλτης που ζούμε, για τη χώρα και τους πολίτες της. Με ψηφιακά κουπόνια και επιδόματα, δουλειά δεν γίνεται.