Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Οι περισσότεροι θα έχετε δει την ξεκαρδιστική κωμωδία «Για ποιον χτυπά η… κουδούνα», με πρωταγωνιστές τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Κώστα Βουτσά και τη Νόρα Βαλσάμη. Αυτή η ταινία και συγκεκριμένα η κορυφαία σκηνή της, έχουν γίνει για μένα ταυτόσημες με όλο αυτό που ζούμε με την πανδημία.
Ο επιχειρηματίας «Λαμπυρίκος» (Παπαγιαννόπουλος), κατόπιν εμπνεύσεως του «Κωστάκη» του υπαλλήλου του (Βουτσάς), σκηνοθετεί τον θάνατό του για να σβηστούν τα χρέη που είχε λόγω άκρατης… dolce vita. Όταν επιστρέφει στο σπίτι του κρυφά, τον κλείνουν στην αποθήκη της αυλής, την οποία συνδέουν με ένα σχοινί με το σαλόνι, δένοντας μια κουδούνα στην άκρη του, ώστε όταν αυτή χτυπάει με συγκεκριμένο ρυθμό, εκείνος να καταλαβαίνει αν μπορεί να βγει έξω ή να παραμείνει σε… καραντίνα.
Κάποια στιγμή, η υπηρέτρια του σπιτιού μιλώντας θυμωμένα στο τηλέφωνο αρχίζει να τραβάει άναρχα το σχοινί, με αποτέλεσμα η κουδούνα να χτυπάει ακατάπαυστα και ο Παπαγιαννόπουλος με το γνωστό αμίμητο πελαγωμένο βλέμμα του κοιτάει την κάμερα και αναρωτιέται: «Τώρα τι γίνεται; Βγαίνω ή μένω;».
Μήπως αυτή την… κουδούνα δεν ακούμε συνεχώς κι εμείς στις μέρες μας, ειδικά μετά τα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου; Πότε αυτοί που έχουν το… σχοινί στα χέρια τους μας δίνουν σύνθημα να βγούμε, πότε να μείνουμε μέσα.
Δυστυχώς, τώρα τελευταία η κουδούνα χτυπάει όπως τη χτύπαγε η υπηρέτρια στην ταινία. Οι αντιφατικότητες, οι πολλές απόψεις, το «χαλασμένο τηλέφωνο» μεταξύ επιτροπής εμπειρογνωμόνων και κυβέρνησης, ακόμη και εντός των δύο «πόλων» διαχείρισης της πανδημίας, έχει ως αποτέλεσμα ο πολίτης απορημένος, ου μην και σαστισμένος, για να μην πούμε θυμωμένος, βιώνει ένα συνεχές μπέρδεμα, αισθάνεται ότι συγκροτημένο σχέδιο δεν υπάρχει, ότι «σήμερα είναι έτσι, αύριο είναι αλλιώς». Φτάνουμε στον ένα χρόνο που ζούμε στους ρυθμούς του κορωνοϊού κι όμως κανείς δεν εξηγεί με σαφήνεια ποιος είναι ο στόχος όλης αυτής της διαχείρισης, πού πηγαίνει το πράγμα.
Εξίσου απορημένη, η κοινή γνώμη βλέπει ότι εν πολλοίς η αντιμετώπιση του προβλήματος γίνεται με αστυνομική λογική και τιμωρητική φιλοσοφία. Εν ολίγοις, αντί να εξηγηθούν πράγματα με επιχειρήματα, με διάθεση συνεννόησης, αντί να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα στήριξης και ενίσχυσης του συστήματος της δημόσιας υγείας, αντί να μπουν και οι ιδιώτες στη «μάχη», αντί να αντιμετωπιστούν τα εγγενή προβλήματα σε μέσα μεταφοράς, σχολεία κ.λπ., οι διαχειριστές έχουν επιλέξει ως κύριο όπλο τους τον φόβο, τη διασπορά ανησυχίας, την κινδυνολογία, με τη βοήθεια των κεντρικών (κυρίως τηλεοπτικών) ΜΜΕ.
Αναγνωρίζω την προσπάθεια της κυβέρνησης να στηρίξει οικονομικά όσους δοκιμάζονται σκληρά από αυτές τις συνθήκες, καταλαβαίνω, επίσης, τη λογική του ανοίγματος της αγοράς εν μέρει για να κινηθεί όσο είναι δυνατό, αντιλαμβάνομαι το μεγάλο φιλοσοφικό πρόβλημα που έχει προκύψει με την εκκλησία και που δεν είναι καθόλου εύκολο να λυθεί με ισοπεδωτικές λογικές ή αφορισμούς, θεωρώ αδήριτη ανάγκη να επιστρέψουν οι μαθητές και εκπαιδευτικοί στα σχολεία τους, αλλά όλες αυτές οι παλινωδίες τα εκ των έσω ή τα εκατέρωθεν «αδειάσματα», τα «ήξεις αφήξεις» κ.λπ. μόνο προς τη λάθος κατεύθυνση οδηγούν.
Και μέσα σε όλα, η εκστρατεία του εμβολιασμού έχει κι εκείνη τα θέματά της· πηγαίνει πιο αργά απ’ όσο αναμενόταν και η «γη της επαγγελίας» δείχνει να αργεί μερικούς μήνες ακόμη.
Κάπως έτσι ο μέσος πολίτης καλείται να βγάλει άκρη στο συνεχές χτύπημα της κουδούνας, με το ίδιο πελαγωμένο βλέμμα του αείμνηστου Παπαγιαννόπουλου…