Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Οι βουλευτικές εκλογές αποτελούν αυτή τη στιγμή την απαραίτητη πολιτική συνθήκη, από την οποία θα εξαρτηθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό οι αυτοδιοικητικές εξελίξεις με φόντο τις κάλπες τον Οκτώβριο του 2023, δηλαδή σε κάτι παραπάνω από ένα έτος από τώρα. Ο χρόνος διεξαγωγής τους θα παίξει επίσης κομβικό ρόλο, ειδικά αν τελικά θα είναι πρόωρες, όπως εντόνως ακούγεται αυτή την περίοδο.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι βουλευτικές κάλπες θα ανοίξουν με το σύστημα της απλής αναλογικής και το ενδεχόμενο να υπάρξει και νέα αναμέτρηση αν δεν βγαίνουν τα «κουκιά», μπερδεύει, αλλά κάνει και ακόμη πιο ενδιαφέροντα τα πράγματα.
Ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι πιθανό να χρειαστεί συνεργασίες. Είτε από ίδιους, είτε από διαφορετικούς ιδεολογικά χώρους. Και αυτή είναι, επίσης, μια συνθήκη που θα επηρεάσει τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι οποίες, όπως όλοι γνωρίζουμε όσο κι αν πολλοί προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, έχουν έντονο κομματικό χαρακτήρα.
Στους Δήμους του Βορείου Τομέα, μόλις τον τελευταίο μήνα ξεκίνησε να εξαπλώνεται το προεκλογικό άρωμα. Κι αυτό όχι σε όλους. Αλλού η κινητικότητα είναι μεγαλύτερη, αλλού μικρότερη και σε ορισμένους Δήμους ανύπαρκτη. Τον δυσκολότερο ρόλο, φυσικά, έχουν οι παρατάξεις της αντιπολίτευσης. Αυτές πρέπει να αποφασίσουν αν θα πορευτούν με τα ίδια πρόσωπα, αν θα αλλάξουν μπροστάρηδες, πόσες προσθήκες νέων προσώπων θα έχουν, αλλά και αν υπάρχει έδαφος για συνεργασίες με άλλα σχήματα, προκειμένου να «απειλήσουν» τις υφιστάμενες διοικήσεις και δημάρχους. Κι εδώ έρχονται τα δεδομένα που θα σχηματιστούν μετά τις βουλευτικές εκλογές να επηρεάσουν πρόσωπα και καταστάσεις.
Γεγονός είναι ότι οι αντιπολιτεύσεις των Δήμων είχαν ένα σημαντικό πρόβλημα: Ο νόμος «Θεοδωρικάκου», αλλά και οι περιορισμοί της πανδημίας για 2 χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα την «απονεύρωση» των Δημοτικών Συμβουλίων, αφήνοντας λίγα περιθώρια αντιπολιτευτικού ελέγχου. Τα πιο σημαντικά ζητήματα αποφασίζονταν με εμφατικές πλειοψηφίες στις δύο επιτροπές των Δήμων (Οικονομική και Ποιότητας Ζωής), ενώ αν και στο Δημοτικό Συμβούλιο είχαν εξασφαλιστεί συνεργασίες «αυτοδυναμίας» μετά τις εκλογές του 2019 με την απλή αναλογική, τότε οι μειοψηφούσες παρατάξεις είχαν πραγματικά περιορισμένο και άχαρο ρόλο. Αντίθετα, σε Δήμους όπου οι συνεργασίες είτε αποδείχθηκαν εύθραυστες είτε ουδέποτε εξασφαλίστηκαν, η αντιπολίτευση είχε το πρόσφορο έδαφος να δράσει, αν και επί της ουσίας και πάλι οι δύο προαναφερθείσες επιτροπές έκαναν το «κουμάντο» στις αποφάσεις.
Παρ’ όλες τις δικαιολογίες, ωστόσο, υπάρχουν και μειοψηφικές παρατάξεις που, ενώ θα μπορούσαν να έχουν περισσότερη ενεργή παρουσία, αντίθετα εμφανίστηκαν παθητικές, αδρανείς, αμήχανες και αντιεπικοινωνιακές, μεγαλώνοντας το χάσμα που τους χωρίζει από τις διοικήσεις πλειοψηφίας. Ένα χάσμα, το οποίο ο νέος εκλογικός νόμος του ΥΠΕΣ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές που θα ισχύσει το 2023, ενδεχομένως να μεγαλώσει για όσους έλαμψαν δια της απουσίας τους ή θα μικρύνει για όσους τίμησαν τον αντιπολιτευτικό τους ρόλο.