Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 24/05/2025
Η περίπτωση του 7ου Δημοτικού Σχολείου του Ηρακλείου Αττικής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων των δυσλειτουργιών που εμφανίζει η δομή της δημόσιας διοίκησης της χώρας, η οποία είναι πέρα από κάθε… αξιολόγηση προσωπικού που οραματίζεται η κυβέρνηση. Για την ακρίβεια, το προσωπικό είναι μέρος του όλου Δημοσίου και του φαύλου κύκλου που διαιωνίζεται από τους εκάστοτε ταγούς της εξουσίας.
Έχουμε ένα σχολείο που έχει εμφανίσει ρωγμές σε διάφορα σημεία του. Έχουμε έναν Δήμο που, όπως όλοι οι υπόλοιποι, έχει επωμιστεί τη συντήρηση των σχολικών κτηρίων, πάρα πολλών εξ αυτών παλιών ή/και καταπονημένων, έχοντας δυνατότητα μόνο για «μερεμέτια» που του επιτρέπουν η όποια χρηματοδότηση και προσωπικό διαθέτει.
Έχουμε δύο φορείς που δεν μπορούν να συμφωνήσουν στο μοναδικό, κρίσιμο ζητούμενο. Η τοπική Υπηρεσία Δόμησης διενεργεί «οπτικό» έλεγχο και διαπιστώνει ότι… δεν μπορεί να αποφασίσει αν τίθεται θέμα στατικότητας του κτηρίου, αφήνοντας όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο, όπως αναφέρει ο δήμαρχος στην ενημέρωσή του προς τους δικαίως θορυβημένους γονείς. Έρχεται όμως η Κτ.Υπ. Α.Ε., ο καθ’ ύλην αρμόδιος φορέας για τα σχολικά κτήρια και διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ζήτημα στατικότητας.
Στο μεταξύ, η έντονα σεισμική περιοχή της Εύβοιας τα τελευταία χρόνια δίνει ισχυρές δονήσεις από καιρού εις καιρόν, μια εξ αυτών πολύ πρόσφατη.
Τι μπορείς να κάνεις όταν είσαι ο δήμαρχος σε μια τέτοια περίπτωση, βλέποντας και τους αρμόδιους να μην ξεκαθαρίζουν την κατάσταση; Σκέφτεσαι «όπου να ’ναι τελειώνουν τα μαθήματα μωρέ» και ρισκάρεις να διατηρήσεις το σχολείο σε λειτουργία; Ή αποφασίζεις να μη διακινδυνεύσεις το παραμικρό που θα σε καθιστούσε υπόλογο στη Δικαιοσύνη και την κοινή γνώμη και θα βάραινε τη συνείδησή σου στα χειρότερα ενδεχόμενα;
Θεωρούμε, προφανώς, ότι σωστά δεν πήρε ρίσκο ο Νίκος Μπάμπαλος και σωστά θα περιμένει πιο ενδελεχείς ελέγχους, ώστε να γνωρίζει τι πρέπει να γίνει από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Θα χρειαστούν επισκευαστικές και ενισχυτικές εργασίες απλώς; Ή το κτήριο είναι επικίνδυνο και θα πρέπει να αναζητηθεί άλλη λύση για μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς;
Και κάπου εδώ έρχεται το πιο καυτό ερώτημα: Δηλαδή τόσο καιρό οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους για μάθημα και οι εκπαιδευτικοί έκαναν τη δουλειά τους σε ένα κτήριο που ελλοχεύει κινδύνους στατικότητας; Και γιατί δεν έγινε κάτι όλο αυτό το διάστημα, παρά μόνο τώρα που «κούνησε» λίγο παραπάνω;
Όλη αυτή η στασιμότητα, είτε ως προς τη λήψη σημαντικών αποφάσεων είτε ως προς την έλλειψη σοβαρών υποδομών και δυνατότητας εκτεταμένων παρεμβάσεων στα σχολικά κτήρια, οδηγεί μαθηματικά σε ζητήματα στατικότητας. Και θα συμφωνήσουμε στον χαρακτηρισμό «αγανάκτηση» που χρησιμοποίησε η Ένωση Γονέων της πόλης για το πρόβλημα. Διότι οι ρωγμές στους τοίχους και το δάπεδο του σχολείου αντανακλούν πλήρως στις «ρωγμές» ενός ολόκληρου συστήματος, του «διαβόητου» ελληνικού Δημοσίου. Οι οποίες δεν επισκευάζονται με αξιολογήσεις προσωπικού, αλλά με ξεκάθαρο σχέδιο, ρεαλιστική κατανομή και όχι αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, επαρκές και καταρτισμένο προσωπικό και τους ανάλογους πόρους. Πάνω απ’ όλα όμως, η μεγαλύτερη «ρωγμή» βρίσκεται στο «σκυρόδεμα» της πολιτικής βούλησης. Κι όσο αυτή θα υπάρχει, το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης των πολιτών θα είναι πάντα κλονισμένο.