Τέτοιες μέρες πέρυσι, το δημοψήφισμα στην Ελλάδα συγκλόνιζε την Ευρώπη και όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά δεν κατάφερε να κάνει τόσο πολύ «κρότο» όσο η αντίστοιχη ψήφος στη Βρετανία και η απόφαση για το Brexit. Πλέον διαμορφώνονται νέες ισορροπίες στην Ευρώπη – και όχι μόνο – οι οποίες επηρεάζουν ευθέως και την Ελλάδα, αλλά βασικό στοιχείο αποτελεί η αμηχανία με την οποία υποδέχθηκαν και συνεχίζουν να υποδέχονται το αποτέλεσμα τόσο το Λονδίνο όσο και οι Βρυξέλλες και η άγνοια για το περιεχόμενο της επόμενης μέρας.
Πολλοί αναζητούν εξάλλου την ερμηνεία της βρετανικής ψήφου και την παραλληλίζουν με το ελληνικό «όχι», βασιζόμενοι στη λιτότητα και τον αυταρχισμό που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Στην πραγματικότητα, όμως, η ανάγνωση αυτή είναι εντελώς επιφανειακή και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, διότι άλλα είναι τα αίτια και τα κίνητρα. Όπως ουδεμία σχέση έχουν τα μεγέθη Ελλάδας και Βρετανίας δίπλα-δίπλα – πόσω μάλλον με δεδομένο ότι η Βρετανία είναι εκτός Ευρωζώνης. Επιπλέον, ουδείς λησμονεί ότι το δικό μας «όχι» στο δημοψήφισμα έγινε με περίσσια ευκολία «ναι». Ακολούθησε μια κοσμογονία: ήρθε το τρίτο Μνημόνιο, έγινε η διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ, ακολούθησαν οι νέες εκλογές και η νέα νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η στροφή του προς το ρεαλισμό σ’ αυτή τη δεύτερη θητεία Τσίπρα. Έμειναν, όμως, να μας συντροφεύουν τα capital controls και οι συνέπειές τους στην οικονομία, όπως επίσης και τα οδυνηρά μέτρα που έφερε το νέο Μνημόνιο.
Αντίστοιχα με τις ερμηνείες, πολλοί διατυπώνουν και σενάρια για το πώς το Brexit μπορεί να επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς και τη θέση της Ελλάδας. Το αισιόδοξο σενάριο θέλει τους Ευρωπαίους να δείχνουν πιο διαλλακτικοί. Υπάρχει, όμως, και το αντίθετο σενάριο, το οποίο τους θέλει αυστηρούς ακριβώς για να διαφυλαχθεί η «τάξη» στην Ευρωζώνη και την ΕΕ και να μην ανοίξει η όρεξη των… άτακτων «επαναστατών» του Νότου – Ιταλών, Ισπανών, Πορτογάλων και Ελλήνων βεβαίως.